Λουί Αλτουσέρ, Ο Λένιν και η φιλοσοφία & Η φιλοσοφία ως όπλο της επανάστασης (μτφρ.: Τάσος Μπέτζελος), Εκτός Γραμμής 2016, σσ. 119.
Χρήστος Κεφαλής, Λένιν. Η διάνοια της επανάστασης, Τόπος 2017, σσ. 430.
Οι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι του κυρίαρχου ρεύματος, λέει ο Αλτουσέρ, δεν καταδέχτηκαν να ασχοληθούν με τα φιλοσοφικά γραπτά του Λένιν. Ακόμα, όμως, και οι κομμουνιστές ακαδημαϊκοί τα υποτίμησαν.
Σε αντίθεση με τους αριστερούς ακαδημαϊκούς μετά το ‘50, όπως ο Αλτουσέρ, ο Λένιν δεν είναι επαγγελματίας φιλόσοφος: Όχι μόνο γιατί τα αμιγώς φιλοσοφικά έργα του καλύπτουν δύο μόνο από τους 55 τόμους των «Απάντων» του. Αλλά γιατί, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να είναι: δρα στην παρανομία (το πρώτο βιβλίο του με φιλοσοφικό ενδιαφέρον, το «Τι είναι οι φίλοι του λαού και πώς πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες», δεν αναφέρει καν το όνομα του συγγραφέα του), σε συνθήκες εξορίας και, αργότερα, σε συνθήκες εμφυλίου.
Κι όμως, στις συνθήκες αυτές ο Λένιν διαβάζει φιλοσοφία και γράφει γι’ αυτήν. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του, πρώτα μέσα στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα (από αυτούς ξεκινά η κριτική του Λένιν), προσπαθούν να θεμελιώσουν τις θέσεις τους στη φιλοσοφία και στη φυσική. Οι θέσεις αυτές, λοιπόν, επείγει να αποκρουστούν και με φιλοσοφικούς όρους, γιατί αυτό που αμφισβητούν «σε τελική ανάλυση» είναι η δυνατότητα μιας εργατικής σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία.
Σε τρία λοιπόν έργα –«Τι είναι οι Φίλοι του Λαού» (1894), «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» (1908) και «Φιλοσοφικά Τετράδια» (1914-5)–, ένας μη ειδικός στη φιλοσοφία, όπως ο Λένιν, προσφεύγει σε αυτήν, όχι ως συμπλήρωμα της πολιτικής δουλειάς, αλλά γιατί θεωρεί τη φιλοσοφική παρέμβαση μέρος και θεωρητική προϋπόθεση της πολιτικής σύγκρουσης. Ακόμα και εν μέσω πολέμου, στα 1914, η φιλοσοφία γίνεται μέρος και ταυτόχρονα πεδίο πολέμου: στο πεδίο αυτό, η επικράτηση της μιας ή της άλλης θέσης, της μιας ή της άλλης απόχρωσης, μπορεί να κρίνει την πορεία της Σοσιαλδημοκρατίας για χρόνια, γράφει ο Αλτουσέρ, διαβάζοντας τον Λένιν του «Τι να κάνουμε;» (σ. 109).
Απέναντι στον υποκειμενισμό: «Τι είναι οι Φίλοι του Λαού» (1894)
Ο φιλοσοφικός «πόλεμος» ξεκινά με το «Τι είναι οι Φίλοι του Λαού» (1894). Αντίπαλος του Λένιν είναι το περιοδικό Ρούσκογε Μπογκάστστβο και η εμπειριστική/υποκειμενιστική κοινωνιολογία του Νικολάι Μιχαηλόβσκι (1842-1904). Ο Μιχαηλόβσκι είναι θεωρητικός των Ναρόντνικων, που πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός θα στηριχτεί στην αγροτική κοινότητα του χωριού και προκρίνουν την ατομική τρομοκρατία – εκτελώντας, το 1881, τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’. Αντί της εργατικής επανάστασης, ο Μιχαηλόβσκι πιστεύει στην ανάπτυξη, χωρίς εκτεταμένη κρατική παρέμβαση, σχέσεων εργασίας και ιδιοκτησίας – σχέσεων που, στη Ρωσία, σε αντίθεση με τη Δύση, είναι ήδη παρούσες σε εμβρυακή μορφή[1].
Οι Ναρόντνικοι δεν είναι απλά «οι αντίπαλοι του Λένιν» στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα ηγετικά στελέχη τους εκτελούνται ή πεθαίνουν στη φυλακή. Από το εσωτερικό τους προκύπτουν δύο ομάδες: οι υποκειμενιστές κοινωνιολόγοι (εναντίον τους καταφέρεται ο Λένιν) και, από την άλλη, η Ομάδα «Απελευθέρωση της Εργασίας», των Πλεχάνοφ και Ζασούλιτς, που συγκροτείται στην Ελβετία. Από τους Ναρόντικους θα προκύψει το κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών (Εσέρων), ενώ η ομάδα των Πλεχάνοφ και Ζασούλιτς θα εισαγάγει τον μαρξισμό στη Ρωσία. Ο Λένιν, που συνδέεται με την δεύτερη αυτή ομάδα, εξηγεί σε τι διαφέρει από τους «υποκειμενιστές» Ναρόντνικους:
Στη Ρωσία τα υπολείμματα των μεσαιωνικών μισοδουλοπαροικιακών θεσμών είναι ακόμα τόσο ισχυρά [και] οι εργάτες πρέπει να ξέρουν ότι χωρίς την ανατροπή αυτών των στυλοβατών της αντίδρασης δεν θα έχουν καμιά δυνατότητα να διεξάγουν με επιτυχία τον αγώνα ενάντια στην αστική τάξη. Γι’ αυτό ακριβώς η πάλη δίπλα στη ριζοσπαστική δημοκρατία ενάντια στο σύστημα της απολυταρχίας είναι άμεση υποχρέωση της εργατικής τάξης (παρατίθεται στο βιβλίο του Κεφαλή, σ. 27, η υπογράμμιση δική μου).
Οι Ναρόντνικοι απορρίπτουν αυτή την πολιτική συμμαχιών απέναντι στον τσάρο. Πιο γενικά, θεωρούν ότι το «Κεφάλαιο» απέτυχε να εξηγήσει οικονομικά την κοινωνία και γι’ αυτό (λέει ο υποκειμενιστής κοινωνιολόγος Μιχαηλόφσκι), ο Μαρξ αναγκάστηκε να δανειστεί τη διαλεκτική του Χέγκελ: με βάση τον Χέγκελ, συνεχίζει ο Μιχαηλόβσκι, υιοθετώντας δηλαδή τον αντικειμενικό ιδεαλισμό και τη μεταφυσική, ο Μαρξ θέλησε να τεκμηριώσει την αντικειμενική δυνατότητα της εργατικής επανάστασης.
Στο «Ο Λένιν και η φιλοσοφία», ανακοίνωση που εκφωνήθηκε το Φλεβάρη του 1968 στη Γαλλική Εταιρεία Φιλοσοφίας, ο Αλτουσέρ συμφωνεί: αν εξαιρέσουμε την αντίληψη ότι η ιστορία έχει σκοπό και νομοτέλειες, το σημαντικότερο δάνειο που πήρε ο Μαρξ από τον Χέγκελ είναι η σύλληψη της ιστορίας ως «διαδικασίας χωρίς υποκείμενο».
Για τον Λένιν, το πέρασμα της Ρωσίας στον καπιταλισμό αποτελεί προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αρνούμενος την πίστη στην αντικειμενικά προοδευτική εξέλιξη της ιστορίας, ο Μιχαηλόφσκι υπερασπίζεται την κοινοτική βάση της γεωργίας στη Ρωσία: η ισοπέδωσή της από τον καπιταλισμό δεν θα συνιστούσε «πρόοδο». Ο ίδιος προτείνει η κριτική να ξεκινά από την ανθρώπινη φύση (αντί της αντικειμενικής κατάστασης): αποκεί ξεκινώντας, λέει, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο ασύμβατη είναι η κοινωνία με τη φύση.
Ο Λένιν διαφωνεί: πριν από τις συνθήκες και τις συναφείς εμπειρίες, υπάρχει ο κοινωνικός σχηματισμός που ευνοεί κάποιες κοινωνικές σχέσεις σε βάρος άλλων: «Η ουσιαστική αποστολή της κοινωνιολογίας για τον Μιχαηλόφσκι είναι να εξηγήσει τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκουν ικανοποίηση η μια ή η άλλη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης. Όπως βλέπετε, αυτόν τον κοινωνιολόγο τον ενδιαφέρει μόνο μια κοινωνία πού ικανοποιεί την ανθρώπινη φύση. Δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου κάποιοι κοινωνικοί σχηματισμοί, που εξάλλου μπορεί και να στηρίζονται σ’ ένα φαινόμενο τόσο αντίθετο με την “ανθρώπινη φύση”, όπως είναι η υποδούλωση της πλειοψηφίας από την μειοψηφία» (η υπογράμμιση δική μας)[2].
Οι Ναρόντνικοι πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα καθολικής αναρχίας, όπου ο καθένας φροντίζει τον εαυτό του. Ο Λένιν, αντίθετα, δείχνει τις σχέσεις που ευνοεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία:
Η παραγωγή στο σύνολό της συγχωνεύεται σε μια ενιαία κοινωνική παραγωγική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα η κάθε επιχείρηση διευθύνεται από έναν ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη, εξαρτάται από την αυθαιρεσία του και του παραδίνει τα κοινωνικά προϊόντα σαν ατομική του ιδιοκτησία. Μήπως δεν είναι καθαρό ότι η μορφή της παραγωγής βρίσκεται σε ανειρήνευτη αντίθεση με τη μορφή της ιδιοποίησης; Μήπως δεν είναι ολοφάνερο ότι η μορφή της ιδιοποίησης δεν μπορεί να μην προσαρμοστεί στην πρώτη, δεν μπορεί να μη γίνει επίσης κοινωνική, δηλαδή σοσιαλιστική; (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Απέναντι στον οτζοβισμό: «Υλισμός και Εμπειοριοκριτικισμός» (1908)
Η φιλοσοφική αντιπαράθεση του Λένιν με τους Ναρόντνικους με βάση το «Κεφάλαιο» συνεχίζει (και απολυτοποιεί) σε θεωρητικό επίπεδο την πολιτική διαμάχη μαρξισμού και ρωσικού λαϊκισμού/ναροντνικισμού: η θεωρητική σύγκρουση είναι πολιτική σύγκρουση με φιλοσοφικά μέσα. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την αμέσως επόμενη διαμάχη, που διεξάγεται μετά το 1905 στο εσωτερικό πια των Μπολσεβίκων: τη διαμάχη του Λένιν με τους οτζοβιστές (ή «Θεοκτίστες») και, ειδικότερα, με τη φιλοσοφία του νεο-καντιανού φυσικού Ερνστ Μαχ, στον οποίο αναφέρονται οι οτζοβιστές.
Ό,τι κρίνεται και πάλι εδώ είναι η θεωρητική στήριξη μιας πολιτικής στρατηγικής. Όπως το θέτει ο Αλτουσέρ, ο Λένιν ενδιαφέρεται για την «πρωταρχική πολιτική συσσώρευση» της Σοσιαλδημοκρατίας: για τη βαθμιαία σύγκλιση πολιτικής και φιλοσοφίας. Όπως, στην περίπτωση αστικής τάξης, η σύγκλιση πολιτικής και φιλοσοφίας βοήθησε να στεριώσει η αστική ηγεμονία, έτσι και η Σοσιαλδημοκρατία ήταν αποτέλεσμα συγχώνευσης ενός πρακτικού κινήματος (του εργατικού) με μια επαναστατική θεωρία (τον μαρξισμό).
Ποια είναι η σχέση των δύο, κινήματος και θεωρίας; Η ανάπτυξη της θεωρίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το προχώρημα του κινήματος: με τους όρους του ύστερου Αλτουσέρ, «η θεωρητική πρακτική είναι πάντα δευτερεύουσα». Η ίδια, όμως, έχει μια δική της, αυτόνομη λογική, σε σχέση με τη λογική της πρακτικής πολιτικής.
Τι σημαίνουν αυτά για τη Ρωσία; «Πρακτικό κίνημα»: Οι μεγάλες απεργίες του 1896, που υποχρεώνουν τον τσάρο σε παραχωρήσεις, δείχνουν ότι στη Ρωσία υπάρχει εργατικό κίνημα, που μάλιστα παράγει αποτελέσματα. Θεωρία: Ο μαρξισμός υφίσταται, μεν, είναι όμως ακόμα καθυστερημένος. Είναι και γι’ αυτό που κάθε πολιτική ήττα δημιουργεί πισωγυρίσματα και εσωστρέφεια. Κι αυτή η εσωστρέφεια αφορά τους Μπολσεβίκους μετά το τσάκισμα της επανάστασης του 1905. Είναι μια περίοδος που ό,τι λένε οι Μπολσεβίκοι ακούγεται από λιγότερους – και, για κάποιους, αυτή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να λένε ακρότητες.
«Συμφωνώ χίλιες φορές μαζί σας», γράφει ο Λένιν στον οτζοβιστή Μαξίμ Γκόρκι το Φλεβάρη του 1908: «χρειάζεται συστηματική πάλη (σ.σ.: η υπογράμμιση δική του) κατά της πολιτικής απογοήτευσης, της αποστασίας, της γκρίνιας». Το μέσο για τον αγώνα αυτό είναι μια κομματική εφημερίδα, που θα μπορούσε να στεγάζει και τη φιλολογική δουλειά του Γκόρκι, ώστε να ωφελείται από αυτήν και η κομματική δουλειά. Με τη φιλοσοφία, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά:
«Νιώθω πολύ», συνεχίζει ο Λένιν προς τον Γκόρκι, «ότι μου λείπει η κατάρτιση στον τομέα αυτό, και αυτό με εμποδίζει να εμφανιστώ δημόσια. Σαν απλός μαρξιστής, όμως, διαβάζω προσεκτικά τους κομματικούς μας φιλοσόφους, τον εμπειριομονιστή Μπογκτνάνοφ και τους εμπειριοκριτικιστές Μπαζάροφ και Λουνατσάρσκι, και αυτοί σπρώχνουν όλες μου τις συμπάθειες προς τον Πλεχάνοφ […] Η τακτική του είναι αποκορύφωμα προστυχιάς (σ.σ.: ο Πλεχάνοφ θεωρεί ότι δεν είναι εφικτή μια εργατική επανάσταση πριν ολοκληρωθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη στη Ρωσία). Στη φιλοσοφία όμως υποστηρίζει μια δίκαιη υπόθεση […] Επιτρέπεται άραγε να συνδέουμε τη φιλοσοφία με την κατεύθυνση της κομματικής δουλειάς; Με τον μπολσεβικισμό; Νομίζω ότι τώρα αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε […] Για την ώρα θα υποστήριζα το διαχωρισμό των φιλοσοφικών αυτών συζητήσεων, σαν αυτές που γίνονται από τους υλιστές και τους εμπείριο-», από την όλη μας κομματική δουλειά[3].
«Γερμανικά» ή «γαλλικά»;
Στο απόσπασμα αυτό, η έμφαση είναι στο «τώρα» και στο «για την ώρα»: ο Λένιν γράφει στον Γκόρκι σε στιγμή που η ενότητα του κόμματος διακυβεύεται. Λίγο νωρίτερα, στη συνδιάσκεψη των Μπολσεβίκων στη Φινλανδία, τον Ιούλιο του 1907, μια αριστερίστικη φράξια με ηγέτη τον εμπειριοκριτικιστή Μπογντάνοφ, διανοούμενο που εκτιμά ο Λένιν, ζητά από το κόμμα να ανακαλέσει τους βουλευτές των Σοσιαλδημοκρατών από τη ρωσική Δούμα (τα μέλη της φράξιας λέγονται «οτζοβιστές»: οτζοβίστι, στα ρωσικά, είναι αυτός που ανακαλεί). «Τώρα» και «για την ώρα» οι οτζοβιστές πρέπει να αντιμετωπιστούν πολιτικά – μέχρι, όμως, να γίνει δυνατό να αντιμετωπιστούν και με φιλοσοφικούς όρους.
Οι οτζοβιστές απειλούν στα σοβαρά την κυριαρχία του Λένιν στο κόμμα. Τον κατατάσσουν στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και του προσάπτουν ότι «μενσεβικίζει», ότι δηλαδή έχει ξεχάσει την επανάσταση, επειδή υποστηρίζει την κοινοβουλευτική δουλειά. Ο Λένιν εξηγεί ότι τα πράγματα μετά την καταστολή της επανάστασης του 1905 είναι κάπως πιο σύνθετα:
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης μάθαμε να μιλάμε γαλλικά, δηλαδή να εισάγουμε στο κίνημα τον μέγιστο αριθμό εξεγερσιακών συνθημάτων, να ανυψώνουμε την ενέργεια της άμεσης δράσης των μαζών και να ανυψώνουμε τους στόχους της. Τώρα, στην περίοδο της στασιμότητας, πρέπει να μάθουμε να μιλάμε γερμανικά, δηλαδή να δουλεύουμε αργά (δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα διαφορετικό) μέχρι τα πράγματα να ξαναζωντανέψουν, να δουλεύουμε σταθερά, συστηματικά, προχωρώντας βήμα βήμα. Όποιος βρίσκει αυτή τη δουλειά ανιαρή, παίρνει μάταια το όνομα του μαρξιστή.
Αντίθετα με τον Λένιν, οι αριστεριστές οτζοβιστές επιμένουν «γαλλικά». Αλλά γιατί;
Τον Ιούνιο του 1907, ο πρωθυπουργός Στολίπιν έχει ανακοινώσει έναν εξοντωτικό εκλογικό νόμο, που δίνει στην κουρία των γαιοκτημόνων έναν εκλέκτορα για κάθε 230 ψήφους, στην κουρία των αγροτών έναν για κάθε 60.000 και σε αυτή των εργατών έναν για κάθε 125.000: από το 4% των αντιπροσώπων, οι Μπολσεβίκοι θα εκλέγουν στο εξής το 2%. Οι οτζοβιστές, λοιπόν, ζητούν την ανάκληση των 19 βουλευτών που εκλέχτηκαν με τον καινούριο εκλογικό νόμο. Και ζητούν, ακόμα, την αποχή των Μπολσεβίκων και από τα νόμιμα συνδικάτα: αν πρέπει να ζητούν την άδεια της αστυνομίας για κάθε δράση τους, αν πρέπει να περιορίζονται στη νόμιμη δουλειά, τότε, από την άποψη της επανάστασης, τα συνδικάτα είναι για τους οτζοβιστές άχρηστα[4].
Βάζοντας πάνω απ’ όλα την ενότητα του κόμματος (μέχρι τελικά να διαγράψει τους αριστεριστές…), ο Λένιν προτείνει τον διαχωρισμό από τις φιλοσοφικές διαμάχες – μόνο για να ετοιμαστεί καλύτερα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του στο έδαφός τους. Από το Φλεβάρη εκείνον λοιπόν, μέχρι τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, ο Λένιν γράφει το σημαντικότερο μέχρι τότε φιλοσοφικό έργο του, το «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» – με τον διόλου ενωτικό υπότιτλο: «Κριτικά σημειώματα για μια αντιδραστική φιλοσοφία».
Γιατί, όμως, η φιλοσοφία των οτζοβιστών είναι «αντιδραστική»;
Για τους οτζοβιστές, η ήττα του 1905 σημαίνει ότι οι αγρότες δεν ήταν έτοιμοι για τον σοσιαλισμό. Οι Μπολσεβίκοι, λοιπόν –λένε–, θα έπρεπε να προετοιμάσουν τους αγρότες μέσα από τη θρησκεία και τον πνευματισμό (γι’ αυτό οι οτζοβιστές ονομάζονται και «Θεοκτίστες»): αυτά, και όχι ο μαρξισμός, αντιστοιχούν στην αγροτική εμπειρία. Για την επιχειρηματολογία αυτή, ζητούν ο μαρξισμός να συγκλίνει με την πρόοδο των φυσικών επιστημών: ο επικεφαλής τους, ο Μπογκντάνοφ, έχει επιστημονική διαμόρφωση φυσικού, ενώ και ο Γκόρκι υποστηρίζει τον Τσέχο φιλόσοφο και φυσικό Ερνστ Μαχ, που απορρίπτει τον υλισμό. Ο Μαχ υποστηρίζει ότι ο χώρος και χρόνος είναι προϊόντα των αισθήσεων που προκύπτουν από την εμπειρία: πέρα, συνεπώς, από την υποκειμενική εμπειρία, δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Το «εγώ» είναι ένα σύνολο αναμνήσεων και αισθημάτων. Ο ίδιος προτείνει την ύπαρξη μιας τέταρτης διάστασης, η οποία μπορεί να προσεγγιστεί μέσω των μαθηματικών, και στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην πρόσφατη ανακάλυψη της ραδιενέργειας: αντίθετα με όσα πίστευαν οι αρχαίοι για το αμετάβλητο της ύλης, το ράδιο και το ουράνιο έδειχναν στο εργαστήριο ότι η ύλη μετασχηματίζεται.
Πώς απαντά ο Λένιν στον Μαχ;
Καταρχάς, κρατά μια ευέλικτη στάση απέναντι στη θρησκεία[5]. Επαινεί την κριτική του Ντίτσγκεν, Γερμανού γουναρά, αυτοδίδακτου στη φιλοσοφία, σύμφωνα με τον οποίο οι μαρξιστές δεν είναι ενάντια μόνο στην τυπική θρησκεία των ιερέων, αλλά και στην πιο εκλεπτυσμένη καθηγητική θρησκεία των ιδεαλιστών. Δεν εναντιώνεται στις νέες ανακαλύψεις. Εξηγεί, όμως, ότι, ακόμα κι αν υπάρχει μια τέταρτη διάσταση, προσεγγίσιμη με βάση τα μαθηματικά, ο τσάρος μπορεί να ανατραπεί στην τρίτη διάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, για τον Λένιν κάθε υποκειμενική εμπειρία είναι απλά «αντανάκλαση» της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η κατάληξη της φιλοσοφίας του Μαχ, λέει ο ίδιος, ήταν αναπόφευκτα ο σολιψισμός: η αντίληψη ότι εκείνο που υπάρχει πραγματικά είναι το υποκείμενο και η πραγματικότητα – όλα τα άλλα βρίσκονται μόνο στη φαντασία του υποκειμένου. Αλλά και ο αγνωστικισμός: δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο αν, όπως λένε οι οπαδοί του Μαχ, ο κόσμος δεν είναι παρά σύμπλεγμα αισθημάτων. Αν ήταν έτσι, τότε, τα κίνητρα της μιας ή της άλλης ενέργειας θα ήταν τόσα όσα και τα αισθήματα: δεν θα υπήρχε κρίσιμος προσδιορισμός που να κυριαρχεί. Αν όμως δεν υπάρχει κρισιμότερος προσδιοριστικός παράγοντας ανάμεσα σε τόσους παράγοντες, τότε απλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ο Λένιν από τον μηχανιστικό υλισμό στη διαλεκτική: «Φιλοσοφικά Τετράδια» (1914-5)
Οι απόψεις του Λένιν για τον Μαχ επικρίθηκαν με δριμύτητα από μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς. Με τη μηχανιστική έννοια της αντανάκλασης, λέει ο Κορς, ο Λένιν απολυτοποιεί την αντίθεση υλισμού και ιδεαλισμού. Μεταφέρει, έτσι, γραμμικά την εγελιανή διαλεκτική στο αντικείμενο, τη Φύση και την Ιστορία. Και παρουσιάζει τη γνώση απλά ως καθρέφτη του αντικειμενικού Είναι στη συνείδηση. Για να αποφύγει τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, θα έλεγε κανείς, ενδίδει ακριβώς στον εμπειρισμό. Για τον Λένιν –λέει ο Κορς– η υλιστική φιλοσοφία γίνεται ένα είδος ανώτατου δικαστηρίου που αξιολογεί τα πορίσματα των επιστημών, παρελθόντα, τωρινά ή μελλοντικά (Κεφαλής, σ. 146) – σα να τα βάζει, θα λέγαμε, στην κομματική κλίνη του Προκρούστη.
Για τον Μπαλιμπάρ, μέχρι και τα «Φιλοσοφικά Τετράδια», αυτή η σκέψη του Λένιν σημαίνει μια σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, όπου η πρακτική είναι απλά εφαρμογή της θεωρίας της διαλεκτικής. Στα «Φιλοσοφικά Τετράδια», ο Λένιν αναγνωρίζει ότι οι διαμάχες μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού είναι πιο σύνθετες: υλιστικές και ιδεαλιστικές θεωρίες δεν παρουσιάζονται σε καθαρή μορφή (Κεφαλής, σ. 176). Παράδειγμα, η ίδια η «Λογική» του Χέγκελ: μολονότι έργο ενός ιδεαλιστή, ξεκινά από έναν αντικειμενικό ιδεαλισμό, για να καταλήξει εντέλει στον υλισμό, προσφέροντας ένα πρότυπο για την εξέλιξη της ιστορίας.
«Διαφορά του υποκειμενικού από το αντικειμενικό υπάρχει», γράφει ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τετράδια», «ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΟΡΙΑ. Διαλεκτικό = να πιάσεις τις αντιθέσεις στην ενότητά τους»[6].
Η στιγμή που γράφονται αυτά έχει σημασία: το 1914, ο παγκόσμιος πόλεμος, είναι η στιγμή που η πίστη στην αντικειμενικά προοδευτική ιστορική εξέλιξη δεν σημαίνει τίποτα χωρίς την παρέμβαση ενός πολιτικού υποκειμένου που θα αναλάβει δράση καταλύτη, τη στιγμή της «επιτάχυνσης» της ιστορίας.
Οι φιλοσοφικές διαμάχες μετά τη σταλινική αντεπανάσταση
Αν η φιλοσοφία είναι «αγώνας για τις λέξεις» πολλά χρόνια πριν από την επανάσταση, το μετεπαναστατικό κομομυνιστικό κόμμα κάθε άλλο παρά υποτιμά τον αγώνα αυτό.
Μετά τον εμφύλιο, το 1922, διανοούμενοι, μέλη και συμπαθούντες του ρωσικού κόμματος ιδρύουν το περιοδικό «Υπό τη σημαία του μαρξισμού», οργανώνοντας την αντιπαράθεση με τον ιδεαλισμό στη νέα συγκυρία. Η σοβαρότερη φιλοσοφική διαμάχη εκδηλώνεται την περίοδο 1924-1931: Στη μια πλευρά βρίσκονται οι «διαλεκτικοί», που, επαναλαμβάνοντας θέσεις του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», επιδιώκουν την υπαγωγή των φυσικών επιστημόνων στον κομματικό μαρξισμό. Από την άλλη οι «μηχανικιστές», που απορρίπτουν την υπαγωγή των φυσικών επιστημών στην κομματική φιλοσοφία, δηλώνοντας όμως ότι η ίδια η επιστήμη είναι από μόνη της φιλοσοφία[7], άρα απορρίπτοντας τη φιλοσοφία. Την εποχή αυτή ο Μπογκντάνοφ συμπλέει φιλοσοφικά με τους δεύτερους, ενώ σε πολιτικό επίπεδο απορρίπτει τη συμμαχία της σοβιετικής εξουσίας με τον αγροτικό κόσμο («Προλέτκουλτ»).
Με τον Στάλιν να υπερασπίζεται την «μπολσεβικοποίηση» της φιλοσοφικής και επιστημονικής ζωής, η διαμάχη λύνεται τελικά με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, τον Γενάρη του 1931: η απόφαση καταδικάζει «μηχανικιστές» και «διαλεκτικούς» κατηγορώντας τους δεύτερους για «μενσεβικίζοντα ιδεαλισμό». Η φιλοσοφία, που επί Λένιν δεν έπρεπε να διχάζει το κόμμα, γίνεται μια από τις σημαίες του πολιτικού διχασμού.
Απέναντι στον Λένιν και υπέρ του: Πάνεκοκ και Αλτουσέρ, θερμά και ψυχρά ρεύματα του μαρξισμού στη Δύση
Η προσφυγή στη φιλοσοφία στο πλαίσιο της πολιτικής, που τελικά γίνεται ξάπλωμα της φιλοσοφίας στην κομματική κλίνη του Προκρούστη, δεν εγκαινιάστηκε επί Στάλιν: ο Λένιν, γράφει το 1938 ο Άντον Πάνεκοκ (1873-1960), προηγήθηκε.
Ο Πάνεκοκ ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του ΚΚ Ολλανδίας και τα γραπτά του αποτελούν μερικές από τις καλύτερες σελίδες της κριτικής του συμβουλιακού κομμουνισμού εναντίον του «κομματικού κομμουνισμού». Στη μελέτη «Ο Λένιν σαν φιλόσοφος», του 1938, αναλύει υπομονετικά τα έργα των Ντίτσγκεν, Μαχ, Αβενάριους και Λένιν, καταλήγοντας ότι ο Λένιν διαστρέβλωσε τη σκέψη του Μαχ. Αλλά γιατί συνέβη αυτό; Ο Πάνεκοκ δεν αρνείται την αξία της αντιπαράθεσης με τον ιδεαλισμό του Μαχ – και με ό,τι ο Λένιν ονομάζει «φιντεϊσμό», δηλαδή με τον θρησκευτικό μυστικισμό. Αυτό που καταλογίζει στον Λένιν είναι ότι, σε μια περίοδο που το κόμμα των Μπολσεβίκων είχε προσεγγίσει έναν ευρύ κύκλο διανοουμένων, κάποιοι από τους οποίους ήταν πράγματι «ευάλωτοι» στις αντιϋλιστικές/ιδεαλιστικές απόψεις, ο ίδιος διαστρέβλωσε τη σκέψη των αντιπάλων του (κάποτε από πρόθεση, άλλοτε από άγνοια), και έκανε τη μάχη με την πίστη, τη θρησκεία, τον ανορθολογισμό, κύρια πλευρά της κριτικής του. Επρόκειτο για έναν μαρξισμό με βαθύ το αποτύπωμα του αστικού υλισμού, στην υπηρεσία μιας επανάστασης που, στη Ρωσία (αντίθετα με τη Δύση), ήταν μισο-αστική στο σκοπό (ανατροπή του τσάρου) και μισο-προλεταριακή, όσον αφορά τις δυνάμεις στις οποίες στηρίχτηκε. Σύμφωνα με τον Πάνεκοκ,
μετά την επανάσταση, ο “Λενινισμός” αναδείχτηκε σε επίσημη φιλοσοφία του κράτους, σαν συνδυασμός του αστικού υλισμού και της θεωρίας του Μαρξ για την κοινωνική εξέλιξη, στολισμένη με κάποια διαλεκτική ορολογία. Αυτή η υλιστική φιλοσοφία ήταν ακριβώς η θεωρία που χρειάζονταν οι Ρώσοι διανοούμενοι, που έβλεπαν, τώρα που οι φυσικές επιστήμες και η τεχνική παρείχαν τη βάση για μια γρήγορα αναπτυσσόμενη παραγωγή που αυτοί θα διεύθυναν, το μέλλον ανοιχτό μπροστά τους, σαν κυρίαρχη τάξη μιας αχανούς αυτοκρατορίας[8].
Αν ο Πάνεκοκ ανήκει στα «θερμά», υποκειμενιστικά ρεύματα του μαρξισμού, ο Αλτουσέρ βρίσκεται σε άλλο μήκος. Και γι’ αυτόν, βεβαίως, η φιλοσοφία είναι το «όπλο της κριτικής», εν προκειμένω απέναντι στο ΚΚ Γαλλίας: επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό του και τη διεύρυνση προς μετριοπαθέστερα στρώματα, το κόμμα κάνει σημαία τον φιλοσοφικό ανθρωπισμό και, στα τέλη πια της δεκαετίας του ’70, απορρίπτει ως «παρωχημένη» την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, εγκαταλείποντας επί της ουσίας τον λενινισμό και την προοπτική της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας. Στο «Η φιλοσοφία ως όπλο της επανάστασης», κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Unità, την εφημερίδα του ιταλικού ΚΚ, το 1968, ο Αλτουσέρ αντιτείνει:
Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για την κατάργηση των τάξεων και για μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου μια μέρα όλοι οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι και αδελφωμένοι. Ωστόσο, ολόκληρη η κλασική μαρξιστική παράδοση αρνήθηκε να ισχυριστεί ότι ο μαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός (σ.σ.: όπως υποστηρίζει ο Σαρτρ). Για ποιον λόγο; Επειδή πρακτικά, επομένως σε επίπεδο γεγονότων, η λέξη Ανθρωπισμός αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης για την αστική ιδεολογία, η οποία τη χρησιμοποιεί για να πολεμήσει, δηλαδή για να εξαλείψει, μια άλλη, αληθή και ζωτική για το προλεταριάτο λέξη: την πάλη των τάξεων (σ. 108-9).
Αυτό που αποφασίζει (και) για τις λέξεις, βέβαια, είναι το πολιτικό συγκείμενο. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ δεν αρνείται ότι ο σοσιαλισμός επιδιώκει «την απελευθέρωση του ανθρώπου» («Για τον Μαρξ, 1964). Και έχει βεβαίως την ευθυκρισία να διακρίνει τον «ανθρωπισμό» όταν περιορίζεται στην κριτική κατά της σταλινικής προσωπολατρίας, από τον σοσιαλιστικό ανθρωπισμό που υπερασπίζονται οι εξεγερμένοι στην Πράγα του ’68, απέναντι στα σοβιετικά τανκς.
Μια πρώτη εκδοχή του κειμένου γράφτηκε για την παρουσίαση του βιβλίου «Ο Λένιν και η φιλοσοφία» στη Θεσσαλονίκη, στο μπαρ «Μανιφέστο», στις 6 Απριλίου 2017, που κάναμε μαζί με τον Αντώνη Βαρσάμη.
[1] Βλ. σχετικά, Έτορε Τσινέλα. Ο Άλλος Μαρξ (μτφρ.: Άννα Γρίβα), Εκδόσεις των Συναδέλφων 2019.
[2] Β. Λένιν, Τι είναι οι «Φίλοι του Λαού» και πώς πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες, Θεμέλιο 1975, σ. 12
[3] Λένιν, Άπαντα, τ. 47, «Γράμμα στον Μαξίμ Γκόρκι, 7.2.1908», σ. 135.
[4] Βλ. Τόνι Κλιφ, Λένιν. 1893-1914. Τα χρόνια της συγκρότησης των Μπολσεβίκων (μτφρ.: Λέανδρος Μπόλαρης, Χρήστος Πετράκος), Εργατική Δημοκρατία 1995
[5] Για τις αντιλήψεις των Κάουτσκι, Λένιν και Λούξεμπουργκ στα ζητήματα της θρησκείας, βλ. το έξοδο δοκίμιο του Michael Löwy, Τhe War of Gods. Religion and politics in Latin America, Verso, London-New York 1996.
[6] Β. Λένιν, Άπαντα, τ. 29, σ. 90
[7] Τάσος Μπέτζελος, «Φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις στην ΕΣΣΔ (1922-1931)», Εκτός Γραμμής, Οκτώβριος 2012
[8] Άντον Πάνεκουκ, Ο Λένιν σαν φιλόσοφος (μτφρ.: Ζαχαρίας Δεμαθάς, Γιώργος Σιούνας), Ύψιλον 1981, s. 146
One Ping
Pingback:Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΤΕΣ – Bouquiniste