Τάσος Σκλάβος, Ο ύστερος Πουλαντζάς και ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό, Κουκκίδα 2024, σελ. 268
Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει
Νίκος Πουλαντζάς
Η διάσημη φράση του Πουλαντζά, που προηγείται, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του αυθεντικού κλισέ. Παρ’ όλα αυτά περιέχει, όπως όλα τα κλισέ, άλλωστε, «πολλή αλήθεια».
Ο σοσιαλισμός, η πρώιμη μορφή της κομμουνιστικής κοινωνίας, κατά τη προσφυέστερη εκδοχή του Μαρξ, είναι η δημοκρατία καθαυτή, στο μέτρο που διαμορφώνει τις υλικές, βιοτικές, αλλά και πολιτισμικές, συνθήκες για πραγματική συμμετοχή της καθεμιάς στην διαχείριση των κοινών.
Ο σοσιαλισμός, επομένως, περισσότερο από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τον συνειδητό σχεδιασμό της οικονομικής ζωής, σημαίνει συμβούλια και, ίσως, κοινοβούλιο. Χωρίς συμβούλια, πάντως, εργατικά, τοπικά, θεματικά, δεν υπάρχει σοσιαλισμός.
Ο Πουλαντζάς, ως κομμουνιστής, προσπαθώντας να συμβάλλει στην εκπόνηση μιας στρατηγικής προς τον σοσιαλισμό, επιχείρησε να αναλύσει το τι πήγε στραβά στα κομμουνιστικά εγχειρήματα. Το ενδιαφέρον, εύλογα, αξονίστηκε γύρω από τη Ρωσική Επανάσταση, το σημαντικότερο γεγονός, σύμφωνα με μια, ίσως όχι υπερβολική, διατύπωση, της μετανεολιθικής εποχής.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ίδιο, το καθοριστικό σφάλμα των μπολσεβίκων ήταν «αριστερίστικο». Η κατάργηση του κοινοβουλίου και η διατήρηση μόνο των αμεσοδημοκρατικών συμβουλίων (σοβιέτ) υπήρξε καταλυτική σε ό,τι αφορά την επικράτηση του σταλινισμού.
Επικαλείται, μάλιστα, την σχετική κριτική της Λούξεμπουργκ για την ενίσχυση της θέσης του: «Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή γίνεται μια ζωή επιφανειακή όπου η γραφειοκρατία απομένει ως το μόνο ζωντανό στοιχείο».
Νομίζω, για να μπω απευθείας στο θέμα, ότι η Λούξεμπουργκ αδικεί, σε ό,τι αφορά το σχέδιο, τουλάχιστον, τους μπολσεβίκους. Ο Λένιν θα συμφωνούσε απόλυτα, επί της αρχής, με τις διαπιστώσεις της. Αντιλαμβάνονταν τον σοσιαλισμό ως την κατεξοχήν δημοκρατική θέσμιση. Σε συνθήκες του πιο ακραίου εμφυλίου πολέμου, ωστόσο, η υλοποίηση του σχεδίου περιλάμβανε ένα σύνολο από περιορισμούς. Αλλιώς ειπωμένο, σε συνθήκες παρατεινόμενης δυαδικής εξουσίας, όπου η αστική τάξη και η αντίδραση έχουν το κοινοβούλιο ως τόπο συγκέντρωσης της δύναμής τους, η ασυμβατότητα -συγκυριακή, κατά πάσα πιθανότητα- αμεσοδημοκρατικών και αντιπροσωπευτικών θεσμών δεν είναι υπερβατή.
Κάτι που δε λέγεται, μάλιστα, και ακυρώνει την επίκληση, από μέρους του Πουλαντζά, της Λούξεμπουργκ, είναι πως η ίδια, λίγους μήνες μετά από την «κριτική» της, στη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης, θα επιχειρηματολογήσει εναντίον της συντακτικής συνέλευσης και υπέρ των συμβουλίων εργατών και στρατιωτών, σε αντίστιξη μεταξύ τους, στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Ο Πουλαντζάς, όμως, διατυπώνοντας τις συγκεκριμένες απόψεις, δεν έχει τόσο θεωρητικό όσο στρατηγικό -πολιτικό στόχο. Με μια σαφή μετατόπιση της μέχρι τότε προβληματικής του, θα υποστηρίξει ότι, τουλάχιστον, σήμερα, οποιαδήποτε κομμουνιστική στρατηγική δυαδικής εξουσίας και μετωπικής αντιπαράθεσης με το καπιταλιστικό κράτος είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Και αν, όμως, υποθέταμε ότι επιτύγχανε δεν θα οδηγούσε στο σοσιαλισμό, αλλά σε μια μονοκομματική δικτατορία σταλινικού τύπου.
Η μόνη βάσιμη στρατηγική πρόταση, λοιπόν, είναι αυτή που συνδυάζει τους αγώνες μέσα στο κράτος με τη διάχυση αυτοδιαχειριστικών και αμεσοδημοκρατικών εστιών στο σύνολο του κοινωνικού. Είναι, επομένως, μια στρατηγική αξιοποίησης του αστικού κράτους, ως συμπυκνωτή των ταξικών αγώνων, προκειμένου να μετατοπιστεί συνολικά ο συσχετισμός των δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης. Το κράτος είναι σχέση, ούτε εργαλείο ούτε υποκείμενο. Όπως σχέση είναι και το κεφάλαιο, σύμφωνα με το επιχείρημά του.
Το επιχείρημα, βέβαια, είναι εντυπωσιακά άκυρο, στο μέτρο που η μισθωτή εργασία είναι, στο πλαίσιο της κεφαλαιακής σχέσης, απολύτως υποχείρια του κεφαλαίου. Αν ίσχυε η αναλογία, το συμπέρασμα θα ήταν πως η εργατική τάξη, «εντός» του κράτους, υφίσταται πάντα ως υποτελής. Η παρουσία της δεν είναι, απλώς, υπολειμματική, είναι καθολικά υποτελής.
Ο αριστερός ευρωκομμουνισμός υπήρξε, στη συνθήκη της δεκαετίας του ’70 κι αργότερα, ένα ενδιαφέρον ρεύμα, που έπαιξε θετικό ρόλο στις εξελίξεις εντός της Αριστεράς. Δεδομένης της αμηχανίας, αν όχι πλήρους αδυναμίας, της διεθνούς Αριστεράς να διατυπώσει συνεκτικές προτάσεις αναφορικά με την Επανάσταση, το συγκεκριμένο ρεύμα, συχνά, λειτούργησε -ιδίως μετά την κατάρρευση του σταλινικού συστήματος- ως εμβρυουλκός της διατύπωσης αριστερών απόψεων σε μια εποχή όπου τα μαζικά αριστερά κόμματα -και όχι μόνο τα σοσιαλδημοκρατικά- στρέφονταν προς τα δεξιά, μεταμορφωνόμενα σε «εκσυγχρονιστικά υβρίδια», που απέρριπταν, μετά βδελυγμίας, πολλές φορές, οποιαδήποτε αναφορά στον αντικαπιταλιστικό αγώνα και στον κομμουνισμό.
Χαρακτηριστική, από αυτήν την άποψη, είναι η περίφημη «αριστερή στροφή» του Συνασπισμού, μετά το 2004, η οποία ήταν, όπως δείχνουν τα σχετικά συνεδριακά ντοκουμέντα, κατεξοχήν βασισμένη σε μια αριστερή ευρωκομμουνιστική αντίληψη και τις απολύτως συμβατές, με έναν τέτοιον προσανατολισμό, αμφισβητησιακές απόψεις, που κυριάρχησαν μετά τα 60s -και, ιδίως μετά το ’68- στην παγκόσμια ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτή η τροπή των πραγμάτων, μαζί με την μεγάλη άνοδο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2015 ή το λιγότερο το 2013.
Ωστόσο, ο αριστερός ευρωκομμουνισμός, «με όλα τα καλά του», δεν έπαυε να είναι αμήχανος ή και προβληματικός μπροστά στα μείζονα ζητήματα της εποχής μας. Η γενικότητα των διατυπώσεων, η αδυναμία διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, δεν επέτρεπε, από ένα σημείο κι έπειτα, όταν «τα πράγματα σοβάρευαν πολύ», την άσκηση μιας συνεκτικής πολιτικής, με αρχή μέση και τέλος.
Η παταγώδης αποτυχία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται, μεταξύ πολλών και ιδιαίτερα ποταπών άλλων, και σε αυτήν την προφανή αναπηρία.
Για να επιστρέψω στον Πουλαντζά, η επιμονή του στην ενασχόληση με την επεξεργασία επιχειρημάτων υπέρ της πολιτικής παρέμβασης του αντικαπιταλιστικού κινήματος «εντός» του κράτους, η απόρριψη κάθε έννοιας «εξωτερικότητας» ως α-νόητης πήρε χαρακτηριστικά εμμονής, μπορούμε να πούμε.
Νομίζω, μετά από δεκαετίες προβληματισμού, για τα συγκεκριμένα ζητήματα, ότι ο Πουλαντζάς κάθε άλλο παρά διατύπωσε κάποια, στοιχειωδώς έστω, συνεκτική επιχειρηματολογία. Ακόμη κι όταν πρότεινε μια ορθή ανάγνωση της κατάστασης, όπως οι διαυγείς προτάσεις του σχετικά με τον αυταρχικό κρατισμό, ο στρατηγικός του προσανατολισμός οδηγούσε σε παραδοξότητες, όπως, για παράδειγμα, η θέση ότι η ισχυροποίηση του καπιταλιστικού κράτους ήταν σημάδι αδυναμίας (!),
Ο Τάσος Σκλάβος μας προσφέρει μια εργασία χρησιμότατη για τη διερεύνηση πολλών, ξεχασμένων εν πολλοίς, ζητημάτων, που έχουν, όμως, τεράστια σημασία για την επανεκκίνηση μιας ουσιαστικής συζήτησης αναφορικά με την αντικαπιταλιστική, την κομμουνιστική, στρατηγική. Το βιβλίο είναι πολύ καλογραμμένο, πλούσιο σε περιεχόμενο και καλύπτει ένα επιστημονικό και πολιτικό κενό.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, αναλύοντας τις κριτικές θέσεις του Λουίτζι Φεραγιόλι, στον μεταπόλεμο, όλο και περισσότερο, «η πολιτική κουλτούρα της Αριστεράς είναι […] μια συντηρητική κουλτούρα εξουσίας ή διακυβέρνησης και λιγότερο μια προοδευτική κουλτούρα αλλαγής ή αντιπολίτευσης» (σελ. 209).
Φέρνοντας στο νου την διατύπωση του PCI πως το κομμουνιστικό κόμμα θα πρέπει να είναι κόμμα αγώνα και διακυβέρνησης, μπορούμε να πούμε πως η ιστορία έδειξε ότι όσο εξελίσσονταν σε κόμμα διακυβέρνησης τόσο έπαυε να είναι κόμμα αγώνα. Επιπλέον, η τραγική δική μας ελλαδική εμπειρία είναι πραγματικά εκκωφαντική.
Ο Πουλαντζάς ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με τον Αλτουσέρ, που υποστήριζε ότι η «εξωτερικότητα» του κόμματος απέναντι στο κράτος -ακόμα και το εργατικό κράτος, αν όχι περισσότερο σε αυτό- είναι η θεμελιώδης διασφάλιση ότι η εργατική τάξη θα μπορεί να κατέχει, αυτή και κανένας άλλος, την εξουσία.
Νομίζω, μ’ όλο που είναι αδύνατο σε αυτό το μικρό κείμενο, να επιχειρηματολογήσω επαρκώς, ότι το δίκιο φάνηκε πως είναι με τον Αλτουσέρ. Όπως και με τον Φεραγιόλι, ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Σκλάβος, δείχνει, «ότι η Αριστερά είχε πολύ μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη την περίοδο που η ταξική σύγκρουση ήταν σε θέση να κατακτήσει και να υπερασπίσει εξουσία στα εργοστάσια και δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο. Τότε που η δύναμη του εργατικού κινήματος βασιζόταν στην ικανότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι στα ποσοστά συμμετοχής στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Τότε που η κουλτούρα του ήταν μια αντιθεσμική και αντικαπιταλιστική κουλτούρα και δεν είχε μολυνθεί από κρατικιστικές θριαμβολογίες, ούτε από στείρους πολιτικίστικους τακτικισμούς, εγκλωβισμένη στα στενά όρια του κοινοβουλευτισμού» (σελ. 210).
Νομίζω ότι η ιστορική εμπειρία δικαιώνει αυτές τις σκέψεις. Ο Πουλαντζάς, πολλές φορές, επισήμανε τους κινδύνους του κρατισμού, του ρεφορμισμού ή του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Σήμερα, είμαι σίγουρος πως η προβληματική του για τον «δημοκρατικό δρόμο» -λες και υπάρχει αντιδημοκρατικός ή λες και ο μοναδικός δημοκρατικός είναι αυτός των αστικών θεσμών- δεν αποτελεί στοιχειωδώς επαρκές εμπόδιο για τους παραπάνω θανάσιμους κινδύνους.
Η κριτική, ωστόσο, δεν αποτελεί απάντηση στα ζητήματα. Και για την Αριστερά υπάρχει πολύ δρόμος προκειμένου να αποκτήσει μια σοβαρή κομμουνιστική στρατηγική.
Το βιβλίο του Σκλάβου, πάντως, βοηθάει πολύ.