Διαβάζοντας το άρθρο του Γιώργου Παγουλάτου στην Καθημερινή («Οι 58, το ΠΑΣΟΚ και η Ελιά», 27-28.10.13), καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά τα αδιέξοδα του λεγόμενου Κέντρου. Δεν είναι μόνο η στεγνή γλώσσα, η έλλειψη στοιχειώδους αυτοκριτικής, η απουσία οποιουδήποτε οραματικού στοιχείου, η άρνηση μερικής, έστω, επιστροφής στις ρίζες του παλαιού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Ούτε ξαφνιάζει πια ο εγκλωβισμός σε μια κεντρική πολιτική σκακιέρα, σε μια κεντρική πολιτική αφήγηση, χωρίς κοινωνικές αναφορές. Είναι ότι υπάρχουν πράγματα που γνωρίζει ο πρωθυπουργός και που αγνοούν όλοι αυτοί που πασχίζουν να δημιουργήσουν ένα πιο αξιόπιστο και μετριοπαθές συμπλήρωμα στη Δεξιά. Γιατί είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι «58» επιδιώκουν κάτι περισσότερο από αυτό.
Αρχίζω με τα κοινά σημεία. Τόσο ο Σαμαράς όσο και οι «58» έχουν μια ισχυρή αίσθηση περί ρεαλπολιτίκ. Δέχονται, λίγο-πολύ, τον υφιστάμενο συσχετισμό δύναμης εντός Ε.Ε. Η συνέχεια μιας πολιτικής κατεύθυνσης αποτελεί σχεδόν αυταξία. Έτσι ο Παγουλάτος επιβραβεύει τους Συντηρητικούς της Βρετανίας γιατί δέχθηκαν το εθνικό σύστημα υγείας που εγκατέστησαν οι Εργατικοί μετά τον πόλεμο και την ίδια στιγμή θεωρεί στα “συν” της κ. Μέρκελ ότι αποδέχθηκε τις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ. Τώρα, το ότι το ΕΣΥ της Βρετανίας και η Ατζέντα 2010 του Σρέντερ αποτελούν μεταρρυθμίσεις με κάπως διαφορετικό αξιακό και κοινωνικό περιεχόμενο αποτελεί μάλλον πρόβλημα δεύτερης, για να μην πω τρίτης, τάξης για τους επίδοξους κεντριστές. Το κυρίαρχο είναι η συνέχεια στην πολιτική που εξασφαλίζει τη σταθερότητα, άρα επενδύσεις, επομένως και ευημερία υποτίθεται κάποτε στο μέλλον.
Στους «58» υπάρχουν άτομα που υπηρέτησαν μνημονιακές κυβερνήσεις (Παγουλάτος, Γιαννίτσης κ.λπ.), άτομα που κοντραρίστηκαν με το κόμμα τους γιατί δεν ήταν αρκετά μνημονιακό (Ματσαγγάνης) και άτομα που από το πρώτο Μνημόνιο επιχειρηματολογούν ότι το Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο αποτελεί μια στείρα αντιπαράθεση (Βούλγαρης). Όλοι μαζί μάς λένε ότι αυτό είναι το μέλλον μας και ας πάμε παρακάτω. Με αυτόν τον τρόπο η προσέγγιση των «58» δεν αποδέχεται μόνο τη ρεαλπολιτίκ των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ε.Ε. και την Ελλάδα, αλλά και όλο το ιδεολογικό υποστηρικτικό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε σχέση με την αγορά, την επιχειρηματικότητα, τις σφικτές μακροοικονομικές πολιτικές και την ανάγκη να μειωθούν οι μισθοί και να συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος. Το να αναζητεί κανείς το εναλλακτικό απλώς τον κατατάσσει στους λαϊκιστές (είτε νεοκομμουνιστικής είτε λατινοαμερικανικής κοπής).
Μόνο που ο κ. Σαμαράς ξέρει ότι, στην εποχή του Μνημονίου, της ανεργίας, της φτώχειας, των ανισοτήτων και της έλλειψης ελπίδας κοινωνικής ανάδειξης, το δίδυμο ρεαλπολιτίκ – αγορά αδυνατεί να προσφέρει ισχυρό νομιμοποιητικό πλαίσιο για το σύστημα. Ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός δεν αποτελούν έλλειψη αστικής παιδείας, ένα έλλειμμα πολιτισμού του Σαμαρά -που αντιθέτως έχουν σε αφθονία οι «58»- αλλά συστατικά στοιχεία για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού μπλοκ που θα θελήσει και θα μπορέσει να υποστηρίξει τις “αναγκαίες” μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα και οι «58» κάπου στο βάθος το αντιλαμβάνονται αυτό. Εξάλλου η σιωπή τους τα τελευταία χρόνια για τη βία του κράτους, για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, για την επίθεση σχεδόν σε όλη την γκάμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ήταν, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, κάτι παραπάνω από εκκωφαντική. Ο φιλελεύθερος στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, σε λίγο θα πρέπει να ανακηρυχθεί σε προστατευόμενο είδος.
Ο Σαμαράς γνωρίζει ότι ο φιλελευθερισμός έχει περιορισμένη χρησιμότητα για τις ανάγκες της τάξης του, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Ξέρει επίσης ότι αυτός που επιθυμεί τον στόχο επιθυμεί και τα μέσα. Και γι’ αυτό ο Σαμαράς, ο Λαζαρίδης, ο Κεδίκογλου και ο Κρανιδιώτης ελάχιστα ασχολήθηκαν με τους «58». Δεν έχουν λόγο.