Και ξαφνικά μεγάλος κοπετός σηκώθηκε. Το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να «νοικοκυρέψει» το Πανεπιστήμιο και να διαγράψει τους «αιώνιους» φοιτητές. Κι από κοντά οι γνωστοί δημοσιολόγοι -που θα ήθελαν να είναι διανοούμενοι αλλά δεν είναι- επικρότησαν, ως συνήθως, το Υπουργείο. Ανάσαναν, λέει, γιατί επιτέλους θα έμπαινε τάξη στο Πανεπιστήμιο και το πολύπαθο ελληνικό δημόσιο θα γλύτωνε έξοδα.
Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματά τους ανάποδα, αρχίζοντας από το κόστος των «αιώνιων» φοιτητών. Το κόστος αυτό, λοιπόν, είναι μηδενικό. Σε μια σχολή, για παράδειγμα, τετραετούς φοίτησης, οι ούτως ή άλλως λειψές παροχές ισχύουν για έξι χρόνια. Βιβλία, σίτιση, στέγαση στις υποβαθμισμένες εστίες, φοιτητικό πάσο κλπ παρέχονται για έξι χρόνια και πέρα από αυτό το χρονικό όριο, ουδέν. Κατά συνέπεια, το μόνο έξοδο που καταβάλλει το δημόσιο για τους «αιώνιους» ή αργοπορημένους φοιτητές είναι το ότι παραμένουν …εγγεγραμμένοι στα φοιτητικά μητρώα. Αν αυτό συνιστά έξοδο, τότε οι οπαδοί της οικονομικής «ορθολογικότητας» έχουν πρόβλημα και με τις λέξεις και με τις έννοιες, κι ας κατακεραυνώνουν συχνά-πυκνά εμάς για φενακισμό και ανορθολογικότητα.
Δεν έχουν πάρει όμως διαζύγιο μόνον από την οικονομική ορθολογικότητα. Διαζύγιο έχουν πάρει και από την ιστορία του ελληνικού πανεπιστήμιου. Γιατί αλλιώς, θα ήξεραν ότι η ανάπτυξη του ελληνικού πανεπιστημίου στηρίχτηκε στο πρότυπο του γερμανικού πανεπιστημίου, με τις πιο χαλαρές διατάξεις όσον αφορά τα χρόνια φοίτησης από τις άτεγκτες διατάξεις του αγγλοσαξονικού πανεπιστημίου. Στηρίχτηκε, με άλλα λόγια, σε ένα πρότυπο που περιέκλειε στις δυναμικές του το μαζικό πανεπιστήμιο και όχι το πανεπιστήμιο των ελίτ, όπως αυτό των αγγλοσαξονικών χωρών. Απομένει λοιπόν ο θαυμασμός των εμπνευστών του σχεδίου διαγραφής των αργοπορημένων φοιτητών αλλά και των χειροκροτητών δημοσιολόγων για τις γενέθλιες χώρες του νεοφιλελευθερισμού και τους θεσμούς τους. Ο καθείς και τα πρότυπα του…
Και ερχόμαστε στο πιο σημαντικό, στην επιβολή της τάξης. Γιατί γι’ αυτήν την τελευταία κόπτονται κυρίως οι νεοφιλελεύθεροι, κυβερνώντες και δημοσιολόγοι. Τώρα πως επιτυγχάνεται η τάξη με μια διπλή παραβίαση του νόμου είναι ένα ερώτημα στο οποίο φαντάζομαι ότι κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Παραβίαση πρώτη: τα ζητήματα αυτά, σύμφωνα πάντα με το σχεδιασμό της κυβέρνησης, τα επιλύουν ο εσωτερικοί κανονισμοί-οργανισμοί των Πανεπιστημίων – που πρέπει να καταρτιστούν μέσα στην ακαδημαϊκή χρονιά που διανύουμε – και όχι ο Υπουργός, όπως έγινε. Παραβίαση δεύτερη: η ακαδημαϊκή χρονιά τελειώνει το Σεπτέμβριο και όχι τον Ιούνιο, όπως θέλει ο Υπουργός με την απόφαση του να διαγράψει μετά από αυτό το χρονικό όριο τους αργοπορημένους φοιτητές. Όλα αυτά, όμως, μοιάζουν λεπτομέρειες μπροστά στον ιδεολογικό στόχο που είναι η επιβολή της τάξης στα Πανεπιστήμια. Γιατί οι νεοφιλελεύθεροι γνωρίζουν καλά ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο αποτέλεσε σε διάφορες περιόδους την πυριτιδαποθήκη για την κοινωνία μας. Οι φοιτητές ήσαν συχνά η αιχμή του δόρατος ενάντια σε ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές. Και σε αυτούς τους φοιτητές πρέπει να σταλθεί το μήνυμα της τάξης. Η άτεγκτη εφαρμογή αναιτιολόγητων κανόνων αποτέλεσε ιστορικά μείζονα τεχνική συμμόρφωσης και πειθάρχησης των αποκάτω. Όταν ο Γούντι Άλλεν στις «Μπανάνες», έβαζε τον λατινοαμερικάνο δικτατορίσκο να προτρέπει τους υπηκόους του να φοράνε καθαρά εσώρουχα και προς απόδειξη τήρησης αυτού του κανόνα, επέτασσε να τα φορούν …πάνω από το παντελόνι, δεν σατίριζε μόνον τον παραλογισμό μιας αυταρχικής εξουσίας αλλά ανέλυε και μια τεχνική συμμόρφωσης και πειθαρχίας.
Αν τώρα οι φοιτητές αργοπορούν γιατί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη στην οποία φοιτούσαν και να επιστρέψουν στο χωριό τους γιατί η οικογένεια δεν τα έβγαζε πέρα, αν οι φοιτητές αργοπορούν γιατί είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν παράλληλα με τις σπουδές τους κ.ά., είναι ζητήματα που θα αποφύγω να θίξω γιατί οι νεοφιλελεύθεροι θα με κατακεραυνώσουν εκτοξεύοντας το όπλο μαζικής καταστροφής που διαθέτουν –το μοναδικό, εξάλλου, όπλο τους- την κατηγορία του λαϊκισμού.
Αναδημοσίευση από την Αυγή.