Η πρώτη φορά που πάτησα αχινό ήταν πέντε λεπτά από τη στιγμή που μου είπες χωρίζουμε. Ήθελα να δείξω πόσο δεν με ένοιαξε κι έτρεξα προς τη θάλασσα, ιδρωμένος από τον καυτό ήλιο και τα λόγια σου, με μάτια μαύρα από το κενό, δεν είδα τον μαύρο αχινό στην ακτή και τον πάτησα.
Πόνεσα πολύ, παραπάτησα, από τις ακίδες του που μου τρύπησαν τη σάρκα, όπως πρωτοπόνεσα όταν κατάλαβα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, όπως είχα μάθει να πονάω με κάθε ψέμα σου, σε κάθε σιωπή σου, σε κάθε υπεκφυγή σου. Όπως ακριβώς πόνεσα πέντε λεπτά πριν πατήσω τον αχινό. Μαθημένος λοιπόν, αλλά πάντα τόσο απροετοίμαστος κι αφελής, κάθισα στην ακρογιαλιά κι έβγαζα μια μια τις μαύρες βελόνες απ’ το κορμί μου και ο ιδρώτας μπερδευόταν με τα δάκρυα κι ούτε μια μουσική να ακούγεται από πουθενά, να δώσει μια πραγματικά δραματική διάσταση σε όλη τη φάση. Γιατί αυτός ο πόνος ήταν λίγο πιο δυνατός, πιο άγνωστος και πιο απρόβλεπτος από τους άλλους. Τότε ακριβώς καθισμένος στην ακτή με τη θάλασσα μπρός μου, τον πόνο στο πόδι από τον αχινό, εσένα να απομακρύνεσαι και μια μητέρα να φωνάζει «Γιαννάκη, βγες έξω βρε, θα έρθω μέσα να σε σκοτώσω», κατάλαβα πως δεν είναι η εποχή μου το καλοκαίρι. Ούτε το τοπίο μου η θάλασσα. Κι ούτε εσύ πραγματικά μαζί μου. Έτσι, έφτιαξα μια δική μου μνήμη από όλο το γεγονός. Έμεινα να θυμάμαι μόνο ότι πονούσα. Κι αυτός ο πόνος είναι ό,τι μου έμεινε από εκείνο το καλοκαίρι. Από τότε τους σκληρούς ανθρώπους τους λέω αχινούς. < Κι εσένα δεν σε ξανάδα. Ποτέ. Ούτε τη θάλασσα.
πηγή: Εντευκτήριο
[φωτογραφία: Γιώργος Βλυσίδης]
