in

Ο νέος νόμος για τα πειθαρχικά μετατρέπει το πανεπιστήμιο σε εργαστήριο καταστολής

Της Σταυρούλας Πουλημένη

Διαδήλωση χιλιάδων πολιτών, φοιτητών-τριών, πανεπιστημιακών μετά την εκκένωση της Πρυτανείας στις 11 Μαρτίου 2021 στους δρόμους της Θεσσαλονίκης

Σε εργαστήριο καταστολής και τακτική ανακριτική υπηρεσία μετατρέπεται το πανεπιστήμιο, μέσα από το νέο πειθαρχικό δίκαιο των φοιτητών. Αυτό εξήγησαν δικηγόροι και νομικοί, καθηγητές-τριες, μέλη του ΕΣΔΕΠ και φοιτητές-τριες μιλώντας για τον νέο νόμο 5224/2025 που ψηφίστηκε μέσα στο καλοκαίρι, στην εκδήλωση που διοργάνωσε η «Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών ΑΠΘ-ΠΑΜΑΚ-ΔΙΠΑΕ» με τίτλο «Τα πειθαρχικά και η ποινικοποίηση της πανεπιστημιακής ζωής».

Όπως ανέφερε η Κωνσταντίνα Ριτσάτου, καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου και μέλος της «Πρωτοβουλίας», ο νόμος αυτός συνιστά αναμφίβολα μια εκτροπή προς πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων, καθώς απαγορεύει γενικά κάθε είδους πολιτική ή κοινωνική δράση στα πανεπιστήμια, αναθέτει τις διώξεις εις βάρος μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας σε ειδικούς εισαγγελείς και απαιτεί από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους να γίνουν καταδότες και ανακριτές των φοιτητών-τριών τους, αλλά και των συναδέλφων τους. Η Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών, θεωρώντας ως υψίστης σημασίας την αντίσταση και απαραίτητη την ενημέρωση της πανεπιστημιακής κοινότητας για τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις και για τις πρόσφατες ποινικές διώξεις στα ΑΕΙ, αποσαφήνισε ότι κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης είναι πρωτίστως τόπος παιδαγωγικής πράξης. «Πέρα από το εκάστοτε επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο, καλούμαστε όλες και όλοι να συναντηθούμε πραγματικά με τις φοιτήτριες και τους φοιτητές μας, να έχουμε γνησιότητα, ειλικρίνεια, αυθορμητισμό. Οι καρποί της κριτικής σκέψης και η έγνοια για τον συνάνθρωπο που θα παράγει κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορούν να φυτρώσουν σε ένα τιμωρητικό περιβάλλον», σημείωσε μεταξύ άλλων.

Τι προβλέπει το νέο πειθαρχικό δίκαιο

Την λογική του νέου πειθαρχικού δικαίου εξήγησε ο δρ. Νομικής Βασίλης Τσιγαρίδας, εστιάζοντας στην ιδιαίτερη φύση του πανεπιστημίου. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), είναι νομικά πρόσωπα σωματειακής μορφής (όπως είναι οι ΟΤΑ και οι επαγγελματικές οργανώσεις ΝΠΔΔ). Η αναφορά αυτή έχει σημασία γιατί έχει και συγκεκριμένες συνέπειες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, παρότι είναι δημόσιοι φορείς, έχουν την υποχρέωση εκλογής του οργάνου τους από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και τη στελέχωση τους με μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Επιπλέον, έχουν μια δυνατότητα αυτορρύθμισης. Τα εσωτερικά ζητήματα του πανεπιστημίου ορίζονται από τα όργανά τους. Όλα αυτά συνιστούν το αυτοδιοίκητο που είναι κατοχυρωμένο με το αρθρο 16 του Συντάγματος και επανανοηματοδοτείται ποικιλοτρόπως τα τελευταία χρόνια: από την πανεπιστημιακή αστυνομία και τον τρόπο συγκρότησης του συμβουλίου του ιδρύματος (5 μέλη είναι εξωτερικά), μέχρι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Όλα αυτά συνιστούν βαρύτατο περιορισμό του αυτοδιοίκητου του αρ. 16, ωστόσο κρίθηκαν νόμιμα από το ΣτΕ με αποφάσεις αμφίβολης πειστικότητας.

Σύμφωνα με τον Β. Τσιγαρίδα, ο τρόπος περιστολής του αυτοδιοίκητου δεν γίνεται μόνο μέσα από μεγάλες τομές, αλλά με έναν ιδιότυπο τρόπο που τον αποκάλεσε εκδιοικητισμό των διαδικασιών. Η λογική του, όπως εξήγησε, είναι η εξής: «Μια κοινότητα, που οφείλει να είναι αυτοδιοίκητη και οργανωμένη δημοκρατικά, ξαφνικά αρχίζει να υπάγεται σε πάρα πολλές περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες που προσιδιάζουν σε υπηρεσία της κρατικής διοίκησης και ως εκ τούτου αρχίζει να υπάγεται στον έλεγχο νομιμότητας του Υπουργού. Όσες περισσότερες πράξεις παράγεις με βάση την νομοθεσία του κράτους, τόσο μεγαλύτερη δυνατότητα για έλεγχο νομιμότητας έχει ο υπουργός». Με άλλα λόγια, ο υπουργός ως εκπρόσωπος του κράτους υπεισέρχεται όλο και περισσότερο σε αυτόν το φορέα που θα έπρεπε να είναι προστατευμένος από την κρατική παρέμβαση.

Μέχρι τον νόμο Κεραμέως, συνέχισε ο Β. Τσιγαρίδας, «οι προβλέψεις για το πειθαρχικό δίκαιο των φοιτητών ήταν αρμοδιότητα των πανεπιστημίων που θα μπορούσαν να θέσουν σχετικούς κανόνες στους οργανισμούς τους. Η πρώτη μεγάλη τομή είναι ότι πλέον οι πειθαρχικές ποινές, τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα πειθαρχικά όργανα και οι αρμοδιότητές τους, καθώς και η τιμωρία των συμπεριφορών που θεωρούνται πειθαρχικά παραπτώματα από τον νομοθέτη, ρυθμίζονται από τον ίδιο τον νομοθέτη, δηλαδή από το κράτος. Άρα έχουμε έναν δραστικό περιορισμό της αυτορρύθμισης που είναι ουσιαστικό στοιχείο του αυτοδιοίκητου». Και όλα αυτά σε αντίθεση με τον νόμο του 1268/1982 και την ιδεολογία που παρήγαγε, έτσι ώστε τα ζητήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας να ρυθμίζονται από την ίδια.

Η δεύτερη αξιοσημείωτη τομή αφορά την ιδιότητα των φοιτητών ως μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Με αφορμή τις διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο των φοιτητών, ο νομοθέτης, όταν παραθέτει τους ορισμούς για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, περιλαμβάνει όλους τους άλλους εκτός από τους φοιτητές. Αυτό, σύμφωνα με τον Β. Τσιγαρίδα, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται τους όρους συγκρότησης της πανεπιστημιακής κοινότητας, που ακριβώς επειδή είναι αυτοδιοίκητη είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική κοινότητα που οφείλει να είναι οργανωμένη με δημοκρατικούς όρους. Αυτό είναι ένα κορυφαίο θέμα, όπως τόνισε, επειδή πάντα οι ορισμοί στα νομικά αξιοποιούνται και από το ΣτΕ όταν έρχεται να κρίνει υποθέσεις. «Στην κρατικιστική εκδοχή του διοικητικού δικαίου, ο φοιτητής μετατρέπεται σε διοικούμενο. Και ενώ ο φοιτητής είναι το ζωτικότερο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο πανεπιστήμιο υποπίπτει στη θέση του μαθητή. Από δρων υποκείμενο, μέλος αυτής της κοινότητας, γίνεται απλά ένας μαθητής, ένα αντικείμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας». Σύμφωνα με το νέο πειθαρχικό δίκαιο, οι φοιτητές θα έχουν σοβαρά ζητήματα αν διαπράξουν πειθαρχικά παραπτώματα, όπως είναι π.χ. η λογοκλοπή, το αδιάβλητο των εξετάσεων, η καταστροφή περιουσίας των ΑΕΙ, κινητής ή ακίνητης, μέχρι και η «παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας του ΑΕΙ». Ο Β. Τσιγαρίδας επεσήμανε την αοριστία που διατρέχει το τελευταίο παράπτωμα, καθώς, όπως είπε, για όσους έχουν επαφή με το πειθαρχικό των δημοσίων υπαλλήλων, είναι κάπως το ανάλογο της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς.

Ποιος επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές

Τις πειθαρχικές ποινές μέχρι τώρα τις επέβαλαν μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η τομή που έχει έρθει με τον νέο νόμο είναι, όπως είπε ο Δρ. Νομικής, ότι ο υπουργός είναι πλέον πειθαρχικό όργανο για τους φοιτητές και τα μέλη ΔΕΠ. Μάλιστα, η αρμοδιότητα του υπουργού ενεργοποιείται με ιδιαίτερη ευκολία μέσα σε είκοσι μέρες, αν ο πρύτανης δεν διενεργήσει την πειθαρχική διαδικασία. Οι ποινές που προβλέπει το συγκεκριμένο νομοθέτημα για τους φοιτητές που διαπράττουν κάποιο από τα παραπάνω παραπτώματα, περιλαμβάνουν την επίπληξη, την αναστολή της ιδιότητας του φοιτητή για ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται από ένα μέχρι 12 μήνες και, τέλος, την οριστική του διαγραφή. «Όλη αυτή, λοιπόν, η ιεραρχική αλληλουχία δεν ταιριάζει με τον συγκεκριμένο χώρο. Είναι ασύμβατη, δηλαδή, με τη λειτουργία του πανεπιστημίου», σχολίασε.

Το όλο σύστημα είναι για τον ίδιο όχι μόνο ένας μηχανισμός που επιτρέπει εύκολα στον υπουργό να κινεί πειθαρχικές διαδικασίες και να επιβάλλει την βαρύτερη ποινή αλλά και μια επανακατασκευή της πανεπιστημιακής κοινότητας. Οριοθετεί τους κανόνες που πρέπει να τηρούν όσοι θέλουν να παραμείνουν μέλη της, παρότι εντάχθηκαν σε αυτήν πληρώντας τις νόμιμες προϋποθέσεις. Ο συγκεκριμένος νόμος προφανώς παραβιάζει την περίφημη αρχή της αναλογικότητας. «Έχουμε ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο, έχουμε εξαιρετικά αόριστες εκφράσεις για την τυποποίηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων των φοιτητών και έχουμε, βέβαια, πολύ υψηλές ποινές, όπως είναι η οριστική διαγραφή, με ευρύτατη ευχέρεια επιβολής τους» τόνισε συγκεκριμένα.

Πώς διασφαλίζεται η εφαρμογή του νόμου

Η εφαρμογή του νόμου διασφαλίζεται με τη μετατροπή κάθε μέλους ΔΕΠ σε ένα πρόσωπο που ελέγχει πειθαρχικά όλους τους άλλους. Γιατί αν δεν ασκήσει την πειθαρχική του εξουσία εντός προθεσμίας, έχει πειθαρχική ευθύνη ο ίδιος. Ο τιμωρητικός χαρακτήρας όλου αυτού του πλαισίου είναι σαφής. Δεν αναφέρεται πουθενά στα δικαιώματα των πειθαρχικώς διωκόμενων. Επιπλέον, η εφαρμογή του νόμου διασφαλίζεται με την ειδική πλατφόρμα παρακολούθησης πειθαρχικών αποφάσεων που θα τηρεί το Υπουργείο και την οποία κάθε πρύτανης πρέπει να ενημερώνει για την πειθαρχική κατάσταση στο πανεπιστήμιό του.

«Εξαιτίας της διαρκούς εποπτείας της συμπεριφοράς των φοιτητών, οι φοιτητές σταδιακά αποστερούνται το πνεύμα της αμφισβήτησης που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχουν για να προωθήσουν από τα κάτω την έρευνα και να μην είναι αντικείμενα της μάθησης, αλλά ενεργά υποκείμενα της ερευνητικής διαδικασίας του πανεπιστήμιου» κατέληξε.

Η καταστολή διευρύνεται και επεκτείνεται στα πανεπιστήμια

Ο Γιάννης Ιερόπουλος, δικηγόρος, εξήγησε το ποινικό σκέλος του νέου νόμου ο οποίος δημιουργεί ένα νέο κακούργημα που αφορά πράξεις εντός του Πανεπιστημίου. «Το αδίκημα αυτό αφορά την παλιά διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας. Η πράξη αυτή, όταν γίνεται σε χώρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έχει αποτέλεσμα τη διακοπή ή ματαίωση συλλογικής ακαδημαϊκής ή φοιτητικής δραστηριότητας, τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών» ανέφερε. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σύνδεση των ενεργειών με φθορές είναι ένα βήμα προς την αοριστία και «αν αυτή η αοριστία στο πειθαρχικό δίκαιο προκαλεί τρόμο, στο ποινικό σημαίνει απλώς κατάλυση όσων ξέρουμε για το ποινικό δίκαιο από τον Διαφωτισμό και μετά».

Πρόκειται, επίσης, για ιδιώνυμο που διευρύνει την καταστολή. «Γιατί απλούστατα η καταστολή έχει πάντα αυτό το χαρακτηριστικό. Βρίσκει μία τρύπα στον δημόσιο λόγο και εισέρχεται ύπουλα και από εκεί, επεκτείνεται σε άλλους τομείς» σημείωσε φέρνοντας ως παράδειγμα την διάπραξη του αδικήματος της διατάραξης στα νοσοκομεία, στα σχολεία και αφήνει ανοιχτό και το σκέλος των συνθημάτων.

Όσον αφορά τη διαπλοκή δικαίου και πολιτικής, υπενθύμισε ότι η δικαιοσύνη, καθώς κινείται εντός του κοινωνικού πλαισίου, υπακούει στα κελεύσματα της κεντρικής εξουσίας. Αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στον πραγματικό τρόπο με τον οποίο βιώνεται από το κάθε υποκείμενο η ατομική του ελευθερία και τη δυνατότητα να υποστεί διώξεις.

Ο Γ. Ιερόπουλος αναφέρθηκε σε υποθέσεις που αφορούν φοιτητικές κινητοποιήσεις πριν την εφαρμογή του τελευταίου νόμου (π.χ. την κατάληψη της Πρυτανείας και τη δίωξη των 31 φοιτητών και μη που βρίσκονταν στην κατάληψη, τη σύλληψη των 16 αρκετές μέρες μετά και ενώ είχε ανακοινωθεί η λήξη της κατάληψης και πολλές άλλες).

«Το κοινό λοιπόν αυτών των υποθέσεων είναι ότι με το νέο νομοθετικό καθεστώς, όχι μόνο το πειθαρχικό, αλλά και το ποινικό, θα διώκονταν όλοι και όλες για κακουργήματα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ταυτόχρονα, θα είχαμε έγερση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία στην περίπτωση ειδικά του πειθαρχικού παραπτώματος, δεν έχει δυνητική αλλά υποχρεωτική διαγραφή. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διαγραφή αυτόματη, ανεξάρτητα από την ποινή, την οποία θα έχει ακόμα κι αν κανείς έχει δύο ελαφρυντικά και τελικά μία ποινή ελάχιστη. Η δυνητική διαγραφή τους για όλα τα άλλα αδικήματα και ανεξάρτητα από το κακούργημα ανοίγει την πόρτα σε μια νέα εποχή διαγραφών. Αυτό, περίπου, σημαίνει ότι όντως για κάθε πλημμέλημα που τελείται μέσα στο πανεπιστήμιο, ανεξάρτητα από αν έχει σχέση με την φοιτητική ιδιότητα ή όχι, μπορεί να επιβληθεί ποινή της οριστικής διαγραφής».

«Ασπίδα» στον αυταρχισμό ο αγώνας

«Η συνολική στροφή ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας προς τη συντήρηση έχει συγκεκριμένη αποτύπωση στο ποινικό δίκαιο στις καινούργιες πειθαρχικές ρυθμίσεις» σημείωσε, επισημαίνοντας ότι οι «ασπίδες» που γνωρίζαμε ότι έχουμε απέναντι στον αυταρχισμό, φαίνεται να έχουν μια διπλή λειτουργία στους καιρούς που ζούμε. Αφενός σε περιπτώσεις όπως του Ρούτσι λειτουργούν και δείχνουν ότι η εξουσία αναδιπλώνεται. Σε άλλες όμως κερδίζει δημοσκοπικά πόντους επειδή απλούστατα επιβάλλει το δόγμα «νόμος και τάξη» με τον σκληρότερο τρόπο. «Δεν υπάρχει, ωστόσο, άλλος δρόμος εκτός από αυτόν του αγώνα. Και αυτό το έδειξαν οι δύο μεγάλες νίκες που καταγράφηκαν από το κίνημα απέναντι σε άδικες ή παράλογες νομικές ρυθμίσεις, όπως ήταν η προληπτική απαγόρευση των διαδηλώσεων και η Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Παρόλο που ο αυταρχισμός επελαύνει, αξίζει να συνεχίζουμε να παλεύουμε για αυτά» κατέληξε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μεξικό, Τσιάπας: «Μια κοινή στέγη»-Η κατασκευή του χειρουργείου προχωράει!