Douglas Kellner, Ερνστ Μπλοχ-Ουτοπία και κριτική της ιδεολογίας, Έρασμος, σελ. 58
Αυτό που θέλει να διατηρήσει ο Μπλοχ για τον σοσιαλισμό, που συνίσταται στον χλευασμό της παράδοσης, είναι η παράδοση του χλευασμένου
Γιούργκεν Χάμπερμας
Ο Ερνστ Μπλοχ έχει καταχωριστεί στην ιστορία της επαναστατικής σκέψης ως μελετητής και ερμηνευτής της καταστατικής έννοιας της ελπίδας. Αν ο Μπένγιαμιν είναι η ακραία εκδοχή ενός πεσιμιστικού μαρξισμού, που θεωρεί πως η επανάσταση ως πρώτο της καθήκον έχει να βάλει τέλος στην πορεία του καπιταλισμού, ο οποίος τείνει να εκτροχιάσει οριστικά την ανθρωπότητα, ο Μπλοχ είναι αυτός που ψάχνει και στην πιο ανύποπτη γωνιά της ζωής να βρει στοιχεία ενός χειραφετητικού αποθέματος, που κάνει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο αληθοφανή και μαχητή.
Ο Κέλνερ, στο μικρό του βιβλιαράκι, μας δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε την σκέψη του Μπλοχ σε πολλές από τις ουσιώδεις διαστάσεις του. Αν σκεφτούμε, μάλιστα, το γεγονός πως ο Μπλοχ τα βάζει με πολλούς κατά την εκτύλιξη του επιχειρήματος και της ανάλυσής του, είναι εντυπωσιακή η περιεκτικότητα του δοκιμίου του.
Ο Μπλοχ, λοιπόν, στην Αρχή της Ελπίδας, του σημαντικότερου και εξαιρετικά ογκώδους βιβλίου του -1400 πυκνές σελίδες, στην αγγλική του έκδοση- θα επιτεθεί, περισσότερο ή λιγότερο σφοδρά, στον Φρόυντ, του Γιουνγκ, τον Άντλερ, το Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, τον Μπερξόν, τον “αισθηματία ποιητή του φαλλού” Ντ. Χ. Λώρενς, τον “τέλειο φιλόσοφο -Ταρζάν Λούντβιχ Κλάγκες, τον υμνωδό του ανθρώπου του Νεάντερταλ Γκότφριντ Μπεν, τον μικροαστό φενακιστή Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ενώ, σύμφωνα με τον Κέλνερ, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γόνιμα για την παραγωγική υπέρβαση των φροϋδομαρξιστικών θεωριών της Σχολής του Φρανκφούρτης ή κατοπινότερων γάλλων θεωρητικών, όπως οι Ντελέζ -Γκουαταρί και άλλοι.
Κατά την άποψη του Μπλοχ, η κυρίαρχη μαρξιστική -και όχι μόνο- εννοιολόγηση της ιδεολογίας την αντιλαμβάνεται με αποκλειστικά αρνητικό τρόπο. Η κυρίαρχη ιδεολογία συλλαμβάνεται μόνο ως εργαλείο παραπλάνησης, απόκρυψης, νομιμοποίησης και κυριαρχίας και, επομένως, η δουλειά του κριτικού της ιδεολογίας είναι η αποκάλυψή της, η παρουσίαση, σε κοινή θέα, της αληθινής της λειτουργίας. Συνεπώς, η κριτική της ιδεολογίας έχει ως στόχο τον αποφενακισμό των υποκειμένων, στο μέτρο που, να το ξαναπώ με άλλα λόγια, η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι παρά ένα συνεκτικό -ή όχι συνεκτικό, αλλά, πάντως, λειτουργικό- σύνολο ιδεών, που συσκοτίζουν τις κοινωνικές συνθήκες, συγκαλύπτοντας την ανισότητα και την καταπίεση και παράγοντας μια ψευδή συνείδηση, που καταφέρνει να διαιωνίζει την καπιταλιστική κυριαρχία. Συνιστά, λοιπόν, μια στάση ορθολογιστικής απόρριψης κάθε φενακισμού, δεισιδαιμονίας, μύθου, που δεν ανταποκρίνεται στα επιστημονικά της κριτήρια.
Αυτός ο αριστερός αναλυτικός αρνητισμός αποτελεί το κύριο εμπόδιο στην άσκηση πραγματικά αποτελεσματικής κριτικής, στο βαθμό που αδυνατεί, πέρα από την αποκάλυψη, να προσφέρει κάτι θετικό και ελκυστικό.
Κατά τον Κέλνερ, “ο Μπλοχ πιστεύει ότι μια από τις αιτίες που η Αριστερά ηττήθηκε από τη Δεξιά στη Βαϊμάρη ήταν ότι η Αριστερά συνήθιζε να επικεντρώνεται μόνο στην κριτική, στις αρνητικές καταγγελίες του καπιταλισμού και της μπουρζουαζίας, ενώ ο φασισμός πρόσφερε ένα θετικό όραμα και ελκυστικές εναλλακτικές στις μάζες που έψαχναν απεγνωσμένα για κάτι καλύτερο” (σελ. 23).
Η αριστερή κριτική της ιδεολογίας ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με κείμενα και άμεσα πολιτικούς λόγους, με ιδέες, λοιπόν, που αποκαλύπτονται μέσα από την κειμενική ανάλυση.
Όμως, η ανθρωπότητα, εκτός του να παραπλανάται, δεν έχει πάψει ποτέ να ονειρεύεται, να ονειροπολεί, να ποθεί πάντα το ίδιο πράγμα, το “κάτι καλύτερο”. Ακόμη και στις πιο δυσμενείς συνθήκες, οι άνθρωποι κατακλύζονται από μια πελώρια ουτοπική λαχτάρα για ολοκλήρωση, η οποία εκφράζεται στα ονειροπολήματα, τα παραμύθια και τους μύθους, η λαϊκή κουλτούρα, τη λογοτεχνία, το θέατρο και όλες τις μορφές της τέχνης, πολιτικές και κοινωνικές ουτοπίες, φιλοσοφία και θρησκεία. Όλ’ αυτά περιέχουν χειραφετησιακά στοιχεία, προβάλλοντας εικόνες μια καλύτερης ζωής, που εξεγείρονται ενάντια στον ζοφερό καπιταλισμό, ο οποίος “τρελαίνει” τους ανθρώπους μέσω του πυρετώδους ρυθμού και της δομικής αγωνίας, που τους επιβάλλει.
“Το παρελθόν -αυτό που έχει υπάρξει- περιέχει τόσο τα βάσανα, τις τραγωδίες και τις αποτυχίες, [που προηγήθηκαν] -αυτό που πρέπει να αναιρεθεί και να αντισταθμιστεί- όσο και τις απραγματοποίητες ελπίδες και δυνατότητες- οι οποίες μπόρεσαν να υπάρξουν και μπορούν ακόμα να υπάρξουν. Κατά τον Μπλοχ, η ιστορία είναι μια αποθήκη πιθανοτήτων που αποτελούν ζώσες δυνατότητες για μελλοντική δράση, επομένως ό,τι μπόρεσε να υπάρξει, μπορεί ακόμα να υπάρξει” (σελ. 18).
Η ιδεολογία δεν είναι μόνο -ούτε, κυρίως- ιδέες, αλλά πρακτικές της καθημερινότητες. Από αυτήν την άποψη, η κριτική της ιδεολογίας, σε μεγάλο βαθμό, είναι κριτική της καθημερινής ζωής, κριτική της καθημερινότητας. Η κριτική, λοιπόν, πρέπει να γίνεται με πλήρη συνείδηση πως ακόμη και τα πλέον “ιδεολογικά” τεχνουργήματα μπορούν να περιέχουν ουτοπικά στοιχεία, ένα χειραφετητικό υπόλοιπο ή πλεόνασμα, που βοηθάει σε έναν μετασχηματιστικό, επαναστατικό προσανατολισμό. Και το υπόλοιπο αυτό μπορεί να βρίσκεται παντού -και στα πιο ανύποπτα μέρη: στη λαϊκή γραμματεία, στην αρχιτεκτονική, στ εκθέσεις μεγαλοκαταστημάτων, στα σπορ , στα ρούχα που επιλέγουμε να φορέσουμε, στη μόδα, στη διαφήμιση, στον “εμπορικό κινηματογράφο”, στην ποπ κουλτούρα, στον καλλωπισμό. Πρόκειται για όλα εκείνα που κάνουμε ή επιδιώκουμε, έτσι ώστε “να κάνουμε τον εαυτό μας καλύτερο, ομορφότερο”, να τον κάνουμε να αντιστοιχεί, κατά το δυνατόν στις μύχιες επιθυμίες μας. Λόγου χάριν, το πως φροντίζουμε την εμφάνισή μας δείχνουν την ουτοπική δυνατότητα της μεταμόρφωσής μας σε κάτι καλύτερο.
“Βεβαίως, οι υποσχέσεις της διαφήμισης και της καταναλωτικής κουλτούρας είναι πολλές φορές ψευδείς και πολλές φορές δημιουργούν ψευδείς ανάγκες, αλλά η δύναμή τους και η πανταχού παρουσία τους δείχνουν το βάθος των αναγκών που εκμεταλλεύεται ο καπιταλισμός και των επιθυμιών για μια άλλη ζωή που διαποτίζουν τις καπιταλιστικές κοινωνίες” (σελ. 42).
Έτσι, όπως το θέτει ο Φρέντρικ Τζέημσον, “η ριζοσπαστική πολιτισμική κριτική θα έπρεπε να αναλύει τόσο [και πρώτα] τις κοινωνικές ελπίδες και φαντασιώσεις […] όσο και τους ιδεολογικούς τρόπους με τους οποίους παρουσιάζονται οι φαντασιώσεις, λύνονται οι συγκρούσεις και ενδεχομένως χειραγωγούνται αποδιοργανωτικές ελπίδες και ανησυχίες” (σε. 28).
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στην παρουσίαση από τον Κέλνερ της αντικειμενικής αντιπαράθεσης του Μπλοχ απέναντι στην θεωρία της ιδεολογίας, όπως διατυπώθηκε από τον Αλτουσέρ. Η γνώμη μου είναι πως Μπλοχ και Αλτουσέρ μοιράζονται περισσότερα από όσα, από πρώτη ματιά, φαίνεται. Έτσι, για τον Αλτουσέρ, η ιδεολογία δεν είναι ιδέες, που συγκροτούν μέσα στον καθένα μας ψευδή συνείδηση. Αντίθετα, η ιδεολογία έχει κατεξοχήν πρακτικό χαρακτήρα, χαρακτηρίζεται, δηλαδή, από πρακτικές και τελετουργίες, οι οποίες μας εντάσσουν στο κοινωνικό σύνολο, όχι ως μέλη μιας κοινότητας, αλλά ως ατομικά “υποκείμενα”. Η ιδεολογία είναι η φανταστική σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής μας. Αυτή η οπτική, υποστηρίζω πως, είναι εξαιρετικά συμβατή με τις μπλοχιανές θέσεις.
Είναι εύλογο πως η συγκεκριμένη τοποθέτηση σχετικά με το ουτοπικό πλεόνασμα της κυρίαρχης κουλτούρας, υψηλής και μαζικής, κατευθύνει προς τη δυνατότητα και την ανάγκη αξιοποίησής του από τη σοσιαλιστική πολιτική.
“Η κουλτούρα κατά τον Μπλοχ περιέχει ίχνη από ό,τι ονομάζει κόκκινα βέλη που μεταναστεύουν μέσα σε όλη την ιστορία αναζητώντας πραγματοποίηση στον σοσιαλισμό. Ο Μπλοχ βρίσκει ένα κόκκινο μονοπάτι να στριφογυρίζει μέσα στην ιστορία, επαναστατώντας ενάντια στην αλλοτρίωση, την εκμετάλλευση και την καταπίεση, αγωνιζόμενο για έναν καλύτερο κόσμο. Οι κοινωνικές και πολιτικές ουτοπίες [μαζί και το χειραφετητικό πλεόνασμα κοινών καθημερινών πρακτικών] παρουσιάζουν ατελείς επιθυμίες για ό,τι αναπτύχθηκε πληρέστερα στον μαρξισμό και τον σοσιαλισμό. Έτσι ο Μπλοχ αναπτύσσει μια ξεκάθαρα πολιτική ερμηνευτική που ερμηνεύει […] πολιτισμικά δημιουργήματα και κατάλοιπα τοτ παρελθόντος ως δείκτες προς τον σοσιαλισμό” (σελ. 49).