Η εικόνα της μάνας που δίνει τον καθημερινό αγώνα σφουγγαρίζοντας σκάλες για να μεγαλώσει και να μορφώσει το παιδί της είναι η εικόνα που μας άφησε ο ελληνικός, ασπρόμαυρος, κινηματογράφος από τα τέλη της Κατοχής και του Εμφυλίου, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Πολλές φορές με μελοδραματικό τρόπο, αλλά πάντα αποτυπώνοντας τον σεβασμό που έδειχνε ακόμα και μια απόλυτα ταξική κοινωνία, με μαύρη φτώχεια, αναλφαβητισμό, ανεργία, πολιτικές διώξεις, μετανάστευση, σε μια γυναίκα εργαζόμενη που κάνει το ύστατο και έσχατο για την ίδια και την οικογένειά της, όταν δεν υπάρχει ο άνδρας ή είναι ανήμπορος: να καθαρίσει τις βρομιές ξένων ανθρώπων, πλουσίων ανθρώπων, που τις περισσότερες φορές δεν διέθεταν το ψυχικό μεγαλείο και το ηθικό της ανάστημα.
Και δεν είναι ο αριστερός, επαναστατικός κινηματογράφος που επένδυσε σε μια τέτοιου είδους αφήγηση με τη συνταγή της «φτωχιάς, πλην τίμιας» που προτιμά να καθαρίζει σκάλες από το να κάνει οποιονδήποτε συμβιβασμό. Δεν ήταν αυτός που συνήθιζε να βάζει καλό τέλος στην ταινία, νετάροντας στο μαύρο τσεμπέρι της πλύστρας, για να τονίσει τα άσπρα μαλλιά και την κούραση, αλλά και την ευτυχία που το παλικάρι της-αυτό που το μεγάλωσε με τόσο κόπο και στερήσεις- κατάφερε να πάρει το πτυχίο του στη Νομική, να γίνει δικαστής για να προστατεύσει τους φτωχούς, τους ταπεινούς και καταφρονεμένους.
Οι κυβερνήσεις λαϊκής δεξιάς της εποχής αισθάνονταν άνετα και με την εικόνα και με το ηθικό δίδαγμα των ταινιών του Φίνου: τι και αν η κοινωνία είναι άτιμη, η ζωή σου αλλάζει αν παλέψεις σε ατομικό επίπεδο. Η πολιτική και οι συλλογικοί αγώνες είναι για τους κομουνιστές, και αυτά δεν είναι μόνον απαγορευμένα για την κοινωνία, αλλά και κομμένα από το Σινεμά.
Η σημερινή κυβέρνηση, λαϊκής δεξιάς όπως και τότε, δημιουργεί και πάλι σκηνικό ’60 για την ελληνική κοινωνία: φτώχεια, εξαθλίωση, σπίτια χωρίς ρεύμα, παιδιά χωρίς τροφή, μάνες χωρίς τα παιδιά τους που φεύγουν στην ξενιτιά, αυταρχισμός, ξύλο, έλλειψη δημοκρατίας.
Άλλαξε όμως το ρόλο της αστυνομίας στο έργο, που 50 χρόνια πριν δεν θα μπορούσε να διανοηθεί και ο πιο προικισμένους σεναριογράφος, ενώ το έργο το προβάλλει μέσω της tv: ο χωροφύλακας αφήνει το γραφείο με τη φωτογραφία του βασιλιά από πίσω του, ζώνεται το γκλοπ και τα χημικά του, φορά τη σιδερογροθιά του για να αρπάξει τον κεντρικό ρόλο από την καθαρίστρια.
Στο σενάριο που γράφουν για την κοινωνία οι Σαμαράδες δεν έχουν θέση οι καθαρίστριες. Ποιος είπε ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι το να γίνεις καθαρίστρια. Υπάρχουν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι ανασφάλιστοι, οι αυτοκτονημένοι… Αυτοί θα μπορούσαν να είναι οι νέοι πρωταγωνιστές, αλλά τελικά ο Σαμαράς επέλεξε τα ΜΑΤ στη θέση τους…
Ξέχασα τον δικαστή. Αυτός είναι καταδικασμένος στο ρόλο του κομπάρσου. Και ας πεθάνει από τις ενοχές η καθαρίστρια, που στερήθηκε για να τον σπουδάσει για να στρέψει το τσεκούρι εναντίον της!
Αναδημοσίευση από το tvxs.gr