Bossware: Εργαλεία ενίσχυσης παραγωγικότητας ή δυστοπικός εφιάλτης;
Βελτίωση απόδοσης, αύξηση αποτελεσματικότητας, ενίσχυση παραγωγικότητας.
Σε αυτές και σε άλλες συναφούς νοήματος φράσεις κατέληξαν οι ομάδες marketing των εταιρειών παραγωγής λογισμικών παρακολούθησης εργαζομένων (employee monitoring software), προκειμένου να προωθήσουν και να πουλήσουν τα νέα ψηφιακά εργαλεία επιτήρησης που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τους σύγχρονους εργασιακούς χώρους.
Η παράνοια της παραγωγικότητας (productivity paranoia), ένας όρος εισηγμένος από τη Microsoft, περιγράφει το εξής φαινόμενο:
Μεταπανδημικά και με την καθιέρωση της υβριδικής εργασίας, οι άνθρωποι εργάζονται περισσότερο από ποτέ, την ίδια ώρα που οι εργοδότες και οι managers αμφιβάλλουν σχετικά με το πόσο παραγωγικοί είναι οι υπάλληλοί τους.
Για να διαλύσουν τις αμφιβολίες τους και να διασφαλίσουν υψηλά επίπεδα εργασιακής απόδοσης, οι εταιρείες άρχισαν να καταφεύγουν όλο και περισσότερο στη λύση των λογισμικών επιτήρησης, τα οποία είναι γνωστά και ως λογισμικά των αφεντικών ή bossware (< boss + software).
Οι εργοδότες ισχυρίζονται ότι αυτό που θέλουν είναι απλώς να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοί τους παραμένουν παραγωγικοί.
Όμως, πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο στόχος, πόσο θεμιτά είναι τα μέσα για την επίτευξή του και πόσο πιθανό είναι να υπάρξουν τα αντίστροφα αποτελέσματα;
Τα bossware ήρθαν για να μείνουν∙ όμως, με τι κόστος;
Σύμφωνα με την έκθεση του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ζήτηση για τα bossware υπερδιπλασιάστηκε (108%) τον Απρίλιο του 2020 παγκοσμίως (δηλαδή με την εμφάνιση της πανδημίας και την αναγκαστική εξ αποστάσεως εργασία), ενώ και οι σχετικές αναζητήσεις στην Google (“how to monitor employees working from home”) αυξήθηκαν κατά 1705% την ίδια περίοδο.
Η έρευνα της digital.com βρήκε πως το 60% των εργοδοτών στις ΗΠΑ που έχουν εξ αποστάσεως εργαζόμενους χρησιμοποιεί κάποιο λογισμικό επιτήρησης, ενώ ένα άλλο 17% το σκέφτεται.
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τα αφεντικά εφαρμόζουν αυτή την πρακτική είναι για να κατανοήσουν το πώς οι εργαζόμενοι ξοδεύουν τον χρόνο τους (79%), ενώ ακολουθεί η… ανησυχία τους (65%) το για το αν οι υπάλληλοί τους εργάζονται μια πλήρη εργασιακή ημέρα.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σχεδόν 9 στους 10 εργοδότες (88%) δήλωσαν πως έχουν προχωρήσει σε απολύσεις μετά την εγκατάσταση και χρήση του λογισμικού.
Τέλος, μελέτη της StandOut CV εκτιμά ότι έως το 2025 το 70% των μεγάλων εργοδοτών θα παρακολουθεί τους υπαλλήλους του, ενώ διαπιστώνει σημαντική αύξηση (24,24%) στην εμφάνιση πιο παραβιαστικών χαρακτηριστικών στα συγκεκριμένα λογισμικά σε σχέση με το 2021.
Όπως φαίνεται, τα bossware έχουν έρθει για να μείνουν. Με τι κόστος, όμως;
Μετά την πανδημία και την εμφάνιση της εξ αποστάσεως εργασίας, η χρήση λογισμικών επιτήρησης εργαζομένων εκτοξεύτηκε.
Έρευνες, εκθέσεις και άρθρα στον διεθνή Τύπο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τη χρήση bossware στους χώρους εργασίας και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην ψυχοσύνθεση (και όχι μόνο) των εργαζομένων. Τονίζουν, μάλιστα, ότι είναι μεγάλες οι πιθανότητες τα «λογισμικά των αφεντικών» να έχουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Έκθεση του coworker.org (ΜΚΟ που ασχολείται με την υποστήριξη εργαζομένων και τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών), διαπιστώνει πως η εξάπλωση τέτοιων τεχνολογικών προϊόντων διαβρώνει τα εργασιακά πρότυπα, περιορίζει τη συνδικαλιστική δράση και αποδυναμώνει τη φωνή και τη δύναμη των εργαζομένων, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην αποσύνδεση.
Η αποθάρρυνση, η εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας και ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ψυχικών ασθενειών είναι κάποιες ακόμα πιθανές επιπτώσεις της χρήσης bossware, όπως επισημαίνει η έκθεση του Κέντρου για τη Δημοκρατία και την Τεχνολογία (Center for Democracy & Technology).
Το περιοδικό Harvard Business Review θεωρεί πως η παρακολούθηση δεν οδηγεί σε αύξηση παραγωγικότητας, κάνοντας λόγο για καταπίεση των εργαζομένων και πεσμένο ηθικό, ενώ, σε άλλο άρθρο του, προειδοποιεί πως η χρήση bossware μπορεί να μειώσει το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης των εργαζομένων και να οδηγήσει σε εσκεμμένη παράκαμψη και παραβίαση των κανόνων (π.χ. μη προβλεπόμενα διαλείμματα, περιφρόνηση οδηγιών, καταστροφή και κλοπή εξοπλισμού, σκόπιμη μείωση της ταχύτητας στην εργασία κ.α.).
Ρεπορτάζ των New York Times φιλοξενεί τη φωνή υπαλλήλων γραφείου, οι οποίοι περιέγραψαν την ηλεκτρονική παρακολούθησή τους ως αποθαρρυντική, ταπεινωτική και τοξική. Το μεγαλύτερο παράπονό τους, βέβαια, είναι η έλλειψη αξιοπιστίας των bossware, καθώς αυτά αδυνατούν να “συλλάβουν” την offline δραστηριότητα και να αξιολογήσουν πιο δύσκολα μετρήσιμα εργασιακά καθήκοντα.
Άλλωστε, δεν είναι άγνωστη η περίπτωση της Amazon που, όπως μας θυμίζει το Infowar, απέλυε κατά τα άλλα αποδοτικότατους εργαζόμενους ακόμα και μετά από μόλις μια ημέρα «κακής παραγωγικότητας».
Πώς είναι να εργάζεσαι υπό τη συνεχή επίβλεψη των bossware;
To Αlterthess επικοινώνησε με τέσσερις εργαζόμενους/ες σε διάφορους κλάδους, σε μια προσπάθεια να καταλάβει πώς είναι να εργάζεσαι υπό το άγρυπνο βλέμμα των λογισμικών επιτήρησης.
«Συντελείται πνευματική κόπωση των εργαζόμενων»
Η Μαρία εργαζόταν για ένα διάστημα σε εταιρεία επικοινωνίας εξ αποστάσεως. Όπως μας λέει, της είχε δοθεί υπολογιστής της εταιρείας ο οποίος είχε ήδη εγκατεστημένο το πρόγραμμα. «Είχαμε software που μετρά τον χρόνο κάθε δραστηριότητας, όπως και πότε ξεκινάς και πότε τελειώνεις τη βάρδια. Επίσης, λογισμικό στο οποίο ο/η προϊστάμενος-η έχει πρόσβαση realtime στο παράθυρο εργασίας και μπορεί να ελέγχει τι ακριβώς συμβαίνει. Και τέλος, οι εργαζόμενοι αποκλείονται από αρκετά websites που κρίνονται ως ασύμβατα με το εργασιακό περιβάλλον», σημειώνει.
Όταν εργάζεσαι με ένα τέτοιο πρόγραμμα, χρειάζεται μια περίοδος προσαρμογής καθώς δεν είναι εύκολο να το συνηθίσεις. «Η εντατικοποίηση και το άγχος είναι αυξημένα ενώ η ιδιωτικότητα και η ανεξαρτησία του εργαζομένου περιορίζονται, γεγονός που δημιουργεί περαιτέρω άγχος. Ενισχύεται το micromanaging και η ελευθερία κινήσεων είναι μικρή. Το ατυχές σε αυτό είναι ότι με την πάροδο του χρόνου, αυτή η συνθήκη κανονικοποιείται και συνηθίζεται, σε βάρος όμως της ψυχικής υγείας του εργαζομένου», μας λέει χαρακτηριστικά η Μαρία.
Σε ψυχολογικό επίπεδο μας λέει πως η εργασία με λογισμικό επιτήρησης «είναι αρκετά αγχωτική κατά βάση στο επίπεδο της παραγωγικότητας και της εργασιακής απόδοσης, καθώς όλες οι λεπτομέρειες και οι “κινήσεις” που αφορούν τη δουλειά ελέγχονται, αξιολογούνται και ποσοτικοποιούνται, διαμορφώνοντας έτσι τα κριτήρια παραγωγικότητας του εργαζομένου. Επίσης, το συνεχές monitoring δημιουργεί ένα σχεδόν ασφυκτικό πλαίσιο εργασίας, καθώς η ικανότητα εργασίας που βασίζεται στην αυτονομία του εργαζομένου δεν αξιοποιείται».
«Αυξάνεται το άγχος και η εντατικοποίηση, με την ιδιωτικότητα και την ανεξαρτησία του εργαζομένου να περιορίζονται», τονίζει η Μαρία.
Παράλληλα, η Μαρία σημειώνει πως δεν επιχείρησε να παρακάμψει το πρόγραμμα, καθώς δεν θέλησε να ρισκάρει να λάβει κάποια επίπληξη ή κάτι χειρότερο. Μάλιστα, γνωρίζει πως στη συγκεκριμένη εταιρεία υπάλληλος απολύθηκε για λόγους εργασιακής απόδοσης, με βάση δεδομένα που συλλέγονται από τα προαναφερθέντα λογισμικά.
Η Μαρία θεωρεί πως ο στόχος του ελέγχου συμβάλλει κατά βάση στην εντατικοποίηση της εργασίας. «Μακροπρόθεσμα αυτό που συντελείται είναι η πνευματική κόπωση των εργαζόμενων γιατί το μέγεθος της πίεσης για απόδοση είναι μεγαλύτερο. Αυτή η διαρκής επίβλεψη εντείνει το άγχος, αφαιρεί την εργασιακή αυτονομία και, έτσι, βάσει της δική μου εμπειρίας, φέρνει μάλλον περισσότερο αντιπαραγωγικά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου», τονίζει χαρακτηριστικά.
«Σε δημιουργικές δουλειές υπάρχουν στιγμές που το μυαλό δουλεύει, αλλά τα χέρια όχι»
Το πώς βιώνει ο ίδιος τη χρήση ενός τέτοιου λογισμικού μας εξηγεί ο Αλέξης, ο οποίος εργάζεται ως video game artist σε εταιρεία του εξωτερικού. «Περίπου κάθε 5 με 15 λεπτά το πρόγραμμα βγάζει screenshot, το οποίο σημαίνει πως καταγράφεται τυχαία κάθε κίνηση ή ανοιχτό παράθυρο υπάρχει στην οθόνη εκείνη τη στιγμή. Έχει τύχει κάποιες φορές να τσεκάρω κάποιο e-mail ή να εμφανίζεται κάποιο notification στην οθόνη και να χρειαστεί να διαγράψω το screenshot και αναγκαστικά και τον χρόνο εργασίας που κατέγραψε το πρόγραμμα», σημειώνει.
Την πρώτη περίοδο που εργαζόταν με το πρόγραμμα στον υπολογιστή ένιωθε μεγαλύτερο άγχος και δύσκολα έκανε κάποιο διάλειμμα. Πλέον έχει συνηθίσει την εργασία με αυτό, καθώς «με τον καιρό αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να το αντιμετωπίζεις σχεδόν όπως θα το αντιμετώπιζες αν η παρουσία σου ήταν φυσική, θα κάνεις κάποια μικρά διαλείμματα, αλλά θα περιοριστείς στο να τσεκάρεις e-mail και μηνύματα σε κινητό/τάμπλετ».
Όσον αφορά την ψυχολογία που του δημιουργεί το πρόγραμμα, ο Αλέξης δηλώνει πως «υπάρχει σίγουρα μια καταπίεση στον αριθμό των “κλικ” που πρέπει να καταγράψει για να θεωρηθεί ότι δούλευες το κάθε δεκάλεπτο που περνάει, πράγμα που προκαλεί μεγάλη σύγχυση αν σκεφτεί κανείς πως σε μια δημιουργική δουλειά υπάρχει ένα μέρος στο οποίο χρειάζεται brainstorming και αρκετές στιγμές που το μυαλό δουλεύει αλλά τα χέρια όχι».
Αν και δεν έχει επιχειρήσει να παρακάμψει το πρόγραμμα, ο Αλέξης θεωρεί πως η χρήση τέτοιων προγραμμάτων δεν ενισχύει την απόδοση των εργαζομένων.
«Έχω δεχτεί επίπληξη, σύσταση, παρατήρηση»
Η Στέλλα εργάζεται εδώ και αρκετά χρόνια σε τηλεφωνικό κέντρο εταιρείας τεχνολογίας. Το τελευταίο διάστημα εργάζεται από το σπίτι, με τη χρήση υπολογιστή της εταιρείας. Όπως μας λέει, το λογισμικό καταγράφει τόσο τις κλήσεις που πραγματοποιεί με τους πελάτες, όσο και την οθόνη του υπολογιστή.
«Στην αρχή δε με απασχόλησε τόσο πολύ γιατί στο ξεκίνημα δίνεται βάση σε άλλα πράγματα, μέχρι να μάθεις τη δουλειά. Πλέον το αντιμετωπίζω κυρίως με άγχος, γιατί τα πάντα καταγράφονται, όχι μόνο οι ηχητικές συνομιλίες, αλλά και η οθόνη. Σίγουρα δεν είναι κάτι που συνηθίζεται», μας λέει χαρακτηριστικά.
«Το βασικό συναίσθημα είναι το άγχος, ο φόβος να μην κάνεις κάτι λάθος. Και αυτό συμβαίνει επειδή αν γίνει κάποιο λάθος, ξέρεις πως θα ελεγχθεί. Ο εκάστοτε υπεύθυνος θα σου κάνει παρατήρηση, και, ανάλογα με τον μήνα και τα στατιστικά, υπάρχει και η αντίστοιχη αυξομείωση της πίεσης», προσθέτει χαρακτηριστικά η Στέλλα, αναφερόμενη στην πίεση που συνεπάγεται η χρήση τέτοιων προγραμμάτων κατά την εργασία.
Μάλιστα, όπως σημειώνει, «έχω δεχτεί επίπληξη, σύσταση, παρατήρηση. Τα πάντα. Δε γνωρίζω τους ακριβείς λόγους απόλυσης κανενός, αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι ότι πάντοτε μέχρι να φτάσει σε σημείο να απολυθεί κάποιος γίνεται για μεγάλο διάστημα συστηματικός έλεγχος των κλήσεων και των κινήσεών του και μόλις βρίσκονται και “μαζεύονται” λάθη, γίνονται οι παρατηρήσεις και οι συστάσεις».
«Σηκωνόμουν από την καρέκλα μόνο για να πάω στο μπάνιο»
Ο Νίκος εργάζεται στον τομέα της διαφήμισης και μας λέει πως το λογισμικό που τον παρακολουθεί καταγράφει ρυθμό πληκτρολόγησης και κλικ ποντικιού, ενώ ανά κάποια λεπτά τραβά στιγμιότυπα της οθόνης του. Το πιο αγχωτικό, όμως, είναι ότι κάθε φορά που μένει για λίγο ανενεργός, το software κάνει αισθητή την παρουσία του, ρωτώντας τον αν συνεχίζει να δουλεύει ή όχι.
Ένα τέτοιο μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη του Νίκου, κάθε φορά που δεν αγγίζει το πληκτρολόγιο ή το ποντίκι του για κάποια λεπτά. (Πηγή φωτογραφίας: runningremote.com)
Το στρες που του προκαλούσε στις αρχές αυτή η συνεχής επιτήρηση ήταν ιδιαίτερα έντονο, σε σημείο σκληρού αυτοπεριορισμού: «Σηκωνόμουν ελάχιστα από την καρέκλα μου, σχεδόν αποκλειστικά για να πάω στο μπάνιο, ενώ είχα συνεχώς τα χέρια μου πάνω στο πληκτρολόγιο και στο ποντίκι, μην τυχόν και συλληφθώ ανενεργός».
Όμως, όπως μας εξομολογείται αμέσως μετά, πλέον το έχει συνηθίσει, αλλά με την κακή – για την εταιρεία – έννοια. Απλά δεν του δίνει σημασία, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες.
«Δεν έχω επιχειρήσει ποτέ να το παρακάμψω ή να το ξεγελάσω. Αυτό που κάνω, όμως, είναι να το αγνοώ παντελώς χωρίς να με ενδιαφέρει τι θα δείξει ή πώς θα αξιολογηθούν τα δεδομένα που θα συλλέξει. Και νομίζω ότι αυτή η περιφρόνηση συνιστά μια πολύ εύλογη αντίδραση απέναντι στην παραβιαστικότητα του λογισμικού και της εργοδοσίας», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, μας ενημερώνει πως δεν έχει δεχτεί ποτέ επίπληξη σχετικά με την καταγραφόμενη από το λογισμικό απόδοσή του. Ωστόσο, έχει ακούσει – χωρίς να μπορεί να το επιβεβαιώσει – πως έχει απολυθεί εργαζόμενος με βάση τα δεδομένα του software.
Στη συνέχεια, όταν τον ρωτάμε για το αν θεωρεί πως το λογισμικό ενισχύει την εργασιακή απόδοση και την παραγωγικότητα, εκείνος εμφανίζεται κατηγορηματικά αρνητικός.
«Το αντίθετο· θεωρώ ότι έχει τα αντίστροφα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Εντατικοποιεί σε τεράστιο βαθμό τους ρυθμούς εργασίας, προκαλεί έντονο άγχος και οδηγεί σε ένα αέναο και αντιπαραγωγικό κυνήγι ψευδο-επιδόσεων», επισημαίνει.
Ακόμα, χαρακτηρίζει προβληματική την όλη λογική. «Πέρα από το κομμάτι της παραβίασης της ιδιωτικότητας, που είναι κυρίως μια ανησυχία του εργαζομένου, τίθεται θέμα και για την ίδια την εταιρεία.
Για παράδειγμα, η φύση της δικής μου δουλειάς είναι τέτοια που απαιτεί τακτικές παύσεις κατά τις οποίες δεν αγγίζω ιδιαίτερα το πληκτρολόγιο ή το ποντίκι. Παρόλα αυτά, το λογισμικό κρίνει την απόδοσή μου με βάση αυτά. Οπότε πώς ακριβώς αξιολογούνται τα δεδομένα που συλλέγονται από τον υπεύθυνο και πώς παίρνονται οι όποιες αποφάσεις;», καταλήγει.
Δ. Γούλας: Σύνηθες φαινόμενο η ακραία και συνεχής παρακολούθηση των εργαζομένων
Για να μάθουμε το νομικό πλαίσιο και τα δικαιώματα των εργαζομένων μιλήσαμε με τον δικηγόρο/ εργατολόγο Δημήτρη Γούλα. Όπως, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ο κ. Γούλας, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να λαμβάνει μέτρα για τη διερεύνηση της τέλεσης τυχόν παράνομων ή και αξιόποινων πράξεων εναντίον του από μέλη του προσωπικού της επιχείρησης, στα οποία ενδεχομένως περιλαμβάνεται και η πρόσβαση του εργοδότη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του υπαλλήλου, ωστόσο, όπως επισημαίνει, ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικών Δεδομένων, «μια συστηματική, διαρκής και γενικευμένη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που οδηγεί στην κατάρτιση και συνεχή ανανέωση προφίλ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας».
Αναλυτικά η συζήτηση μας με τον κ. Γούλα:
-Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εργοδότες να τοποθετούν στους υπολογιστές των γραφείων τους λογισμικά καταγραφής της εργασίας των εργαζομένων τους, με χρονόμετρο, print screen φωτογραφίες κάθε 10 λεπτά κ.α. Πόσο νόμιμες είναι αυτές οι διαδικασίες και πώς μπορεί να προστατευθεί νομικά ο εργαζόμενος;
Ο εργοδότης έχει κατ’ αρχήν ένα άξιο προστασίας συμφέρον να ελέγχει την προσήκουσα (από χρονική και ποιοτική άποψη) παροχή της οφειλόμενης από τους εργαζομένους της επιχείρησής του εργασίας. Επίσης, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να λαμβάνει μέτρα για τη διερεύνηση της τέλεσης τυχόν παράνομων ή και αξιόποινων πράξεων εναντίον του από μέλη του προσωπικού της επιχείρησης. Στα μέτρα αυτά ενδεχομένως περιλαμβάνεται και η πρόσβαση του εργοδότη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στον Η/Υ ή στο email που έχει παραχωρηθεί στον εργαζόμενο για επαγγελματική χρήση (βλ. π.χ. ΟλΑΠ 1/2017, ΕΔΔΑ, Barbulescu κατά Ρουμανίας).
Τα μέτρα, όμως, τα οποία θα υιοθετεί ο εργοδότης προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση θα πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Βασικό στοιχείο της αρχής της αναλογικότητας συνιστά και η αναγκαιότητα, δηλαδή η διαπίστωση ότι ο εργοδότης δεν θα μπορούσε να πετύχει τους ίδιους θεμιτούς στόχους με μέτρα λιγότερο επαχθή για την ιδιωτική ζωή του εργαζομένου.
Η ίδια αυτή αρχή της αναγκαιότητας κατοχυρώνεται ως βασικός κανόνας και από τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων. Γενικότερα, θα πρέπει ο εργοδότης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων των εργαζομένων του, να συμμορφώνεται προς τις αρχές που διέπουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τον ΓΚΠΔ. Έτσι, λοιπόν, γίνεται δεκτό από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ότι «μια συστηματική, διαρκής και γενικευμένη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που οδηγεί στην κατάρτιση και συνεχή ανανέωση προφίλ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας».
Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες της συνεχούς επιτήρησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη με τεχνολογικά μέσα, όπως π.χ. η υποχρέωση λειτουργίας της κάμερας του Η/Υ και η χρήση λογισμικού αναγνώρισης προσώπου και καταγραφής των κινήσεων ή η κοινή χρήση της οθόνης ή η εγκατάσταση και λειτουργία λογισμικού καταγραφής πληκτρολόγησης τύπου keylogger ή ακόμη και η υποχρέωση του εργαζομένου να εκτελεί τακτικά ενέργειες για να αποδείξει την παρουσία του πίσω από την οθόνη του. Ειδικά για την τηλεργασία, οι πρακτικές αυτές απαγορεύονται από το άρθρο 67 του ν. 4808/2021 (αλλά και τον ν. 4807/2021 για την τηλεργασία στον δημόσιο τομέα). Η δε ΑΠΔΠΧ έχει εκδώσει ειδικές αποφάσεις και κατευθυντήριες οδηγίες για το ζήτημα (βλ. π.χ. εδώ, εδώ, εδώ και εδώ).
-Αν υπάρχουν σχετικές υποθέσεις που έχετε χειριστεί και θέλετε να τις αναφέρετε συνοπτικά, θα μας ήταν αρκετά χρήσιμο.
Έχουν τεθεί υπ’ όψιν μου κατά καιρούς περιπτώσεις ακραίας και συνεχούς παρακολούθησης εργαζομένων από τον εργοδότη με ηλεκτρονικά μέσα, και πιο συγκεκριμένα με keyloggers και λογισμικό καταγραφής της κίνησης των εργαζομένων μακριά από τον υπολογιστή τους. Ωστόσο, οι θιγέντες εργαζόμενοι αποφάσισαν τελικά να μην προβούν σε ενέργειες κατά του εργοδότη (σ.σ. οι αρμόδιοι ελεγκτικοί φορείς είναι η Επιθεώρηση Εργασίας και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων). Γενικότερα, τόσο από τις αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ όσο και από μελέτες που έχουν εκπονηθεί, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο.
-Οι εργοδότες επικαλούμενοι την αύξηση της παραγωγικότητας μιας επιχείρησης προχωρούν και σε επιπλέον μέτρα στους χώρους εργασίας. Πού μπορεί μια επιχείρηση να έχει κάμερες ασφαλείας; Μπορεί, για παράδειγμα, να έχει ένας εργαζόμενος πάνω από το γραφείο του κάμερα ασφαλείας, ενώ δεν διαχειρίζεται κάποιο ταμείο με χρήματα;
Ισχύει και εδώ η ίδια βασική αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της διαφάνειας. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να είναι σαφές για ποιον νόμιμο σκοπό εγκαθιστά ο εργοδότης το σύστημα βιντεοεπιτήρησης και η παρακολούθηση να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Κατ’ αρχήν, λοιπόν, ένα τέτοιο σύστημα βιντεοεπιτήρησης είναι νόμιμο μόνο αν αφορά σημεία με αυξημένους κινδύνους ασφαλείας (π.χ. τα ταμεία των τραπεζών) και η κάμερα στοχεύει μόνο σε αυτά. Δεν επιτρέπεται πάντως να αξιοποιηθεί η βιντεοεπιτήρηση (ακόμη και όταν είναι νόμιμη) για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Τα παραπάνω προβλέπονται πλέον ρητώς και στο άρθρο 27 παρ. 7 του ν. 4624/2019. Βλ. περισσότερες πληροφορίες εδώ.