Στις 2 Νοεμβρίου του 1975 δολοφονήθηκε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, σκηνοθέτης, ποιητής, συγγραφέας και ποδοσφαιριστής, μια από τις πιο εκθαμβωτικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού στερεώματος. Ο Παζολίνι υπήρξε και πολιτικά αμφιλεγόμενος όταν για παράδειγμα, ενώ δήλωνε μαρξιστής και κομμουνιστής, το 1968 κατά τις φοιτητικές εξεγέρσεις πήρε το μέρος των… αστυνομικών τους οποίους χαρακτήρισε «πραγματικούς προλετάριους». Λίγο καιρό αργότερα στήριξε οικονομικά… την άλλη πλευρά και την οργάνωση Lotta Continua.
Λάτρευε, τους λαϊκούς ανθρώπους, την κουλτούρα τους και την λαϊκότητα τους και πάνω απ’ όλα το ποδόσφαιρο, το οποίο θεωρούσε «μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής, μετά τη λογοτεχνία και τον έρωτα». Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Καζάρσα, την πόλη που γεννήθηκε στο Φρίουλι, στις αρχές της δεκαετίας του ’40. Μεγαλύτερος έπαιζε κυρίως όταν βρισκόταν στις αλάνες των γειτονιών της Ρώμης αλλά και στα διαλείμματα του μοντάζ των ταινιών του ή όποτε είχε διαθέσιμο χρόνο. Είχε γνώσεις για τις τακτικές, τα συστήματα και τους παίκτες και ήταν οπαδός της Bologna.
Το παρακάτω κείμενο του για το ποδόσφαιρο έχει δημοσιευτεί στο Monthly Review.
Το ποδόσφαιρο είναι η τελευταία ιερή παράσταση των καιρών μας. Κατά βάθος πρόκειται για ιεροτελεστία, αν και είναι μια απόδραση. Ενώ άλλες ιερές παραστάσεις βρίσκονται σε παρακμή, ακόμα και η θεία λειτουργία, το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική που μας έχει απομείνει. Είναι το θέαμα που αντικατέστησε το θέατρο.
…Το ποδόσφαιρο είναι ένα σύστημα σημείων, είναι μια γλώσσα. Διαθέτει κατεξοχήν το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων αυτού που εμείς ορίζουμε αμέσως ως μέτρο σύγκρισης, τον γραπτό και προφορικό λόγο.
Στην πραγματικότητα, οι «λέξεις» της γλώσσας του ποδοσφαίρου σχηματίζονται όπως ακριβώς και οι λέξεις της γραπτής και προφορικής γλώσσας. Τώρα, πώς σχηματίζονται αυτές; Μέσω της περίφημης «διπλής άρθρωσης», εκείνων δηλαδή των άπειρων συνδυασμών των «φωνημάτων» που, στα ιταλικά, είναι τα είκοσι ένα γράμματα του αλφαβήτου.
Συνεπώς, τα φωνήματα είναι οι «ελάχιστες μονάδες» της γραπτής και προφορικής γλώσσας. Θέλουμε να διασκεδάσουμε προσπαθώντας να προσδιορίσουμε την ελάχιστη μονάδα της ποδοσφαιρικής γλώσσας; «Ένας άνδρας που κλοτσάει με τα πόδια του μια μπάλα» είναι λοιπόν μια τέτοια ελάχιστη μονάδα: ένα τέτοιο «πόδημα» (αν θέλουμε να συνεχίσουμε να διασκεδάζουμε). Οι αναρίθμητες δυνατότητες συνδυασμών των «ποδημάτων» σχηματίζουν τις «ποδοσφαιρικές λέξεις»: Το σύνολο των «ποδοσφαιρικών λέξεων» σχηματίζει ένα λόγο τον οποίο ρυθμίζουν πραγματικοί κανόνες συντακτικού.
Τα «ποδήματα» είναι περίπου είκοσι δύο (όσα σχεδόν και τα φωνήματα): Οι «ποδοσφαιρικές λέξεις» είναι δυνητικά άπειρες κι αυτό γιατί άπειρες είναι και οι δυνατότητες συνδυασμού των «ποδημάτων» (στην πράξη δηλαδή, οι πάσες της μπάλας μεταξύ των παικτών). Η σύνταξη εκφράζεται στον «αγώνα», ο οποίος είναι πραγματικά ένας λόγος δραματικός.
Οι παίκτες κωδικοποιούν αυτή τη γλώσσα, και εμείς, στις κερκίδες, την αποκωδικοποιούμε: Έχουμε όμως έναν κοινό κώδικα.
Όποιος δεν γνωρίζει τον ποδοσφαιρικό κώδικα δεν καταλαβαίνει ούτε τη «σημασία» των λέξεών του (των πασών), ούτε το νόημα του λόγου του (ενός συνόλου από πάσες).
Δεν είμαι ούτε ο Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes) ούτε ο Γκρέιμας (Greimas) αλλά, αν θες, ακριβώς επειδή είμαι ερασιτέχνης, μπορώ να γράψω ένα δοκίμιο περί της «γλώσσας του ποδοσφαίρου» πιο πειστικό από αυτήν εδώ τη νύξη. Νομίζω, επίσης, ότι θα μπορούσε να γραφτεί κι ένα καλό δοκίμιο που να αναφέρεται στο ποδόσφαιρο με τον τίτλο Προπ,[1] κι αυτό γιατί, όπως και κάθε γλώσσα, ομοίως το ποδόσφαιρο έχει και τις «οργανικές» στιγμές του, άκαμπτα και αφηρημένα κωδικοποιημένο, και τις «εκφραστικές» στιγμές του. Όπως είπα παραπάνω, στην πραγματικότητα αρθρώνεται όπως κάθε γλώσσα σε διάφορα ιδιώματα, το καθένα από τα οποία διαθέτει έναν κώδικα.
Τότε λοιπόν, μπορούν να γίνουν και για τη γλώσσα του ποδοσφαίρου τέτοιου είδους διακρίσεις: Το ποδόσφαιρο διαθέτει ιδιώματα, αφ’ ης στιγμής από εντελώς οργανικό γίνεται εκφραστικό. Μπορεί να υπάρξει ποδόσφαιρο ως κατά βάση πεζή γλώσσα και ποδόσφαιρο ως κατά βάση ποιητική γλώσσα.
Για να εξηγηθώ, θα παραθέσω –προεξοφλώντας τα συμπεράσματα– μερικά παραδείγματα: Ο Μπουλγκαρέλλι παίζει πεζό ποδόσφαιρο – είναι ένας «ρεαλιστής πεζογράφος». Ο Ρίβα παίζει ποιητικό ποδόσφαιρο – είναι ένας «ρεαλιστής ποιητής». Ο Κόρσο παίζει ποιητικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν είναι «ρεαλιστής ποιητής» – είναι ένας ποιητής λίγο καταραμένος, ακραίος.
Ο Ριβέρα παίζει πεζό ποδόσφαιρο – η πρόζα του όμως είναι ποιητική, σαν τα διηγήματα επιφυλλίδας. Και ο Ματσόλα είναι ένας επιφυλλιδογράφος που θα μπορούσε να αρθρογραφεί στην Corriere della Sera – είναι περισσότερο ποιητής από τον Ριβέρα, πού και πού διακόπτει την πρόζα και εμπνέεται εδώ κι εκεί δυο λαμπρούς στίχους.
Άξιο προσοχής είναι ότι δεν διακρίνω μεταξύ της αξίας της πρόζας και της ποίησης – η διάκριση που κάνω είναι καθαρά τεχνική. Ωστόσο συμφωνούμε στο εξής: Η ιταλική λογοτεχνία, πρόσφατο είδος, είναι η λογοτεχνία των δοκιμίων επιφυλλίδας – φίνα και λίγο εστέτ. Κατά βάθος είναι, σχεδόν πάντα, συντηρητική και λίγο επαρχιώτικη… χριστιανοδημοκρατική σε τελική ανάλυση. Μεταξύ των διαλέκτων που ομιλούνται σε μια χώρα υπάρχει ένα κοινό πεδίο, ακόμα και μεταξύ της αργκό και του πιο ακραίου ιδιώματος: η «κουλτούρα» της χώρας, η ιστορική της επικαιρότητα.
Έτσι, κυρίως για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, το ποδόσφαιρο μερικών λαών είναι κατά βάση πεζό – πρόζα ρεαλιστική ή πρόζα εστέτ (η Ιταλία ανήκει στη δεύτερη περίπτωση). Το ποδόσφαιρο άλλων όμως λαών είναι κατά βάση ποιητικό.
Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν στιγμές που είναι αποκλειστικά ποιητικές: οι στιγμές των «γκολ». Κάθε γκολ είναι μια εφεύρεση, πάντα μια ανατροπή του κανόνα: Κάθε γκολ είναι αναπόφευκτο, λαμπρό, καταπληκτικό και μη αναστρέψιμο. Όπως ακριβώς και ο ποιητικός λόγος. Ο κορυφαίος σκόρερ ενός πρωταθλήματος είναι πάντα ο καλύτερος ποιητής της χρονιάς. Αυτή τη στιγμή είναι ο Σαλβόντι. Το ποδόσφαιρο που έχει τα περισσότερα γκολ είναι και το πιο ποιητικό.
Και το «ντριπλάρισμα» είναι ποιητικό αφ’ εαυτού (ίσως όχι πάντα, όπως είναι το γκολ). Στην πραγματικότητα το όνειρο κάθε παίκτη (το οποίο συμμερίζεται και κάθε φίλαθλος) είναι να ξεκινήσει από τη σέντρα, να τους ντριπλάρει όλους και να σημειώσει γκολ. Αν, μέσα στα όρια του επιτρεπτού, μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι το έξοχο στο ποδόσφαιρο, τότε είναι αυτό ακριβώς. Δεν συμβαίνει όμως ποτέ. Είναι ένα όνειρο (που το είδα να γίνεται πραγματικότητα μόνο στην ταινία «I due maghi del pallone» με πρωταγωνιστή τον Φράνκο Φράνκι, που –αν και απλοϊκή– κατάφερε να είναι ονειρική).
Ποιοι είναι οι καλύτεροι ντριπλαδόροι και γκολτζήδες του κόσμου; Οι Βραζιλιάνοι. Ως εκ τούτου το ποδόσφαιρό τους είναι ποιητικό ποδόσφαιρο: Πράγματι, βασίζεται καθ’ ολοκληρίαν στο ντριπλάρισμα και το σκοράρισμα. Το κατενάτσιο και τα τρίγωνα (που ο Μπρέρα ονομάζει γεωμετρία) είναι ποδόσφαιρο της πρόζας: Στην πραγματικότητα πρόκειται για συντεταγμένο ποδόσφαιρο, δηλαδή ένα παιχνίδι συλλογικό και οργανωμένο, βασισμένο στην έλλογη εκτέλεση του κώδικα. Η μοναδική ποιητική στιγμή του είναι το πέρασμα της μπάλας από τον αντίπαλο και το «γκολ» που ακολουθεί (το οποίο, όπως έχουμε ήδη δει, δεν μπορεί παρά να είναι ποιητικό). Εντέλει, φαίνεται ότι η ποιητική στιγμή του ποδοσφαίρου (όπως πάντα) είναι η ατομική (το ντριπλάρισμα και το σκοράρισμα, ή μια εμπνευσμένη πάσα).
Το πεζό ποδόσφαιρο είναι το λεγόμενο συστηματικό (το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο), και το σχήμα του είναι το εξής:
Το «γκολ» επαφίεται στην τελική ενέργεια ενός «ρεαλιστή ποιητή» πιθανόν, όπως ο Ρίβα, αλλά πρέπει να προέλθει από την οργάνωση του παιχνιδιού σε συλλογική βάση, ύστερα από μια σειρά «γεωμετρικά» περάσματα που έχουν γίνει σύμφωνα με τους κανόνες του κώδικα (ο Ριβέρα είναι τέλειος σ’ αυτό – στον Μπρέρα δεν αρέσει γιατί πρόκειται για μια τελειοποίηση λίγο εστέτ και όχι ρεαλιστική, σαν κι αυτή που κάνουν οι Άγγλοι ή οι Γερμανοί που παίζουν κέντρο).
Το ποιητικό ποδόσφαιρο είναι το λατινοαμερικανικό: Για την πραγματοποίησή του απαιτείται μια τερατώδης ικανότητα να ντριπλάρεις (κάτι που στην Ευρώπη σνομπάρουν στο όνομα της «συλλογικής πρόζας»). Γκολ μπορεί να εφεύρει ο οποιοσδήποτε από οποιαδήποτε θέση.
Αν το ντριπλάρισμα και το σκοράρισμα είναι οι ατομικές-ποιητικές στιγμές, τότε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι ποιητικό ποδόσφαιρο. Με καθαρά τεχνικούς όρους και χωρίς να κάνουμε αξιολογική διάκριση, στο Μεξικό το ματς ήταν μεταξύ της ιταλικής εστέτ πρόζας και της βραζιλιάνικης ποίησης.