in

Όχι στην παρέμβαση του δικού μας Μανώλη Γλέζου. Της Ελευθερίας Καρνάβου

Όχι στην παρέμβαση του δικού μας Μανώλη Γλέζου. Της Ελευθερίας Καρνάβου

Η  πρόσφατη παρέμβαση Μανώλη Γλέζου  είναι προβληματική όσο και αναντίστοιχη της πολιτικής του σοφίας. Ο καθένας έχει δικαίωμα να λέει ότι νομίζει. Ένα στέλεχος της αριστεράς με το κύρος του Μ Γλέζου οφείλει, ακριβώς, επειδή συνιστά σύμβολο, να διατυπώνει οξυτάτη κριτική με τρεις ρήτρες,  χρονική, θεσμική και περιεχομένου :  δηλαδή  1/ τη στιγμή που χρειάζεται  2/ στο κατάλληλο χώρο 3/ με το περιεχόμενο και τη νηφάλια αποτίμηση που απαιτείται. Το τελευταίο που χρειάζεται, αυτή την ιστορική στιγμή, είναι η   διοχέτευση απαισιοδοξίας και διχασμού στο εσωτερικό της αριστεράς και των υποστηρικτών  της.
Η δήλωση του Μανώλη Γλέζου δεν ικανοποιεί κανένα από τα παραπάνω κριτήρια.

Σε σχέση με το τρίτο κριτήριο  και την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης  η παρέμβαση Μ. Γλέζου φαίνεται να αγνοεί ότι η κυβέρνηση είχε να επιλέξει ανάμεσα  στην συμφωνία της 20/02/15 και την έξοδο από την ευρωζώνη με τη δεύτερη να μην συνιστά επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο ήρωας μας γνώριζε /ζει.

Η κυβερνητική τακτική είχε τεράστια θετικά αποτέλεσμα στο επίπεδο της διεθνοποίησης του ελληνικού προβλήματος, της ανάκτησης αξιοπρεπείας και της ευρωπαϊκής κινητοποίησης με αδιάψευστο μάρτυρα τις απανταχού συγκεντρώσεις στήριξης της χώρας μας και καταγγελίας της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού.  Στο δεύτερο μισό της διαδικασίας διαπραγμάτευσης η κατάσταση έγινε  πραγματικά εμπόλεμη.  Το ελληνικό αίτημα έπεσε σε τοίχο.

Η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να δεχθεί το κείμενο της 200215 το οποίο όμως δεν συνιστά παρά συμφωνία προσωρινής ειρήνης, τεσσάρων  μηνών , στη διάρκεια των όποιων η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το χρόνο να πάρει αποφάσεις για το πώς θα προχωρήσει στην επόμενη φάση. Σε αυτό το διάστημα, και  ακόμη μεγαλύτερο, έχουμε ανάγκη από ενωμένες δυνάμεις και όχι  από εσωτερικό διχασμό με τους μεν να  κινούν το δάχτυλο στους δε. Δεν έχουμε ανάγκη από διαφοροποίηση καλών / κακών με τους πρώτους να «ζητούν συγγνώμη από το λαό» και να είναι αμετακίνητοι και τους δεύτερους να φωτογραφίζονται από τους πρώτους ως  καλλιεργητές ψευδαισθήσεων ή επικυψίες. Ο χαρακτήρας της συμφωνίας όπως σκιαγραφήθηκε  εδώ αγνοείται τελείως στο κείμενο του  Μ. Γλέζου το οποίο και την παρουσιάζει, ως μη όφειλε, ως οριστική υποχώρηση.

Σε επίπεδο υποθέσεων εργασίας μπορούμε να πούμε τα παρακάτω: Αν η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησε συνειδητά ψευδαισθήσεις ακριβώς τόσες καλλιέργησε και  ο Μ. Γλέζος. Αν η πρώτη είχε γνώση του ακριβούς βαθμού δυσκολιών και προέβλεπε το  συγκεκριμένο αποτέλεσμα με ακρίβεια  άλλη τόση γνώση και ικανότητα πρόβλεψης είχε και ο Μ. Γλέζος.

Μοιραζόμαστε και εμείς την αγωνία του Μ. Γλέζου ενώ είμαστε βέβαιοι ότι η αγωνία αυτή διακατέχει πρωτίστως τον πρωθυπουργό. Δεν καταλαβαίνουμε καθόλου, επομένως, γιατί πρέπει να βγει μπροστά διαχωρίζοντας τη θέση του.

Αυτό που χρειάζεται τώρα  είναι λαϊκή συσπείρωση για την επόμενη μάχη και όσο το δυνατό μεγαλύτερη μεθοδικότητα  στην κυβέρνηση και το λαϊκό κίνημα που τη στηρίζει.

Όλα είναι ανοιχτά. Οι αποφάσεις για την  περαιτέρω πορεία πολιτικής θέλουν χρόνο, περίσκεψη, αυτοσυγκράτηση και νηφάλια κριτική. Απαιτούνται  προτάσεις  μελλοντικού βηματισμού και διεξόδου που  είναι πάντα απαιτητικότερες από τις καταγγελίες . Η συγκύρια απαιτεί επίσης όσο το δυνατόν λιγότερες μεμονωμένες δηλώσεις.

Η σχολιαζόμενη εδώ πρωτιά του ιστορικού στελέχους δεν έχει θετικό πρόσημο ούτε συνιστά κομμάτι από τις πάμπολλες δάφνες που τον έχουν καταστήσει το σύμβολο μας.

Είμαστε πάρα πολλοί όσοι δεν θέλουμε υποχωρήσεις από τις  αρχικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι επιλογές είναι μπροστά μας.  Ακόμη και για ένα μεγάλο, πλην συντεταγμένο, όχι.

* H Eλευθερία Καρνάβου είναι ομ. Καθηγήτρια περιφερειακής οικονομικής πολιτικής, AΠΘ, Δρ London School of Economics and Political Science.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ψευδαίσθηση Κάπγκρας.Του Απόστολου Λυκεσά

Η μεχρι στιγμής διαπραγμάτευση: Οι κινήσεις και τα όρια. Του Γιώργου Κυρίτση