Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος (επιλογή-μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου), Αντίποδες 2024
Ο Μαρκ Φίσερ είναι αρκετά γνωστός στο ελληνικό κοινό. Η φράση «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού», ως της καταστατικής ιδεολογικής συνθήκης αυτού που ονομάζει καπιταλιστικό ρεαλισμό, αν και, στην πρώτη της εκδοχή, οφείλεται στον Φρέντρικ Τζέιμσον, σε ό,τι αφορά την ευρεία διάχυσή της, νομίζω, χρωστάει τα περισσότερα στον Φίσερ. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός είναι η εξαφάνιση της ιδέας πως υπάρχει εναλλακτική στο σύστημα, είναι η απόλυτη (;) επικράτηση της δυσώνυμης ΤΙΝΑ.
Αυτή η έκλειψη της χειραφετητικής φαντασίας, ως προϋπόθεσης της χειραφετητικής πρακτικής, είναι που χαρακτηρίζει τη ζωή μας στον ύστερο ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Πρόκειται για μια περίοδο κυριαρχίας του παροντισμού, της αιώνιας επανάληψης του ίδιου. Ο Φίσερ δίνει πολλά στοιχεία και πολλά παραδείγματα. Εδώ, αξιοποιεί ιδιαίτερα τις γνώσεις του πάνω στη μουσική και, από αυτήν την άποψη, όλη του η ανάλυση αποκτάει έναν ρυθμό, που σπάνια βρίσκει κανείς σε θεωρητικά έργα.
Το παρόν είναι παντού. Το μέλλον έκανε πανιά – μαζί με τη φύση, που έλεγε κι ο Τζέιμσον.
Υπήρξε, όμως, πρόσφατα, μια εποχή, η οποία χαρακτηρίζονταν από περίσσεια μέλλοντος. Τότε υπήρχε ακόμη μέλλον. Υπήρχε και η αίσθηση πως μας περίμεναν καλά πράγματα, έστω, κι αν ανήκαν στην κατηγορία του όχι-ακόμα. Επιπλέον, δεδομένης της πρωτοκαθεδρίας της δυνητικότητας απέναντι στην συντελεσμένη πραγματικότητα, ήταν μια εποχή όπου το μέλλον (εκείνου) του παρελθόντος θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό, από αυτό που προέκυψε τελικά.
Ο Φίσερ δίνει πρωτεύουσα σημασία στην έννοια της κοινωνικής τάξης, ιδίως της εργατικής, από την οπτική της οποίας επιδιώκει να μιλάει – πράγμα πολύ σπάνιο σήμερα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως τα σημάδια της κοινωνικής τάξης είναι σχεδιασμένα, για να είναι ανεξίτηλα – στοιχειό και κατάρα μιας ζωής.
Υπήρξε, όμως, ξαναλέω, μια πρόσφατη εποχή, εκεί στα 60’s-70’s, στην οποία μια «απερίσκεπτη» εργατική νεολαία είχε εμπεδωμένη την αίσθηση «ότι η ολοκλήρωση δεν πρόκειται να έρθει με την εργασία» και, μαζί, την τεράστια αυτοπεποίθηση, που της επέτρεπε «να σνομπάρει σταθερά τις αστικές επιταγές και τα αστικά άγχη». Ο Φίσερ παραπέμπει στη μελέτη περίπτωσης Ντάνι Μπέικερ, ενός τυπικού εργατόπαιδου, που ξεκίνησε εγκαταλείποντας το σχολείο στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, μένοντας έτσι χωρίς κανένα τυπικό προσόν. Από πωλητής δισκάδικου έφτασε να είναι ένας από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς δημοσιογράφους και ραδιοτηλεοπτικούς παραγωγούς. Ο ίδιος δεν αντιλαμβάνονταν καθόλου την εξέλιξη αυτή ως μια μικροαστική αφήγηση «κοινωνικής ανόδου», αλλά ως μια ιστορία απερισκεψίας, που στο τέλος ανταμείφθηκε.
Η αυτοπεποίθηση της βρετανικής εργατικής νεολαίας της εποχής εκείνης είχε μια εύλογη εξήγηση. Οι παράγοντες που της έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ήταν: «η σχετική σταθερότητα της δουλειάς του πατέρα στις ακμάζουσες αποβάθρες του λιμανιού που έμοιαζαν σαν να επρόκειτο να παραμείνουν για πάντα στο επίκεντρο της βρετανικής οικονομικής ζωής – ήταν η ένταξη της οικογένειας σε ένα κοινωνικό δίκτυο της εργατικής τάξης που συμπλήρωνε τους μισθούς με «εξτραδάκια» – ήταν η απόκτηση ενός ολοκαίνουργιου σπιτιού με κήπο μέσα από το πρόγραμμα εργατικής κατοικίας» (σελ. 304).
Αλλά και μέσα στο εργοστάσιο. Καταλήψεις, απουσίες, αλλαγές δουλειάς, άγριες απεργίες. Αμφισβήτηση και της κατεστημένης αριστεράς – της τόσο στεγνής.
Η ταξική συνείδηση, ως παραγωγική διαδικασία, φτιάχνονταν περισσότερο μέσα στη νεολαιΐστικη επινοητικότητα, παρά μέσα στο χώρο δουλειάς.
«Οι οπτικές της εργατικής τάξης αναγνωρίζονταν και εκτιμούνταν. Επρόκειτο, όμως, για μια εργατική τάξη που δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή με βάση τα πρωτόκολλα του ρεαλισμού του νεροχύτη ή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ακριβώς όπως ήταν αδύνατον να χωρέσει μέσα στα όρια της καρικατούρας της άρχουσας τάξης γι’ αυτήν. Ήταν μια εργατική τάξη που δεν ήταν πια σεμνή και μετρημένη, [μια εργατική τάξη], που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. Ακόμη και τα παλιά οχυρά της αστικής τάξης δεν ήταν πλέον ασφαλή» (σελ. 305). Η επίκτητη αίσθηση εργατικής κατωτερότητας τρέκλιζε και μαζί ο σκληρός πυρήνας της αστικής ιδεολογίας.
Οι διαχρονικοί μεγάλοι αγώνες, το 1917 και η φοβικότητα, απέναντί του, της άρχουσας τάξης, τα ποικίλα ’68, έδιναν δυνατότητες, οι οποίες, όμως, στο μέσο χρόνο, ήταν συστημικά απαράδεκτες. Η μεγάλη πτώση της κερδοφορίας στην καπιταλιστική μητρόπολη, η επανάκαμψη των κρίσεων, από το 1973 κι έπειτα, ήταν οι πιο υλικές αποτυπώσεις μια ευρύτερης και πολύ επικίνδυνης κρίσης.
Ενάντια σε αυτά -ιδίως τα «ιδεολογικά»- επιτέθηκε ο νεοφιλελευθερισμός. Και τα κατάφερε περισσότερο, ίσως, από ό,τι θα περίμενε κι ο ίδιος. Επαναφέροντας και επαυξάνοντας την αυτοπεποίθηση, αυτή την φορά, των κυρίαρχων. Που έφτασαν να διεκδικούν τα πάντα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ντέιβιντ Κάμερον, πρωθυπουργού, που κατάφερε, χωρίς να το θέλει, να βγάλει τη Βρετανία από την ΕΕ! Όπως σημειώνει, λοιπόν, ο Φίσερ, αυτό το σαΐνι, θεωρούσε λογικό να του αρέσουν τα… τραγούδια διαμαρτυρίας, όπως το Eton Rifles των Jam, κάνοντας έξαλλο τον Paul Weller. Το Eton Rifles γράφτηκε με αφορμή μια σκηνή που έζησε ο ίδιος ο Weller, όταν τα κωλόπαιδα του Eton, σχολείου που εκπαιδεύει από αιώνες την βρετανική ανώτατη ελίτ, από το πεζοδρόμιο, κορόιδευαν μια πορεία φτωχών ανθρακωρύχων που περνούσαν από μπροστά τους! Περισσότερο από βλακεία, εδώ, ο Κάμερον δείχνει πως, δικαιωματικά, του ανήκουν τα πάντα, όλα τα «εμπορεύματα».
Ισχύει, όμως, και κάτι άλλο. «Ο πραγματικός στόχος του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν οι διακηρυγμένοι εχθροί του – ο παρηκμασμένος μονόλιθος του σοβιετικού μπλοκ και τα καταρρέοντα οικοδομήματα της σοσιαλδημοκρατίας και του New Deal που διαλύονταν υπό το βάρος των ίδιων τους των αντιφάσεων. Αντιθέτως, ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός ως ένα εγχείρημα που αποσκοπούσε στην καταστροφή -σε σημείο που να τα καθιστά αδιανόητα- των πειραμάτων δημοκρατικού σοσιαλισμού και ελευθεριακού κομμουνισμού που ανθούσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70» (σελ. 289).
Τα εργατικά και ελευθεριακά 60’s νικήθηκαν. Πολλά από όσα συνέβησαν, έκτοτε, έχουν μια έντονα ειρωνική διάσταση. Οι άνθρωποι ζήτησαν αυτονομία και αυτοπραγμάτωση, εναντίον του εργοστασίου και του κράτους. Κέρδισαν «ταυτότητες», οι οποίες, με δεδομένη την καταναλωτική τους μεταστροφή, είχαν το τρομερό τίμημα να αποσαθρωθεί η πολύ επικίνδυνη ταξική ταυτότητα.
Οι εργάτες κατέληξαν σαν τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης: ξέφυγαν από τη δουλεία του φορντικού εργοστασίου και τώρα περιπλανιούνται σαράντα χρόνια στην έρημο. Από εκεί που η πλήξη ήταν η βασική κατάρα, αλλά υπήρχε και ο «άλλος χρόνος», της ζωής εκτός εργασίας, σήμερα, «η επισφαλής εργασία φέρνει μαζί της νέες μορφές εξαθλίωσης: η διαρκής πίεση, που καθιστά δυνατή η τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέλος στην εργάσιμη μέρα. Ένας πληθυσμός που βρίσκεται πάντα σε λειτουργία ζει σε μια κατάσταση μόνιμης καταθλιπτικής αϋπνίας, χωρίς να μπορεί ποτέ να απενεργοποιηθεί» (σελ. 228).
Τώρα, όλα είναι βαρετά, αλλά κανείς δεν βαριέται. Απαγορεύεται να βαριέσαι. Πρέπει ν’ αγαπάς τη σκατοδουλειά σου στο κωλομάγαζο του αφεντικού και να το δείχνεις, με την προσήκουσα ευγνωμοσύνη. Πρέπει να έχεις «θετική σκέψη» – όταν αποτυγχάνεις, είσαι εσύ και κανείς άλλος που ευθύνεται. Πρέπει διαρκώς να επιδίδεσαι σε… αυτοαξιολόγηση κι έτσι να αυτοβελτιώνεσαι. Και μετά να εμπλουτίζεις… το βιογραφικό σου. Η παπαρο-νεοφιλελεύθερη συνθήκη, σε όλο της το μεγαλείο. Σε όλη της την απεγνωσμένη δυστυχία. Μια ζωή, όπως στις ταινίες του Κεν Λόουτς. Όμως, ο Λόουτς πάντα αφήνει την δυνατή ελπίδα για κάτι αληθινά διαφορετικό – βασίζοντάς τη στην ανθρωπινότητα των μικρών ανθρώπων.
Ο Λόουτς ίσως μας δείχνει το δρόμο. Αυτό που οφείλει να διαφοροποιεί την αριστερά από τη δεξιά είναι η προσήλωση στην ιδέα ότι η απελευθέρωση βρίσκεται στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Πρέπει να πιστέψουμε πως το σύστημα του νεοφιλελευθερισμού […] δεν είναι η μόνη δυνατή νεωτερικότητα -ότι, αντιθέτως, είναι μια κυβερνογοτθική μορφή βαρβαρότητας, η οποία χρησιμοποιεί την πιο καινοτόμα τεχνολογία για να ενισχύσει την εξουσία των αρχαιότερων ελίτ.
Η διαμόρφωση ενός πολύ σκληρού μοντέλου υποκειμενικότητας, του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου, φορέα μιας αρνητικής αλληλεγγύης, σε μόνιμο ανταγωνισμό προς τα κάτω -όπου ο εχθρός βρίσκεται σε χειρότερη από εμάς θέση και εποφθαλμιά τη δική μας, είναι ανατρέψιμη. Αυτό φαίνεται κάθε φορά που οι μικροί άνθρωποι βρίσκονται πραγματικά μαζί. Ακόμη περισσότερο, όταν βρίσκονται μαζί και χαίρονται τη συνεύρεσή τους.
Μια από τις καθοριστικές αποτυχίες της αριστεράς ήταν η αδυναμία της –ή αδιαφορία– να συνδεθεί με τη χαρά. Η αδυναμία της να δημιουργήσει συλλογικές απαντήσεις στην ιδιωτικοποίηση του άγχους, στην πανταχού παρούσα κατάθλιψη. Η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα, με μια σατανική αντιστροφή, θα διεκδικούσε για την ίδια την ελευθερία και την απόλαυση συνδέοντας την αριστερά με έναν γκρίζο πουριτανισμό. Οι σοσιαλφιλελεύθεροι –με τον Μπλερ πρώτο μεταξύ ίσων (sic)–ήρθαν να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες συναισθηματικού μάνατζμεντ προς ευόδωση του στρατηγικού πρότζεκτ.
Η αριστερά δεν είδε το τεράστιο χειραφετητικό δυναμικό της ποπ κουλτούρας, γέννημα σε μεγάλο βαθμό της εργατικής νεολαίας, δεν είδε πως αυτή είχε πολύ περισσότερα να μάθει από ό,τι είχε να «διδάξει». Άλλωστε, πάντα ισχύει αυτό για μια επαναστατική αριστερά. Όπως λέει ο Φίσερ, «[ο]ι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες έχουν δυνητικά πρόσβαση στη γνώση ολόκληρου του κοινωνικού πεδίου, μια γνώση που στερείται η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Τα μέλη των καταπιεσμένων ομάδων όμως δεν κατέχουν αυτόματα και δικαιωματικά αυτή τη γνώση – μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτή μόνο εφόσον αναπτύξουν συλλογική συνείδηση» (σελ. 162).
Ο Σπινόζα θα μπορούσε να μας ανοίξει τα μάτια. Που, ενώ ξέρει καλύτερα από όλους –και το λέει με κάθε ευκαιρία– ότι αυτόνομο υποκείμενο δεν υπάρχει, θεωρεί, ωστόσο, πως η χαρά είναι δυνατή. Η χαρά, που είναι ο «σκοπός» της ζωής, ο τρόπος να ζεις sub specie aeternitatis, υπό την οπτική της αιωνιότητας. Να βάλουμε τα συναισθήματα στην εξίσωση, μας λέει ο Σπινόζα, για να στηρίξουν το λόγο και να στηριχθούν από αυτόν. Να μην υποτάξουμε τα συναισθήματα, αλλά να κινητοποιήσουμε τη χαρά, «ένα έργο που μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν ο λόγος δεν αντιτίθεται στα συναισθήματα, αλλά επιδιώκει να συνδέεται μαζί τους (σελ. 91). Το μέσα δεν είναι παρά μια αναδίπλωση του έξω. Αλλάζοντας το έξω, αλλάζουμε το μέσα – και αντίστροφα.
Δείτε ακόμη και την «ευτελή» disco, για παράδειγμα: η αριστερά, για άλλη μια φορά έχασε την ευκαιρία να ευθυγραμμιστεί επιτυχώς με τη συλλογική ευφορία της κουλτούρας της πίστας.
Η δουλειά του Φίσερ ανήκει στο είδος της χαμηλής –όχι της υψηλής– θεωρίας. Πράγμα που είναι εύσημο. Η χαμηλή θεωρία δεν αντανακλάει την αδυναμία του θεωρητικού να κάνει υψηλή θεωρία. Απλώς (!), αντιλαμβάνεται την παραγωγή της ως παράκαμψη στο δρόμο για κάτι σημαντικότερο από την ίδια – τον πολιτικό αγώνα, ας πούμε. Εδώ ο Φίσερ ακολουθεί, κατά πόδας, τον Στιούαρτ Χολ, τον Ρέιμοντ Γουίλιαμς, τον ίδιο τον Γκράμσι. Άλλωστε, ιστορικά και μέχρι το μεταπόλεμο, οι επαναστάτες διανοούμενοι ήταν πρώτα πολιτικοί αγωνιστές και μετά διανοούμενοι. Αν δεν βοηθούσε τον πολιτικό αγώνα, η θεωρία, με όλη την αναμφισβήτητη αξία της, θα ήταν κολοβή.
Αυτό που διαφοροποιεί τον Φίσερ από τους ακαδημαϊκούς ριζοσπάστες είναι η αίσθηση του πολιτικού και υπαρξιακού κατεπείγοντος. Δεν είναι καιρός για πέιπερς, αν ήταν ποτέ. Ο σπουδαίος Πίτερ Χιγκς, ο φυσικός, που, στις αρχές των 60’s έδειξε την αναγκαιότητα του ομώνυμου στοιχειώδους σωματίου, του «σωματίου του Θεού» όπως έχει καταχωριστεί, έχει πει ότι, αν ίσχυαν οι σημερινές ακαδημαϊκές προδιαγραφές και «αξιολογήσεις», σίγουρα δεν θα του επιτρέπονταν να τρέξει την φαντασία του στην δημιουργική κατεύθυνση που έτρεξε. Ήταν, ευτυχώς, ακόμη 60’s.
O Φίσερ θεωρεί πως η «επιστροφή» στην εποχή που υπήρχε ακόμη μέλλον είναι εφικτή. Η επανασύνδεση με όσα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν – το όχι ακόμα του τότε, μπορεί να επιδιωχθεί. Τα δυνητικά μέλλοντα που δεν πραγματοποιήθηκαν, παραμένουν δυνητικά, άρα πραγματοποιήσιμα.
Ο εργατικός μοντερνισμός, ριζοσπαστικά επινοητικός, αλλά όχι ελιτίστικος, ίσως είναι ακόμη ενεργός – κάπου στην αφάνεια. Άλλωστε, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός –η ΤΙΝΑ με όλα τα κλισέ της–περισσότερο από συστημική συνθήκη αποτελεί συνθηκολόγηση και ιδεολογική προσχώρηση της αριστεράς. Απόλυτη αποτυχία της φαντασίας, πλήρης εγκατάλειψη της φαντασίας, αδυναμία, άρα, αναγνώρισης των πιθανών σημερινών ψηγμάτων του εργατικού μοντερνισμού.
Πρόσφατα, ο Νάνι Μορέτι δημιούργησε ένα φιλμ (Il sol dell’ avvenire – A brighter tomorrow, ο αγγλικός τίτλος). Στην ταινία του, μας οδηγεί, υποδυόμενος τον… σκηνοθέτη, σε καταστάσεις που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του γυρίσματος της ταινίας μέσα στην ταινία. Η ταινία που βρίσκεται μέσα στην ταινία αναφέρεται στη δράση του ΙΚΚ το έτος 1956, μέσα από την παρουσίαση μιας οργάνωσης βάσης του στα εργατικά περίχωρα της Ρώμης. Το ΙΚΚ συγκροτεί, στην κυριολεξία, την κοινότητα της περιοχής, σε πολλές διαστάσεις της. Όχι μόνο στον αγώνα και τη διεκδίκηση, αλλά και στην καθημερινότητα, τον πολιτισμό και τη διασκέδαση. Το φθινόπωρο, λοιπόν, του ’56, προκειμένου να προσφέρει υψηλή ψυχαγωγία στη γειτονιά, καλεί ένα περίφημο τσίρκο της Βουδαπέστης.
Οι Ούγγροι έρχονται, ενθουσιάζουν τους λαϊκούς ανθρώπους, που δεν έχουν άλλες δυνατότητες για αληθινά θεάματα. Είναι, επιπλέον, η όλη κατάσταση μια ευκαιρία να φανούν ανάγλυφα και χειροπιαστά τα «καλά» του υπαρκτού, αλλά και η αλληλεγγύη του απέναντι στους στερημένους Ιταλούς. Μόνο που, ακριβώς στις «μέρες της χαράς», ξεσπάει η αντισταλινική εξέγερση στη Βουδαπέστη. Που αντιμετωπίζεται με τον γνωστό, στον «υπαρκτό», τρόπο: με τα ρωσικά τανκς. Ο τοπικός γραμματέας του κόμματος, με την εντολή του Τολιάτι και της ηγεσίας ευρύτερα, δεν μπορεί να καταγγείλει τους «συντρόφους». Έλα, όμως, που οι φίλοι τους πια Ούγγροι τσιρκολάνοι είναι με την εξέγερση!
Η ιδέα του Μορέτι –αυτό περιέχει το σενάριο– είναι να βάλει τον γραμματέα να αυτοκτονήσει – η κομματική ηγεσία, έτσι κι αλλιώς, ξέρουμε πως δεν άλλαξε στάση: με τη Ρωσία, χωρίς κιχ.
Όμως, ακριβώς στην τελευταία σκηνή, το σενάριο ανατρέπεται πλήρως. Στην ταινία μέσα στην ταινία, ο Τολιάτι αλλάζει στάση και μπαίνει μπροστά σε μια τεράστια διαδήλωση υποστήριξης της αντισταλινικής ουγγρικής εξέγερσης. Πράγμα που αλλάζει τα πάντα: ο κομμουνισμός γίνεται εφικτός. Το αύριο είναι καινούργιο και πολύ καλύτερο.
Όλα στην ιστορία θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όπως και μπορεί να γίνουν.
Πρέπει, όμως, όπως σημειώνει ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, πρώτα από όλα, να κατονομάζουμε το σύστημα. Όπως έγινε στα επαναστατικά 1920’s. Όπως ξανάγινε στα εξεγερσιακά 1960’s-1970’s.
Στα πρώτα, αναζητήθηκε ένας φουτουριστικός, γεμάτος μέλλον, διαστημικός κομμουνισμός – οι πιο προηγμένοι εξωγήινοι, άλλωστε, ήταν βέβαιο πως ζούσαν σε ελεύθερες αταξικές κοινωνίες. Στα δεύτερα, επιχειρήθηκε ο στοχασμός, αλλά και οι σύστοιχες πρακτικές, ενός ψυχεδελικού κομμουνισμού, που επένδυε στη χαρά.
Ο Φίσερ, στο τελευταίο ανολοκλήρωτο κείμενο της συλλογής, θεωρεί ως πιθανή λύση την επαναφορά σε αυτή τη δεύτερη συνθήκη. Ξαναπιάνοντας το νήμα με την τελευταία εποχή, όπου το μέλλον υπήρχε ακόμη. Πράγμα που απαιτεί, εκτός από την απόρριψη της σοσιαλδημοκρατίας, τη ρήξη με το σταλινισμό. Με την αντεπαναστατική και εκσυγχρονιστική, εντέλει, εσχατολογία και τη μιλιταριστική ματσίλα, που καθιστούσε την επανάσταση προνόμιο μιας κάποιας πρωτοπορίας – όλοι σχεδόν οι «ηγέτες» με στρατιωτικές στολές! Ήρωες, πράγματι. Το ακριβώς αντίθετο από τον μικρό, ταπεινό εργάτη.
Ο Φίσερ αυτοκτόνησε το 2017, χάνοντας τη μάχη με την κατάθλιψη, που τον στοίχειωνε από τα πολύ μικρά του χρόνια. Όσο την έδωσε ικανοποιητικά αυτήν την μάχη την έδωσε πεισμένος ότι είχε κοινωνική προέλευση και ότι ήταν αντιμετωπίσιμη μόνο μέσω της συμμετοχής σε συλλογικές πρακτικές.
Το βιβλίο είναι σπουδαίο. Η επιλογή, η επιμέλεια, αλλά και το επίμετρο του Παπαγεωργίου το κάνουν ακόμα καλύτερο.
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Μαρκ Φίσερ “Ακύρωση του μέλλοντος”, η οποία διοργανώθηκε από το alter-βιβλιο και τις εκδόσεις Αντίποδες την Τρίτη 29 Απριλίου 2025 στο καφέ-μπαρ Μανιφέστο, με ομιλητές τον Χρήστο Λάσκο, τον Νικόλα Σεβαστάκη και τον Θωμά Ψήμμα.