Λίγες μέρες πριν το δήθεν θερμό επεισόδιο μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους για τα μάτια δύο ποδοσφαιρικών ομάδων, πέρασε αρκετά στα ψιλά των εφημερίδων και των μέσων, μια προαναγγελθείσα μετατόπιση θέσεων της ελληνικής διπλωματίας. Αναφερόμαστε στην ανακήρυξη της Τουρκίας ως ασφαλή τρίτη χώρα για τους μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα. Μια απόφαση που επισφραγίζει την πρακτική των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας εδώ και αρκετά χρόνια που είναι οι -κατα κόρον- παράνομες επαναπροωθήσεις (push backs) στην Τουρκία μεταναστριών και μεταναστών με κανονικοποιημένες και εμπεδωμένες πρακτικές μαφίας: Απαγωγές, μεταγωγές με κλειστά μάτια και δεμένα χέρια, βασανιστήρια μέχρι και δολοφονίες που βαφτίζονται τροχαία, όλα τα έχει το μενού της μητέρας-πατρίδας όταν θέλει να ξεφορτωθεί το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Αυτήν την πρακτική και ηθική έφερε στο φως και έκανε νόμο η κυβέρνηση της ΝΔ με την υπόκωφη συμφωνία του αντιπολιτευτικού χασμουρητού του κοινοβουλευτικού θιάσου.
Αυτή είναι και η μόνιμη απειλή που πλανάται μέσα κι έξω από τους χώρους που ζει και αναπνέει αυτό το κομμάτι του πολυεθνικού προλεταριάτου. Στα camps, αλλά και στα κολαστήρια των αγρών και των εργοταξίων, η είδηση για την ανακήρυξη της Τουρκίας ως “ασφαλή χώρα” αφήνει βαριά σκιά σε ανθρώπους, που είναι πλέον κοινοτοπία να το λέμε, αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού. Οπουδήποτε αλλού πλην της χώρας καταγωγής τους, όπου, είναι σχεδόν βέβαιο, πως θα καταλήξουν αν βρεθούν, για αρχή στην “ασφαλή χώρα” Τουρκία.
Αυτή η βαριά σκια είναι που δολοφόνησε τον αυτόχειρα Χαμίντ, 22 χρονών, στο καμπ του Σχιστού. Και είναι αυτήν ακριβώς την ευθύνη που προσπάθησαν να αποσιωπήσουν οι κρατικές αρχές απαγορεύοντας -για υγειονομικούς τάχα λόγους- την διαδήλωση της Δευτέρας που μας πέρασε.
Για το ελληνικό κράτος, όπως και για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ο Χαμίντ δεν υπάρχει. Κι αν υπήρξε μια κουκίδα ενός λεπτού στις οθόνες της “επικοινωνίας” μας, έσβησε γρήγορα. Όπως δεν υπάρχουν και οι μετανάστες που καταδίκασε με τέσσερα χρόνια φυλακή -σε μια δίκη στημένη από την αρχή ώς το τέλος- για τον εμπρησμό και την εξέγερση της Μόριας.
Όμως ο πόλεμος εναντίον των μεταναστ(ρι)ών δεν σταματάει εκεί. Εδώ και περίπου έναν χρόνο μια νέα αντιμεταναστευτική επιχείρηση λαμβάνει χώρα. Το ξήλωμα των ανθρώπων από τα σπίτια τους. Αφού καθάρισαν τα ενοικιαζόμενα ξενοδοχεία, δημιουργώντας 2.500 νέους άστεγους, εν μέσω πανδημίας κατα τ’ άλλα, ήρθε η σειρά των υπολοίπων. Τα ξενοδοχεία “καθαρίστηκαν” ευκολά καθώς σχεδόν όλα ήταν ενοικιαζόμενα σε χωριά στην άκρη του πουθενά και, κυρίως, με ιδιοκτήτες κάτι καραμπινάτους ακροδεξιούς που όσο έπεφτε το παραδάκι κάναν μόκο. Όταν τα χρήματα στέρεψαν, ξενοδόχοι και κράτος, βάλανε τους ανθρώπους στα λεωφορεία και τέλος.
Τώρα όμως είναι η σειρά των διαμερισμάτων στα οποία κατά πλειοψηφία ζουν οικογένειες. Τα διαμερίσματα αυτά, τα διαχειρίζονται οι ΜΚΟ του προγράμματος ESTIA II. Σχεδόν σε όλα τα διαμερίσματα το τηλέφωνο των μεταναστ(ρι)ών χτυπάει καθημερινά. Απειλές, επισκέψεις μέχρι και αλλαγές κλειδαριών επιστρατεύονται ώστε να “πειστούν” οι μετανάστριες να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Στην Αθήνα προχθές το πήγαν ένα βήμα παραπάνω. Παράνομη παρουσία της αστυνομίας, αρπαγή βρέφους μέσα από το σπίτι, συλλήψεις και ξύλο στην οικογένεια και στους αλληλέγγυους που συγκεντρώθηκαν να βοηθήσουν. Κι όλα αυτά με την προτροπή της ΜΚΟ Νόστος.
Και η “κρατική λύση”; Μα camps, βεβαίως! Όπως μας πληροφορούν συστηματικά τα μέσα τους ετοιμάζονται “camps ένταξης” που θα μαθαίνουν στους μετανάστες ελληνικά, αγγλικά και υπολογιστές για να “ενσωματωθούν” στην ελληνική κοινωνία. Camps με τείχη και ειδικά συστήματα ελέγχου. Camps, κανονικές φυλακές. Κι αυτά όλα γι’ αυτούς που θα πάρουν την πολυπόθητη αναγνώριση ως “πρόσφυγες”. Για όλους τους άλλους υπάρχει η αστεγία, η μαφία και τα push backs…
Ο πόλεμος εναντίον των μεταναστριών εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου που κρατικά και επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν κηρύξει απέναντι σε ¨ντόπιους” και μη πληθυσμούς, εργαζόμενους/ες, προλετάριους/ες, “απείθαρχους” ή “άτακτους” πληθυσμούς που “πλεονάζουν” ή εξεγείρονται. Είναι μεγάλη αυταπάτη να πιστεύουμε ότι οι τεχνικές ελέγχου, εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης, περιθωριοποίησης κοκ αφορούν και θα αφορούν αποκλειστικά το πιο υποτιμημένο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, τους/ις μετανάστες/τριες. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με την επιτάχυνση της καπιταλιστικής και κρατικής αναδιάρθρωσης, της αναδιάρθρωσης των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων με αφορμή την πανδημία COVID-19, βιώσαμε την πικρή επιβεβαίωση του συνθήματος “όταν η κόλαση έρχεται για κάποιους, μετά θα έρθει και για άλλους”. Είδαμε την επέκταση των τεχνικών διαχείρισης των μεταναστών σε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού: Παρανομοποίηση της κινητικότητας, τον εγκλεισμό με πενιχρά επιδόματα (που όπως και για τους μετανάστες, σε λίγο και για τους ντόπιους θα δίνονται “ύπο προϋποθέσεις” – νομιμότητας; συμμόρφωσης; “υπευθυνότητας”;), τους αποκλεισμούς από την πρόσβαση στην υγεία, τη συρρίκνωση της πρόνοιας, την υποτίμηση της εργατικής δύναμης, τη μη πρόσβαση στο δημόσιο χώρο.
Το επίπεδο ωριμότητας μιας κοινωνίας ή της εργατικής τάξης μετριέται στο πως συμπεριφέρεται έναντι των πιο φτωχών, των αποκλεισμένων στρωμάτων εντός της. Η εκκωφαντική σιωπή για τα εγκλήματα κράτους, ΜΚΟ και σωμάτων ασφαλείας εναντίον των μεταναστ(ρι)ών στα κυρίαρχα μα και στα “εναλλακτικά” μέσα θα σπάσει. Θα την σπάσουν οι αγώνες των ίδιων των προσφυγισσών που οργανώνονται και αγωνίζονται για τα σπίτια τους και για τη ζωή τους. Θα την σπάσει η αλληλεγγύη μεταξύ ντόπιων και μεταναστών. Θα την σπάσουν οι κοινοί αγώνες. Οι κοινοί αγώνες ντόπιων – μεταναστ(ρι)ών: η μόνη ρεαλιστική προοπτική ανατίμησης των ζωών μας.