Προκειμένου μια κυβέρνηση της Αριστεράς να μην είναι ένα μικρό διάλειμμα στην πολιτική ιστορία του τόπου, αλλά το σημείο καμπής, η αφετηρία δηλαδή του κοινωνικού μετασχηματισμού, η ίδια χρειάζεται δύο προϋποθέσεις: την αυτονομία ενός ποικίλου, συμμετοχικού και πολιτικοποιημένου κοινωνικού κινήματος και το Πρόγραμμα. Το Πρόγραμμα, με την έννοια της εκπόνησης ενός στρατηγικού σχεδίου για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους.
Για την αυτονομία του κινήματος
O Καρλ Χάιντς Ρότα και ο Ζήσης Παπαδημητρίου στο «Μανιφέστο για μια Ευρώπη της ισότητας» θέτουν το ερώτημα: ποια είναι τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που θα αφήσουν πίσω τους τις διευθετήσεις του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, και θα θελήσουν να ενωθούν για μια αυτοκαθοριζόμενη ζωή; Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι στον ευρωπαϊκό Νότο, όσο και στο Βορρά, αναδύεται ένα νέο, συνεχώς διευρυνόμενο «Πολυσύμπαν» (Multiversum) των εργαζομένων τάξεων και στρωμάτων, που στους κόλπους του περιλαμβάνει από τη μία πλευρά, κατεστραμμένα εργατικά νοικοκυριά, μόνιμα ανέργους, απαξιωμένους ειδικευμένους, φτωχούς ηλικιωμένους και μετανάστες χωρίς χαρτιά, και από την άλλη, συγκοινωνούντες, τους σημερινούς εργάτες της γνώσης, με επισφαλείς θέσεις εργασίας, οι οποίοι προέρχονται από τα μεσαία στρώματα των γιατρών, δασκάλων, δικηγόρων, επιστημόνων, δημοσιογράφων, μηχανικών και καλλιτεχνών. Ανάμεσα τους ο κόσμος της επισφάλειας, των φτωχών εργατών, της συμβασιακής και υπεργολαβικής εργασίας. Ένα Πολυσύμπαν που μπορεί να επωμιστεί το καθήκον του μετασχηματισμού.
Αν θέσουμε το ερώτημα για την ύπαρξη αυτών των νέων υποκειμένων στην ελληνική πραγματικότητα, η απάντηση είναι θετική: η ελληνική κοινωνία δεν είναι μια εφησυχασμένη κοινωνία, αντίθετα! Τέσσερα χρόνια, τώρα, συνεχώς αναδύονται μικρά ή μεγάλα κινήματα αντίστασης και ανυπακοής. Θυμηθείτε: τις μεγάλες πανεργατικές απεργίες, τις Πλατείες, τις Σκουριές και την Κερατέα, τα χαράτσια και τα διόδια, τα εναλλακτικά παραδείγματα των δομών αλληλεγγύης και τις πρωτοβουλίες «Χωρίς Μεσάζοντες». Να θυμηθούμε, επίσης, τους αγώνες των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της ΟΛΜΕ, τους διοικητικούς των πανεπιστημίων, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, τις καθαρίστριες και τους φύλακες των σχολείων, τα κατειλημμένα εργοστάσια, τα αυτοδιαχειριζόμενα και τα άλλα που βρίσκονται σε επίσχεση εργασίας. Και βέβαια τον αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ.
Μικροί και μεγάλοι αγώνες, που όλοι προσκρούουν στην κυβερνητική αδιαλλαξία, και όλοι γίνονται βορά στις συκοφαντίες των δελτίων των 8 και τις πένες των μεγαλοδημοσιογράφων από τα συγκροτήματα του Τύπου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκεί, κινηματικά, κοινοβουλευτικά και πολιτικά, στην υπεράσπιση των αγώνων. Οι απεργοί, οι διαδηλωτές, όσοι αντιστέκονται, δεν ήταν μόνοι. Όλοι όμως οι αγώνες ηττήθηκαν: το κράτος του Μνημονίου, το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν διαλέγεται με απεργούς, δεν συμβιβάζεται, έχει παραιτηθεί από τη θεωρία των κοινωνικών εταίρων.
Οι αγώνες, όμως, που καταλήγουν σε ήττα εγκυμονούν την «ανάθεση», μέσω της εκλογικής διαδικασίας, όλων όσα εκείνοι οι ίδιοι αυτοί αγώνες απέτυχαν να ικανοποιήσουν. Κι αυτή είναι η πραγματική απειλή για κάθε σχέδιο συμμετοχής και κοινωνικού μετασχηματισμού, σε κάθε ιστορική διαδικασία μετασχηματισμού των υποτελών τάξεων σε τάξη για τον εαυτό της.
Για το Πρόγραμμα
Ως προς την άλλη προϋπόθεση, αυτή του Προγραμματικού σχεδίου, που θα έδινε στα κινήματα διαμαρτυρίας και την Αριστερά την πολιτική ηγεμονία, και στους φορείς της κοινωνικής διαμαρτυρίας τη δυνατότητα να παρουσιάσουν εναλλακτικές λύσεις στα προγράμματα λιτότητας, πραγματική απειλή και πάλι είναι η αναμέτρηση της Αριστεράς με την πραγματικότητα. Γιατί το Πρόγραμμα της Αριστεράς με την πραγματικότητα αναμετράται, πάνω από όλα.
Μια πραγματικότητα που δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος των 300 δισ. ευρώ – προσφιλές θέμα ιδεολογικών και πολιτικών ανταγωνισμών των αριστερών παντού. Είναι, κυρίως, το ένα εκατομμύριο άνεργοι και τα δύο εκατομμύρια κάτω από τα όρια της φτώχειας. Είναι η ανθρωπιστική κρίση, που όμοιά της είχαν δει οι δυτικές κοινωνίες μόνο σε συνθήκες πολέμου. Είναι η παραγωγική ερήμωση.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έγραφε προ ημερών ότι, ακόμα και όταν μηδενίσουμε το χρέος θα είμαστε στην αρχή, αφού αυτή η κρατική δομή, αυτό το οικονομικό μοντέλο είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει νέα χρέη, νέες ανισότητες, νέα φτώχεια.
Ενδεχομένως, λοιπόν, το πιο παραμελημένο θέμα στον ενδοαριστερό διάλογο είναι εκείνο της οικονομίας, της πραγματικής οικονομίας, που σε σύγκριση με την προτεραιότητα των δημόσιων οικονομικών, δείχνει σαν τον φτωχό συγγενή του αριστερού προβληματισμού. Στο πλαίσιο της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ, μια ομάδα οικονομολόγων, οργανικών διανοουμένων, που ασχολούνται συστηματικά με τα θέματα της παραγωγικής δομής, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της κριτικής των ισχυρισμών της κυβέρνησης και της τρόικας, την ίδια στιγμή υφαίνουν τις προϋποθέσεις για το εναλλακτικό Πρόγραμμα της Αριστεράς. Έτσι, πολλές από τις δικές τους επισημάνσεις έχουν συμπεριληφθεί στα δεδομένα αυτού του κειμένου.
Τα δεδομένα
Ποια είναι, όμως, τα πραγματικά δεδομένα, τώρα, αυτά δηλαδή με τα οποία θα αναμετρηθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς;
Κατ΄ αρχάς είναι η καταστροφή θέσεων εργασίας. Στα χρόνια του μνημονίου χάθηκαν 850.000 θέσεις εργασίας, οι οποίες είχαν χρειαστεί 17 χρόνια για να δημιουργηθούν, με ανάπτυξη 4% ετησίως για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Είναι η εκκαθάριση των μικρών, πολύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες κλείνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς, τη στιγμή που το 85% της μισθωτής εργασίας εργάζεται σε αυτές – μέσος όρος που ισχύει για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς: το 75% των προϊόντων εισάγονται ή διακινούνται από 7 πολυεθνικούς ομίλους.
Είναι η πιστωτική ασφυξία για τις εναπομείνασες επιχειρήσεις.
Είναι η φορολογική επιδρομή, προκειμένου να μείνουν αλώβητοι οι έχοντες και κατέχοντες.
Είναι η γραφειοκρατία, η διαφθορά και τα πελατειακά δίκτυα, μεταξύ των
άλλων στις κρατικές προμήθειες, στις χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις της εξουσιαστικής δομής.
Είναι και τόσα άλλα που ξεφεύγουν από την οικονομία του κειμένου.
Ποια ανάπτυξη, με ποιο κοινωνικό μοντέλο;
Είναι στο πλαίσιο αυτό που, πριν από λίγες μέρες, ο υπουργός Ανάπτυξης παρουσίασε το νέο αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας, με δεκαετή ορίζοντα, καθώς και την αρχιτεκτονική του νέου ΕΣΠΑ, για την περίοδο 2014-2020. Ο κ. Χατζηδάκης υποσχέθηκε τη δημιουργία 640.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2020, περίπου 90.000 κάθε χρονιά δηλαδή, αριθμός διπλάσιος από εκείνον της δεκαετίας του 2000, με τα μεγάλα έργα και την απεριόριστη πιστωτική επέκταση.
Εκτίμησε, εν συνεχεία, ο υπουργός ότι το 2020, με ιδιωτικές επενδύσεις της τάξης των 120 δις, η ανεργία θα πέσει στο 15%. Να σημειώσουμε ότι το ΕΣΠΑ 2014-2020 για την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, τους τομείς δηλαδή όπου το υπουργείο προσδοκά επενδύσεις, προβλέπει απορρόφηση 4,15 δις, με την προϋπόθεση ότι θα ανταποκριθεί το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Πιθανότητα μάλλον χλωμή, πολύ χλωμή θα έλεγα, με δεδομένη την υφιστάμενη δομή του πιστωτικού συστήματος, το οποίο είναι εν πολλοίς υπεύθυνο για την πιστωτική ασφυξία, και με το κράτος από την άλλη να στερείται και των στοιχειωδών χρηματοπιστωτικών εργαλείων, αφού φρόντισε να ξεπουλήσει (φτηνά) τις μεγάλες κρατικές τράπεζες και τις τράπεζες ειδικού σκοπού (Αγροτική, επενδυτικές, Ταμιευτήριο, στεγαστικές).
Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι τα πράγματα πάνε σύμφωνα με την ευχή του υπουργού, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε την ανομολόγητη προϋπόθεση: ότι, δηλαδή, προκειμένου να επενδύσουν οι ιδιώτες τόσα λεφτά, θα πρέπει να ισοφαρίσουν τη λειψή εσωτερική ζήτηση και το ακριβό (και δυσεύρετο) τραπεζικό χρήμα με άλλα πλεονεκτήματα. Κι αυτά δεν είναι άλλα από εκείνα της «κινεζοποίησης» της αγοράς εργασίας και της αγοραίας εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Αλλαγή παραδείγματος
Είναι σαφές ότι μια αριστερή εναλλακτική πολιτική κινείται στον αντίποδα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου: της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, με μισθούς και συντάξεις στα όρια της επιβίωσης, των μηδενικών κοινωνικών δικαιωμάτων, της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας. Όπως είναι επίσης σαφές ότι ένα σχέδιο για την ανεργία δεν μπορεί να ακολουθεί το παράδειγμα της επισφάλειας, τις δουλειές του ποδαριού (mini jobs) την εργασιακή περιπλάνηση των πρεκάριων και του από-ειδικευμένου νεανικού εργατικού δυναμικού.
Ένα Πρόγραμμα της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να εκτείνεται στο χρόνο, ξεκινώντας από τα άμεσα μέτρα κοινωνικής σωτηρίας, και ταυτόχρονα σχεδιάζοντας εκείνες τις αλλαγές στο κράτος, στην οικονομία και την κοινωνία που να έχουν ορίζοντα τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Σε ό,τι αφορά τα άμεσα μέτρα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει επαρκές πλαίσιο ενεργειών: μιλά για τους κατώτερους μισθούς, που εκτός των άλλων θα επαναφέρουν τη ζήτηση, καθώς και την επιβίωση των ασφαλιστικών οργανισμών, την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την πρόσβαση όλων στη δημόσια υγεία και παιδεία και άλλα μέτρα, που η κοστολόγησή τους και ο ισολογισμός τους μπορεί να προέλθει από άμεσα μέτρα αναδιανομής και φορολόγησης του πλούτου.
Στα δύσκολα, δηλαδή στην ανεργία και την ανάπτυξη, οι επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, η στρατηγική του, οικοδομούνται με την επίγνωση ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι εκτός του παγκόσμιου καταμερισμού, ούτε φυσικά είναι μια «αυτάρκης» οικονομία: αντιθέτως. Η βασική ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το κράτος χρειάζεται εργαλεία. Γι΄ αυτό σχεδιάζει ένα πιστωτικό σύστημα υπό δημόσιο έλεγχο, με τράπεζες ειδικού σκοπού που να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Στην ίδια λογική είναι η ανάκτηση των δημόσιων οργανισμών στην ενέργεια και στις τηλεπικοινωνίες, των δικτύων μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων κ.α. Ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και γρήγορης απορρόφησης της ανεργίας (καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να σταθεί για πολύ με ανεργία 30%, ούτε καν με 15% που «προβλέπει» το υπουργείο Ανάπτυξης για τα τέλη του 2020) οφείλει να μεριμνά με στοχευμένες παρεμβάσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση σε τομείς με υψηλή απορροφητικότητα της ανεργίας και την ίδια στιγμή με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Συνοψίζοντας
Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θέτει τρεις βασικές αρχές στο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης:
· Τη δημιουργία θέσεων εργασίας με όρους αξιοπρέπειας.
· Τη βιώσιμη, ισόρροπη και περιεκτική ανάπτυξη, δηλαδή την ανάπτυξη με κοινωνική λογοδοσία και συμμετοχή, με στόχο τη μεγέθυνση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στην παραγωγή εγχώριας προστιθέμενης αξίας, με έμφαση στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, την ανάπτυξη που θα διαχέεται σε όλη την κοινωνία και ιδιαίτερα στον κόσμο της εργασίας.
· Την εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ιδιαίτερα του εμπορικού ισοζυγίου, που σημαίνει τόνωση της εγχώριας παραγωγής, υποκατάσταση των εισαγωγών και αξιοποίηση των παραδοσιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, υποστήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (τις οποίες η τρόικα θεωρεί «διαρθρωτικό πρόβλημα»): με τη στήριξη των δημόσιων πολιτικών, οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να γίνουν φορείς καινοτομίας και μέσο γρήγορης απορρόφησης της ανεργίας. Προϋπόθεση γι΄ αυτό, είναι η ενσωμάτωση της έρευνας, της τεχνολογίας και των καινοτομιών στην παραγωγική διαδικασία, που σημαίνει μεταξύ άλλων την ανάσχεση της φυγής πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού, που σήμερα εξωθείται στη μετανάστευση στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού.
Τα παραπάνω, προφανώς, δεν είναι το φάρμακο για τις ασθένειες του μεταπολεμικού μοντέλου επέκτασης του ελληνικού καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συνιστούν την αλλαγή παραδείγματος απέναντι στο μνημονιακό υπόδειγμα και στον καπιταλισμό της κρίσης.
Πηγή: Rednotebook