Τι άλλο θα μπορούσε να πάει στραβά;
-Ε, θα μπορούσε να βρέχει.
«Εγώ δεν θα πάω να ψηφίσω», έλεγε μια άποψη σε συζήτηση για τις τότε επικείμενες εκλογές, «αλλά αν ψήφιζα θα ψήφιζα Λεβέντη. Όταν ήμουν μικρή, έβλεπα τα βίντεό του με τους φίλους μου και γελάγαμε». Είναι πράγματι ισχυρή και εν πολλοίς λογική η ανάγκη πολλών να περισώσουν κάτι από την παιδικότητά τους σήμερα. Ο οργισμένος με το σύστημα καναλάρχης που άλλοτε μαινόταν από οθόνη σε οθόνη προκαλώντας το γέλιο, όμως, ελάχιστα θυμίζει τον «αδικημένο προφήτη», ο οποίος χθες διέβη το ποσοστιαίο κατώφλι της συμμετοχής στο κοινοβούλιο. Είναι πια μια ανάμνηση ενός αστείου και πολύ λιγότερο ένα αστείο καθ’ εαυτό· ένα σουβενίρ αντί για ένα εργαλείο.
Την ημέρα που θα τον καλέσουν για πρώτη φορά στη Βουλή, ο μειλίχιος κύριος Βασίλης Λεβέντης θα ξυπνήσει το πρωί με μια κάποια ευχαρίστηση. Θα διαλέξει απ’ την ντουλάπα ένα απ’ τα καλύτερα κουστούμια του και ένα πουκάμισο που δεν θα ταιριάζει απαραίτητα με το χρώμα του. Στο περιστύλιο, θα μιλήσει στους δημοσιογράφους αμήχανα, αργά και σπαστά, λέγοντας κάτι που κανείς δεν θα θυμάται δέκα λεπτά αργότερα. Στα έδρανα, θα συναντηθεί με τους κομματικούς του συντρόφους που θα τον υποδεχθούν σαν ήρωα. Όταν καθίσει κάτω, θα κοιτάξει γύρω του τη νέα στελέχωση του πολιτικού συστήματος με το γνωστό του βλέμμα, που άλλοτε γράφεται στον φακό κάπως λυπημένο κι άλλοτε αφόρητα κενό. Θα ήθελε πολύ, αλλά δυστυχώς δεν θα μπορεί να δει τον εαυτό του.
Όπου δεν φτάνει το βλέμμα, ωστόσο, φτάνει η τηλεοπτική κάμερα, ο μέχρι τώρα καλύτερος φίλος του Βασίλη Λεβέντη. Χάρη σ’ αυτή έγινε ο πρώτος viral πρωταγωνιστής της χώρας, πολλά χρόνια πριν οι ευρυζωνικές συνδέσεις και τα κοινωνικά δίκτυα αρχίσουν να χαρίζουν εφήμερη διασημότητα σε καθημερινή βάση. Χάρη σ’ αυτή κέρδισε τη συμπάθεια του κόσμου που τον συμπόνεσε όταν ο Πάνος Παναγιωτόπουλος προσπάθησε να τον εξευτελίσει. Τέλος, χάρη σ’ αυτή ξαναγεννήθηκε με το προφίλ του «σοβαρού» πολιτικού, ως βιώσιμη εκλογική επιλογή, σχεδόν ισότιμη με τις άλλες. Ο Βασίλης Λεβέντης, άλλωστε, ανέβηκε με την κρίση του πολιτικού συστήματος που κατέστησε τα κανάλια της σχολής Τηλεάστυ δεξαμενές αναστελέχωσης του, ανοίγοντας την πόρτα άλλοτε στους γόνους του ελληνικού φασισμού και άλλοτε στη γραφική «αθωότητα» της Ένωσης Κεντρώων.
Κοιτώντας τις προεκλογικές ομιλίες και τα διαφημιστικά των υποψηφίων του, το νεοεισακτέο στη Βουλή κόμμα μοιάζει με πινακοθήκη της ατέλειας. Οι άνθρωποί του είναι τόσο οικείοι που γίνονται είδωλα. Ο λόγος τους είναι απλός, λιτός, με περισσότερο ενδιαφέρον να είναι κατανοητός απ’ ό,τι έγκυρος. Η εμφάνισή τους είναι αποτέλεσμα αδυναμίας, αλλά και άρνησης να προσομοιάσουν στη στρογγυλεμένη εικόνα των επαγγελματιών της πολιτικής. Στο κοινό του συχνάζουν υπερήλικες που μοιάζουν περισσότερο με τις καθημερινές φιγούρες που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, παρά με κάποιον καλοδιατηρημένο εύπορο σταρ του Χόλιγουντ. Το «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» προσωπείο της Ένωσης Κεντρώων καταλήγει να λειτουργεί σαν δημοκρατικό αίτημα, σαν απαίτηση ενός πληθυσμού που δεν έχει την κατάρτιση, το αισθητήριο, την ευγλωττία και την εμπειρία να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της πολιτικής αρένας, να έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση και την άσκηση της πολιτικής, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το περιέχομενό της.
Την 20η Σεπτεμβρίου, ωστόσο, η πινακοθήκη έγινε πολιτική δυναμή και προσαρμόστηκε αρκετά γρήγορα στον νέο της ρόλο. Οι πρώτες δηλώσεις του ηγέτη της, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το περιβάλλον των κυβερνήσεων συνεργασίας, πίεσαν κατευθείαν προς την κατεύθυνση της οικουμενικής κυβέρνησης. Εφεξής, η Ένωση Κεντρώων θα κάνει συμμαχίες ή θα συγκρουστεί με άλλες δυνάμεις, θα ψηφίσει ή θα καταψηφίσει νομοσχέδια, θα έχει έναν χώρο στο βήμα της Βουλής να προβάλλει με μεγαλύτερη ένταση τις ιδέες της και η εφημερίδα «Αντιδιαπλοκή» θα αρχίσει να φτάνει στα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο σκληρά νεοφιλελεύθερος Βασίλης Λεβέντης και οι συνεργάτες του, θα λοιδορούν αυτούς που τους ψήφισαν ως «κομπλεξικούς φτωχούς», στηρίζοντας πολιτικά οποιαδήποτε κοινοβουλευτική απόφαση θα υποβαθμίζει το βιοτικό τους επίπεδο.
Άλλωστε, ξέρει να το κάνει: πίσω απ’ το μιντιακό κατασκεύασμα του αθώου Λεβέντη, κρύβεται ένας άνθρωπος που βρέθηκε πολλάκις στα ψηφοδέλτια και των δύο μεγάλων κομμάτων του παλιού δικομματισμού, ενώ δεν ήταν μικρή και η εμπλοκή του με τη δημοσιογραφική εξουσία – αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το κανάλι που του έκλεινε «το σύστημα», αγοράστηκε τελικά από την οικογένεια Κουρή. Όσο κι αν η εκλογή του παρουσιάζεται ως άμωμος σύλληψη, ο Βασίλης Λεβέντης δεν υπήρξε τίποτα άλλο από έναν ινσάιντερ που ντύθηκε με τα ρούχα του αουτσάιντερ, υποβοηθήθηκε από τον τηλεοπτικό χώρο και έπεισε έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων, προερχόμενων κυρίως από τα κατώτερα στρώματα, να ανταλλάξει τον άρτο του για τα θεάματα, στη μεγαλύτερη νίκη της αντιπολιτικής μέχρι σήμερα.
Πηγή: Rednotebook.gr
Photo Credit: Menelaos Myrillas / SOOC