in

Ο Τραμπ, ο Σόιμπλε και η δραχμή. Του Χρήστου Λάσκου

Ο Τραμπ, ο Σόιμπλε και η δραχμή. Του Χρήστου Λάσκου

Με την χθεσινή ορκωμοσία του νέου πλανητάρχη ίσως μπαίνουμε, πραγματικά, σε μια νέα εποχή. Η επιμονή του Τραμπ σε απόψεις, που, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας, εκλήφθηκαν από πολλούς ως σκέτη δημαγωγία και «λαϊκισμός», δείχνει πως μάλλον αστόχησαν αυτοί οι πολλοί –έγκυροι και άκυροι, δεξιοί κι «αριστεροί».

Βέβαια, μένει να δούμε τον ακριβή τρόπο υλοποίησης όσων διακηρύσσονται. Όπως και νάχει, όμως, η χθεσινή ομιλία του, άμα τη αναλήψει,  επανέφερε στο προσκήνιο θέματα,  όπως η «αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης», ο «προστατευτικός» οικονομικός εθνικισμός και η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας για τους αμερικανούς, «που τόσο επλήγησαν από τις πολιτικές των πρόσφατων δεκαετιών». Αν αυτό συνδυαστεί με τη δέσμευση για μια σημαντική, άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, δημόσια παρέμβαση στην αμερικανική οικονομία στον τομέα των υποδομών, καθώς και με τις προειδοποιήσεις πως, όχι μόνο η NAFTA ή η TTIP, αλλά ακόμη και το ΝΑΤΟ τίθεται υπό αμφισβήτηση, «αν οι σύμμαχοι δεν συμβάλλουν οικονομικά στο μέτρο που τους αναλογεί», φαίνεται μια τάση προς αναδίπλωση του αμερικανικού καπιταλισμού «στο εσωτερικό του». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο Τραμπ επαναφέρει, εκτός από τις πιέσεις προς τις αμερικανικές πολυεθνικές «να επενδύσουν εντός της χώρας, αντι να δίνουν θέσεις εργασίας σε ξένους όπου γης» και τις ανοιχτές απειλές πως, για τα προϊόντα που παράγονται στην αλλοδαπή θα μπουν δασμοί –λέξη απαγορευμένη και υπο διωγμό, για κάθε φιλελεύθερο, που σέβεται τον εαυτό του, γνωρίζει το «θεώρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος» και θεωρεί πως η «ελεύθερη αγορά» είναι το καλύτερο εργαλείο για την ανθρώπινη ευημερία (χωρίς να είναι σαφές, βέβαια, τι σημαίνει το τελευταίο).

Προκειμένου, μάλιστα, να το κάνει ακριβέστερο, κατονόμασε την BMW, η οποία, κατά τη γνώμη του, εφαρμόζει πολιτικές ντάμπινγκ, από τις εγκαταστάσεις της στο Μεξικό και θα φάει κάτι δασμούς, που «θα δει τον ουρανό σφοντύλι».

Νομίζω πως η επιμονή του σε αυτή η στάση, έστω στα λόγια προς το παρόν, ήταν που έδωσε γραμμή και στη Τερέζα Μέι για τις πολύ επιθετικές δηλώσεις της, της τελευταίας εβδομάδας, όπου περίπου είπε, στους  ευρωενωσιακούς,  πως καθόλου δεν την πτοούν οι διάφορες ρητές ή άρρητες «προειδοποιήσεις» τους, ενόψει του επερχόμενου Brexit. Αντιθέτως, αισθάνεται πολύ ισχυρή να εφαρμόσει πολιτικές προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου, ώστε το τελευταίο να επανέλθει εκεί, «όπου προώρισται από την ιστορία να βρίσκεται», στην κορυφή, δηλαδή, του κόσμου ολόκληρου.

Είναι βέβαιο πως αυτές οι εξελίξεις, αν ολοκληρωθούν, υπάρχει η βάσιμη πιθανότητα πως μπορούν να αποτελέσουν σοβαρότατη τομή σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε πως ο νέος πλανητάρχης, όσο κι αν είναι φιγούρα Μπόζο, δεν παύει να εκφράζει ακραίες ρατσιστικές, σεξιστικές και, εν γένει, «μοντέρνα» αντιδραστικές αντιλήψεις, που αντιστοιχούν σε κάτι πολύ περισσότερο από την προσωπική του ιδιορρυθμία, οι καιροί γίνονται ακόμη περισσότερο «ενδιαφέροντες», κατά το γνωστό κινέζικο γνωμικό. Προσθέστε και την σύνθεση της κυβέρνησής του, που αποτελείται τόσο από απευθείας εκπροσώπους κορυφαίων αμερικανικών πολυεθνικών όσο και από Pro-fascist περσόνες, κάποιες στα όρια της παράκρουσης, κυριολεκτικά, για να ολοκληρωθεί το πράγμα.

Το κύριο ζήτημα, λοιπόν, είναι αν αντιπροσωπεύει κάτι δραστικό αυτή η τροπή στην πολιτική του αμερικανικού καπιταλισμού ή είναι αποτέλεσμα ενός εκλογικού ατυχήματος, του οποίου οι «κίνδυνοι» θα ελεγχθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέσα από το δομικό βάρος των συστημικών απαιτήσεων, τις οποίες κανείς δεν μπορεί τελικά να αμφισβητήσει. Νομίζω, λοιπόν, πως η απάντηση σε αυτό δεν είναι τόσο εύκολη όσο θεωρούν, πολλές φορές, οι «ακροκεντρώοι» υποστηρικτές (ακόμα!) της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και των «καλών της  παγκοσμιοποίησης», οι οποίοι, ως οι κατεξοχήν καθεστωτικοί, ποντάρουν με βεβαιότητα στο δεύτερο. Και ο λόγος που δε είναι τόσο βέβαιο, χωρίς να αποκλείεται, είναι πως η εκλογή Τραμπ δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της επικράτησης –και λόγω του εκλογικού συστήματος- μιας «λαϊκιστικής» ατζέντας, που βασίστηκε στις φοβίες της «βαθιάς» Αμερικής. Νομίζω πως, ακόμη περισσότερο, είναι συνέπεια  ενός πραγματικού αδιεξόδου, που αντιμετωπίζει η αμερικανική –και όχι μόνο- άρχουσα τάξη, μπροστά σε μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που κάθε άλλο παρά υπερβαίνεται. Με όλα όσα δοκιμάστηκαν, από το QE μέχρι τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια και τις ιδέες ακόμη για «χρήμα ελικοπτέρου», από τη λιτότητα της ΕΕ μέχρι την δημοσιονομική επέκταση των γιαπωνέζικων Abenomics, η ήδη χαμένη δεκαετία για την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι η μόνη βεβαιότητα. Από την άλλη, το παγκόσμιο χρέος και η εξάρτηση από τα δυσώνυμα παράγωγα κάθε άλλο παρά απομειώνεται. Με αποτέλεσμα, ένα μεγάλο τμήμα της πιο έγκυρης καθεστωτικής διανόησης, προβλέποντας μεγάλη περίοδο secular stagnation (διαρκούς στασιμότητας) να θεωρεί μόνη διέξοδο το… αδιέξοδο του κλοτσήματος του τενεκεδιού λίγο παρακάτω δια της παραγωγής νέας … φούσκας.

Σε αυτές τις συνθήκες, η επαναφορά στον προστατευτισμό και η «αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης» δεν είναι καθόλου περίεργο να επανεμφανίζονται ως εναλλακτικές στις γραμμές της άρχουσας τάξης. Έχει ξαναγίνει, με αμπαλάζ όχι πολύ διαφορετικά από τα σημερινά.

Αν τα πράγματα πάρουν αυτόν τον δρόμο στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και αν ενισχυθούν, μάλιστα, από αντίστοιχες εξελίξεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι πολύ πιθανό πως η σημερινή κυρίαρχη πολιτική στην ΕΕ και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, η «πολιτική του Σόιμπλε», δηλαδή, που συνεχίζει να ομνύει μανιακά στη λιτότητα, τη νομισματική ορθοδοξία και στις «ανοικτές αγορές», θα βρεθεί προ απροόπτου και, ίσως, σύντομα εξαναγκαστεί να ακολουθήσει παρόμοιες ρότες, με ό,τι αυτό σημαίνει για την συνοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης.

Η γνώμη μου είναι πως η πιθανότερη εξέλιξη –και για τους λόγους που αναλύθηκαν προηγουμένως, αλλά όχι μόνο[1]– είναι η διάλυση, τουλάχιστον της Ευρωζώνης. Η μορφή της, με τη διαμόρφωση διαφορετικών ταχυτήτων ή ποικίλων μπλοκ (πυρήνων και περιφερειών) ή την πλήρη αποδιάρθρωση, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Οι πιθανότητες, όμως, φαίνεται να γίνονται όλο και περισσότερες.

Και τότε η κυβέρνησή μας θα μείνει ίσως από τις τελευταίες που θα συνεχίσει να δίνει τη μάχη (sic) για «ακόμη περισσότερη Ευρώπη». Εγκλωβισμένη σε μια «συμφωνία», που φανερά πια δεν βγαίνει με τίποτε, έχει διαμορφώσει μια απελπιστική για την κοινωνία κατάσταση, «του βασανιστηρίου, που δεν τελειώνει ποτέ».

Το πιο γελοίο είναι πως η «συμφωνία» έγινε με βασικό επιχείρημα την παραμονή … στο ευρώ. Ενώ, ακόμη και στο ενδεχόμενο που δεν καταρρεύσει το κοινό νόμισμα, η συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών είναι σίγουρο πως, από μόνη της, οδηγεί στην έξοδο και στη δραχμή.

Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που θα επικρατήσει απολύτως η ειρωνεία.

Ο τρόπος θα είναι πρωτοφανής. Μια «αριστερή κυβέρνηση», εφαρμόζοντας καθαρά νεοφιλελεύθερη πολιτική, θα έχει οδηγήσει την κοινωνική πλειοψηφία σε μια κατάσταση ιστορικού αδιεξόδου χωρίς προηγούμενο. Γίνεται; Συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας.

 


[1] Βλ. Μάικλ Ρόμπερτς, Θα επιβιώσει το ευρώ;, RedNoteBook, 11 Ιανουαρίου 2017

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ομοφοβικό παραλήρημα του βουλευτή της ΝΔ, Γεράσιμου Γιακουμάτου

Πέντε εκατομμύρια διαδηλωτές κατά του Τραμπ