Το φθινόπωρο του 1912 ο ελληνικός στρατός κέρδισε τον βουλγαρικό στον αγώνα δρόμου για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, έστω και με λίγες ώρες διαφορά. Παρότι η πόλη βρέθηκε υπό προσωρινή ελληνική διοίκηση, τα συμμαχικά βουλγαρικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν και διαμόρφωσαν μια κατάσταση οιονεί συγκυριαρχίας. Βουλγαρικές περίπολοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ιδρύθηκαν βουλγαρικό ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και νοσοκομείο, ενώ εκδόθηκαν και δυο εφημερίδες, η Μπουλγκάριν (στα βουλγάρικα) και η Μπελομέρετζ (στα γαλλικά, το όνομά της είναι η σλαβική ονομασία του Αιγαίου).[1] Ενώ, όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε ουσιαστικά το ευρωπαϊκό της τμήμα, άρχισαν οι προστριβές μεταξύ των νικητών για τη διανομή της λείας. «Στις κακώς οριοθετημένες ζώνες, στις οποίες γειτόνευαν τα στρατεύματα των συμμάχων, οι σφαίρες έφευγαν σαν από μόνες τους», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Νεχαμά.[2]
Στις 16.6.1913 οι συγκρούσεις μεταξύ βουλγαρικών, από τη μια, και ελληνικών και σερβικών δυνάμεων, από την άλλη, γενικεύτηκαν κι έτσι ξεκίνησε –χωρίς να κηρυχθεί επίσημα– ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι μικρές βουλγαρικές δυνάμεις που είχαν απομείνει στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν σε καμιά δεκαριά κτίρια, κυρίως στις χριστιανικές συνοικίες στην ανατολική πλευρά του κέντρου. Στην Αγ. Σοφία (μάλιστα σ’ ένα τριώροφο εβραϊκό σπίτι της πλατείας –εκεί όπου σήμερα υπάρχει το ζαχαροπλαστείο Βυζάντιο– ήταν εγκατεστημένο και το βουλγαρικό φρουραρχείο, στην Ιωαννίδειο Σχολή (γωνία Φιλ. Εταιρείας και Μανουσογιαννάκη), στα σουλτανικά της λεωφόρου Χαμιντιέ (σημ. Εθν. Αμύνης), στη Ροτόντα, στη σχολή Ινταντιέ (Παλιά Φιλοσοφική), στο Ισλαχανέ (τουρκική σχολή στο τέλος της Κασσάνδρου εκεί που σήμερα βρίσκεται κτίριο του ΟΤΕ), στο τουρκικό παρθεναγωγείο (πίσω απ’ τον Αγ. Δημήτριο) καθώς και στο βουλγαρικό παρθεναγωγείο και οικοτροφείο.[3]
Στις 17 Ιουνίου, ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μέσα στην πόλη. Στις 2.30 μ.μ. σε επεισόδιο στο σιδηροδρομικό σταθμό Κωνσταντινουπόλεως σκοτώθηκαν δυο Βούλγαροι στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκε ο επιλοχίας Ηλίας Κουζίγιαννης. Δυο ώρες αργότερα ο στρατηγός Κ. Καλλάρης έδωσε τελεσίγραφο στον Βούλγαρο στρατηγό Χεσάπτσιεφ. «Επειδή ο Βουλγαρικός στρατός ήρχισε τας εχθροπραξίας έχω την τιμήν να σας παρακαλέσω όπως εγκαταλείψητε την πόλιν της Θεσσαλονίκης εντός μιας ώρας από της λήψεως της παρούσης επιστολής μου. Τα όπλα των στρατιωτών σας θα παραδοθούν εις επί τούτω ορισθησομένους αξιωματικούς. Οι αξιωματικοί δύνανται να διατηρήσωσι τα ξίφη των. Ειδική αμαξοστοιχία θα μεταφέρη τα στρατεύματά σας μέχρι των ημετέρων προφυλακών, θα ληφθώσι δε μέτρα δια την ασφάλειάν των. Μετά την λήξιν της ως ανωτέρω οριζομένης προθεσμίας θα ευρεθώ εις την ανάγκην, προς μεγίστην λύπην μου, όπως διατάξω ίνα τα στρατεύματά σας θεωρηθούν ως εχθρικά στρατεύματα. Δεχθήτε παρακαλώ, την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου υπολήψεως, μεθ’ ης διατελώ».[4]
Λίγο μετά την εκπνοή του τελεσίγραφου ξεκίνησε η μάχη. «Κανόνια και μυδράλια κατέστρεψαν τα αυτοσχέδια οχυρά, μέσα από τα οποία αμύνονταν οι πολιορκημένοι με πυροβολισμούς και βόμβες. Η αντίσταση ήταν ηρωική. Οι μάχες, που άρχισαν στις επτά το βράδυ, τελείωσαν μόλις στις έξι το πρωί. Όλη την νύχτα, ο τρομοκρατημένος πληθυσμός άκουγε να κροταλίζουν τα τουφέκια και τα μυδράλια, να βροντούν οργισμένα τα κανόνια και οι βόμβες. Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών ήταν τεράστιος και από τις δυο πλευρές».[5]
Περισσότερες λεπτομέρειες, με τους απαραίτητους βέβαια χαρακτηρισμούς, διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της Μακεδονίας. «Περί την 5ην μ.μ. της Δευτέρας [17.6], οι εντός του κατά την οδόν Βαρδαρίου Μεγάλου Ξενοδοχείου μετατραπέντος, ως γνωστόν, εις βουλγαρικόν τηλεγραφείον, ευρισκόμενοι πέντε Βούλγαροι στρατιώται και τηλεγραφικοί υπάλληλοι προσκληθέντες να παραδοθούν επυροβόλησαν κατά των ημετέρων χωροφυλάκων, οι οποίοι ενισχυθέντες υπό πεζών και ευζώνων επυροβόλουν ακάλυπτοι εκ της οδού κατά των εντός του ξενοδοχείου ωχυρωμένων Βουλγάρων. Η συμπλοκή διήρκεσε περίπου μίαν ώραν φονευθέντων κατά των συμπλοκήν δύο Βουλγάρων στρατιωτών, οπότε οι ημέτεροι κατώρθωσαν να πλησιάσουν την θύραν του ξενοδοχείου και παραβιάσαντες αυτήν εισήλθον με εφ όπλου λόγχην εις το ξενοδοχείον συλλαβόντες τους λοιπούς Βουλγάρους, ως και τινας υπόπτους. Κατά την συμπλοκήν ταύην ετραυματίσθη ο υπομοίραρχος κ. Χατζηϊωάννου […] Δευτέρα συμπλοκή και σχεδόν σύγχρονος με την του Γκραντ Οτέλ εγένετο εις την Βουλγαρικήν Τράπεζαν διαρκέσασα υπέρ την ημίσειαν ώραν αναγκασθέντων των εν αυτή Βουλγάρων στρατιωτών και τινων τραπεζιτικών υπαλλήλων, οίτινες υπό το πρόσχημα υπαλλήλων ήσαν αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, μετά τον φόνον μερικών εξ αυτών να παραδοθούν υπό τας ζητωκραυγάς του παρακολουθούντος κόσμου υπέρ του ελληνικού στρατού […] Ως γνωστόν εις την λεωφόρον Χαμηδιέ εντός τεσσάρων μεγάλων οικημάτων της αριστεράς πλευράς όταν ανερχόμεθα την οδόν ταύτην, ήσαν εστρατωνισμένοι πλείστοι Βούλγαροι στρατιώται. Η αντίστασις αυτών υπήρξε πολύ πείσμων, αλλά κατόπιν της ορμητικής επιθέσεως των εν τοις απέναντι οικήμασιν ημετέρων στρατιωτών και της χρήσεως τηλεβόλων και μυδραλιοβόλων περί την 10ην νυκτερινήν ώραν ηναγκάσθησαν να παραδοθώσιν».[6] Για το συγκεκριμένο σημείο ο Τομανάς σημειώνει πως «οι τρύπες από τις σφαίρες διατηρήθηκαν στην πρόσοψη των παλιών Δικαστηρίων μέχρι την κατεδάφιση των κτιρίων έπειτα από τον σεισμό της 20ης Ιουνίου 1978».[7]
Εντωμεταξύ οι οδομαχίες συνεχίζονταν και παραπάνω. «Εγκαίρως είχον περικυκλωθή τα τουρκικά σχολεία Ιδαδιέ, όπου εστρατωνίζοντο 50 Βούλγαροι στρατιώται, το Πολυτεχνείον (Ισλαχανέ), όπου εστρατωνίζοντο 100 Βούλγαροι στρατιώται. Και εδώ οι Βούλγαροι στρατιώται αντέστησαν ερρωμένως παραδοθέντες οι μεν του Ιδαδιέ μετά δύο περίπου ώρας μετά την έναρξιν της επιθέσεως, οι δε του Ισλαχανέ περί τα εξημερώματα. Επίσης εις το βουλγαρικόν παρθεναγωγείον και τα δύο βουλγαρικά οικοτροφεία είχον οχυρωθή στρατιώται τινες Βούλγαροι και πλείστοι κομιτατζήδες και μαθηταί, οι οποίοι αντέστησαν καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα και μόλις την πρωΐαν παρεδόθησαν. Εντός του ναού της Αγίας Σοφίας ήσαν ωχυρομένοι 26 Βούλγαροι στρατιώται οι οποίοι ημύνοντο από τας οπάς του υψηλού μιναρέ του ναού τούτου και των παραθύρων, αλλ’ ότε κατώρθωσαν εκ του ανατολικού μέρους του ναού να εισέλθουν εντός του περιβόλου Κρήτες χωροφύλακες, οι Βούλγαροι εκλείσθησαν εντός του ναού οπότε κατά την 10ην περίπου φονευθέντων υπό των ημετέρων εκ των παραθύρων τινων εξ αυτών ήρχισαν να παραδίδωνται. Μεγάλην όμως αντίστασιν επρόβαλαν οι εντός της οικίας Ρεκανάτη, ολίγον ανωτέρω και απέναντι της Αγίας Σοφίας ήτις εχρησίμευεν ως βουλγαρικόν φρουραρχείον, 40 Βούλγαροι στρατιώται και αρκετοί κομιτατζήδες πυροβολούντες συνεχώς και ρίπτοντες από καιρού εις καιρόν χειροβομβίδας. Αλλά μετά τα ρήγματα τα οποία ήνοιξαν αι οβίδες του κατά την νοτιοανατολικήν πλευράν της Αγίας Σοφίας στηθέντος τηλεβόλου εις το φρουραρχείον ήρχισε πυρ πυκνόν, όπερ επήνεγκε πολλάς ζημίας εις τους Βούλγαρους, αναγκασθέντας επί τέλους ολίγον προ του μεσονυκτίου να παραδοθούν. Όλοι οι Ισραηλίται της συνοικίας εκείνης παρακολουθούντες τας συμπλοκάς ταύτας μετά την παράδοσιν εζητωκραύγασαν υπέρ του Ελλ. στρατού […] Η αντίστασις των 580 Βουλγάρων των εστρατωνισμένων εις το ανατολικώς του Διοικητηρίου και όπισθεν του τζαμίου του Αγίου Δημητρίου κείμενον τουρκικόν Παρθεναγωγείον και το παρ’ αυτό τζαμίον υπήρξε πολύ πείσμων διαρκέσασα 13 σχεδόν ολοκλήρους ώρας. Οι χίλιοι περίπου ημέτεροι στρατιώται μετά των οικείων αξιωματικών και υπαξιωματικών περικύκλωσαν πανταχόθεν τον σημαντικόν τούτον Βουλγαρικόν στρατωνισμόν συγκεντρώσαντες μεγάλας προσπαθείας προς εκπόρθησιν αυτού. Ανά πάσαν στιγμήν χιλιάδες ομοβροντίαι των μάνλιχερ και πλείσται οβίδες τηλεβόλων και βλήματα πολυβόλων και επί τέλους την 6ην πρωϊνήν της χθες εξανάγκασαν τους ανθισταμένους Βούλγαρους προς παράδοσιν μετά την κατερείπωσιν σχεδόν του στρατώνος τούτου συνεπεία των ραγδαίων και συνεχών βλημάτων».[8]
Τελικά, «το σύνολον του αριθμού των παραδοθέντων είνε 1208. Εκ των αξιωματικών παρεδόθησαν ο ταγματάρχης κ. Λαζάρωφ και έτεροι εξ αξιωματικοί». Όλοι οι αιχμάλωτοι επιβιβάσθηκαν σε πλοία και στάλθηκαν στη νότια Ελλάδα.[9] Την επομένη «από πρωίας πλήθος πολύ κάθ’ ομίλους πάσης τάξεως, φυλής και ηλικίας περιήρχετο τα διάφορα μέρη των συμπλοκών και περιειργάζετο αυτά μετά θαυμασμού και μεγάλης χαράς, δια την απαλλαγήν από τα αιμοβόρα θηρία της Σόφιας», γράφει η Μακεδονία. Και φυσικά ο επίλογος λαμβάνει χώρα στο νεκροταφείο, καθώς «από της 9ης πρωϊνής μέχρι της 4ης απογευματινής άνδρες, γυναίκες, παιδία όλων των εθνικοτήτων, στρατιώται, χωροφύλακες, επεσκέπτοντο το βουλγαρικόν νεκτροταφείον, όπου μετά βδελυγμίας εθεώντο τα πτώματα των κατά τας συμπλοκάς φονευθέντων Βουλγάρων στρατιωτών, καταρώμενοι τους θηριώδεις επιδρομείς».[10] Το, χαμένο πλέον (κι αυτό), νεκροταφείο βρισκόταν πίσω από το ελληνορθόδοξο της Ευαγγελίστριας, από το οποίο κι είχε αποσπαστεί.
Παραπομπές:
[1] Π. Ριζάλ (Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 208· Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 176.
[2] Π. Ριζάλ (Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, ό.π., σ. 208.
[3] Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 176-179· Μακεδονία, 19.6.1913.
[4] Μακεδονία και Εμπρός 19.6.1913· Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 177. Σε κάθε πηγή το κείμενο του τελεσίγραφου είναι λίγο διαφορετικό διατηρώντας όμως τα ίδια βασικά σημεία (προφανώς έχουμε από μνήμης καταγραφή κι όχι ακριβή παράθεση του αρχικού εγγράφου –εκτός κι αν είναι ζήτημα μετάφρασης).
[5] Π. Ριζάλ (Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, ό.π., σ. 209.
[6] Μακεδονία, 19.6.1913.
[7] Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 178.
[8] Μακεδονία, 19.6.1913.
[9] Εμπρός 19.6.1913.
[10] Μακεδονία, 19.6.1913.