Μπορεί χρονικά να προηγήθηκε στις αίθουσες, αλλά προσωπικά είδα το “Νos Batailes” του Βέλγου Γκιγιόμ Σενέ μία ημέρα μετά το “Σε Πόλεμο” του Στεφάν Μπριζέ. Οι δύο συγκεκριμένες ταινίες καταπιάνονται με τις δυσκολίες της εργατικής τάξης στη Γαλλία στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Σε μία εποχή που η τεχνολογία ακμάζει και το ανθρώπινο δυναμικό αντικαθίσταται από μηχανήματα και προγράμματα, η ακροβασία στα όρια αποτελεί καθημερινή υπόθεση σ΄ολόκληρο τον κόσμο.
Γράφει ο Μϊλτος Τόσκας
O Oλιβιέ εργάζεται σε μία αποθήκη παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Ηγείται μίας ομάδας εργαζομένων, την οποία συντονίζει άριστα. Τα πρώτα σύννεφα δε θα αργήσουν να φανούν. Μία απόφαση της διοίκησης κι οι επακόλουθες συνέπειές της, θα τον γεμίσουν τύψεις κι ενοχές. Πριν καλά καλά προλάβει να συνέλθει η σύζυγός του τον εγκαταλείπει ξαφνικά, δίχως προφανή λόγο και μένει μόνος με τα δύο παιδιά του. Μέσα σε έναν κυκεώνα προβλημάτων καλείται να επιβιώσει και να καλύψει το κενό με κάθε τρόπο.
Ξετυλίγεται ένα οικογενειακό δράμα χωρίς κραυγές και παίρνει υπαρξιακές προεκτάσεις. Τα διαδοχικά σοκ σκληραίνουν τον πρωταγωνιστή, που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, παρά μόνο να κοιτάξει μπροστά. Τα βάσανα της δουλειάς κι η διαχείριση δύσκολων καταστάσεων έχουν αντίκτυπο στην εστία. Σπασμωδικές κινήσεις, σκοτεινές σκέψεις. Ψάχνεις λύτρωση από το αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί και νιώθεις πως δε θα σου αξίζει. Και τα βράδια “αιωρείται” η μεγάλη απουσία και στο μυαλό γυρνάνε τα γιατί και τα πώς;
Ο Ρομέν Ντιρίς δίνει την κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του. Είναι απόλυτα φυσικός. Ένας άνθρωπος ειλικρινής, με αδυναμίες όπως όλοι μας. Παράλληλα όμως αγωνιστής της ζωής, με αίσθηση του χρέους, που δεν αφήνει τίποτα να τον καταβάλλει. Το μυστήριο αναζητεί διαλεύκανση. Ειδικά ο τραυματισμός του μικρού Έλιοτ, μου έφερε στο μυαλό για λίγα δευτερόλεπτα το Second Chance της Σουζάν Μπίερ. Ο οικονομικός στραγγαλισμός της πλατιάς μάζας της κοινωνίας, που διαλύει τους ανθρώπινους δεσμούς και σχέσεις.
Κι αυτό διότι η εργασία αποτελεί θεμελιώδη δομή για να λειτουργήσει ένα οργανωμένο σύνολο. Ο άνθρωπος νιώθει χρήσιμος, απασχολείται, εξελίσσεται, εξασφαλίζει τα προς το ζην. ” Η εργασία πρέπει να αμοίβεται”. Όταν δεν υπάρχει κι ειδικότερα όταν λίγα χρόνια πριν τη σύνταξη στον ιδιωτικό τομέα κρίνεται κάποιος μη παραγωγικός, τότε τα φώτα σβήνουν, θολώνεις κι η λογική δίνει τη θέση της στην απελπισία, τον θυμό και τις ακραίες, δίχως δεύτερη σκέψη αποφάσεις. Η αδελφική αλλελεγγύη πάντα απαλύνει τον πόνο και δίνει ουσιαστικές λύσεις προ του τέλματος.
Εδώ, σε αντίθεση με την ταινία του Μπριζέ, ο Σενέ με αφετηρία το εργασιακό περιβάλλον, δίνει μία συνέχεια … Φτάνουμε στο στενό οικογενειακό. Εκεί που πας να νιώσεις δυνατός και να σταθείς ξανά στα πόδια σου πάντα κάτι θα βρεθεί να σε λυγίζει. Πρέπει όμως να συνεχίσεις. Μία αγκαλιά συγχώρεσης μένει ανοιχτή κι ένα ραντεβού δίχως ορισμένο χρόνο δίνεται στην Τουλούζη, καθώς στο τέλος ο καθένας (θέλουμε να ελπίζουμε) παίρνει ό,τι του αξίζει.