in

Ο πόλεμος συνεχίζεται; Της Τασίας Χριστοδουλοπούλου

Ο πόλεμος συνεχίζεται; Της Τασίας Χριστοδουλοπούλου

Άλλες κοινωνίες, πολύ πριν την ελληνική, προτίμησαν να αντιμετωπίσουν κατάματα το φαινόμενο της ένοπλης βίας και να το θέσουν σε δημόσιο πολιτικό διάλογο, βάζοντας ακόμα και ζήτημα πολιτικής αμνήστευσης και κατάργησης της έκτακτης νομοθεσίας. Όπως επιτάσσει, δηλαδή, το τέλος ενός πολέμου.

Το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας ποτέ δεν συζήτησε το φαινόμενο της τρομοκρατίας ή της ενόπλης βίας στις διάφορες διαστάσεις του και με τη σοβαρότητα που του αντιστοιχεί. Τα πολιτικά κόμματα, η Βουλή, δηλαδή οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, πάντα αναλώνονταν, είτε σε αφορισμούς και ανούσιες και αυτονόητες καταδίκες της βίας, είτε στην εργαλειακή χρήση της τρομοκρατικής δράσης ενάντια στους πολιτικούς τους αντιπάλους, είτε στην εκμετάλλευσή της ως πρόσχημα για τη σκλήρυνση των μηχανισμών καταστολής.

Μια κοινωνία που από το 1974 μέχρι σήμερα, δηλαδή επί 40 χρόνια, παράγει οργανώσεις, μικρές ή μεγάλες, ανθεκτικές ή εφήμερες, που επιλέγουν την κριτική των όπλων και όχι το όπλο της κριτικής, δεν μπορεί να μην συζητά το φαινόμενο, και πολύ περισσότερο να το αντιμετωπίζει με την πρωτοφανή επιπολαιότητα και επικινδυνότητα που το κάνουν η ΝΔ και διάφοροι κύκλοι και μηχανισμοί, που το διαχειρίζονται πάντα στο όνομα εκλογικών σκοπιμοτήτων.

Άλλες κοινωνίες, πολύ πριν την ελληνική, προτίμησαν να το αντιμετωπίσουν κατάματα και να το θέσουν σε δημόσιο πολιτικό διάλογο, βάζοντας ακόμα και ζήτημα πολιτικής αμνήστευσης και κατάργησης της έκτακτης νομοθεσίας,  όπως επιτάσσει το τέλος ενός πολέμου.

Σε ένα τέτοιο δημόσιο  πολιτικό διάλογο, τα βιβλία που εκδόθηκαν για τα μολυβένια χρόνια  στην Ιταλία από τη μεριά διανοουμένων ήταν πολυάριθμα. Αυτά όμως που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν τα βιβλία που έγραψαν οι ίδιοι οι ένοπλοι πρωταγωνιστές  μέσα από τις φυλακές ή έξω από αυτές και αναφέρονταν στα προσωπικά τους βιώματα και στην προσωπική εμπλοκή και απολογισμό της δράσης τους. Μάλιστα με βάση αυτές τις αφηγήσεις τους στα βιβλία, κατατάχτηκαν σε μετανιωμένους και αμετανόητους, αφού αναμετρήθηκαν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο με το αποτέλεσμα της δράσης του, τα αισθήματα που ένιωσαν για την αφαίρεση μιας ζωής, τον τρόπο που έκαναν τις επιλογές τους κλπ.

Η έκδοση αυτών των βιβλίων στην Ιταλία δεν έγινε αφορμή επίθεσης στους εκδοτικούς οίκους ή τους επιμελητές εκδόσεων ή σε αυτούς που προλόγιζαν τα βιβλία, ούτε από συγγενείς θυμάτων, ούτε βέβαια από κόμματα. Γιατί εκτός από την καταδίκη της βίας υπάρχουν και κάποια άλλα αυτονόητα στον πολιτισμό των κομμάτων και των ανθρώπων, όσο συντηρητικοί και αν είναι: η ελευθερία να διαδίδει κάποιος τους στοχασμούς του, να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα και ελεύθερα βιβλία χωρίς λογοκρισία, να ενημερώνονται και να πληροφορούνται οι πολίτες για κρίσιμα ζητήματα που απασχόλησαν την επικαιρότητα και τη χώρα τους, να μην ενοχοποιούνται άνθρωποι για τις ιδέες τους.

Αυτή η συζήτηση είχε γίνει στην Ελλάδα χρόνια πριν, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, με αφορμή την απαγόρευση δημοσίευσης των προκηρύξεων της 17ης Νοέμβρη στον Tύπο. Kαι τα επιχειρήματα είχαν διατυπωθεί τότε με τέτοια πληρότητα, ώστε κάθε επαναφορά σήμερα παρόμοιων επιχειρημάτων, με αφορμή το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα και τον πρόλογο του Νίκου Γιαννόπουλου, να εκπέμπει τόση μισαλλοδοξία, που να υπερβαίνει κάθε θεμιτό όριο εκλογικής αντιπαράθεσης.

Αναδημοσίευση από το Red Notebook.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι καθαρίστριες είναι παλικάρια

Η «ηθική του χρέους» και το «ηθικό χρέος». Του Πέτρου Κατσάκου