Λέων Α. Ναρ, «Να βρω ξανά του νήματος την άκρη…». Σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου (πρόλογος: Άκης Σακισλόγλου), Πατάκης 2022, σσ.: 157
Όταν προσπαθείς να εξηγήσεις τι είναι αυτό που σε συγκινεί, σχεδόν πάντα το αδικείς και το μειώνεις: αυτό σκεφτόμουν μετά την πρώτη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Γης, όταν έμαθα πως ο φιλόλογος Λέων Ναρ –γνωστός κυρίως από το έργο του για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης–, έγραψε τώρα βιβλίο για τον Θανάση. Την καχυποψία μου ενίσχυε αυτό το κάπως βαρύγδουπο στον υπότιτλο – «σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας». Και η καχυποψία γινόταν μισοβεβαιότητα διαβάζοντας τον Ναρ στις πρώτες σελίδες: «η καλλιτεχνική οπτική του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι ιδιότυπη [άρα] δεν μπορούσε να συνάδει με τον κυρίαρχο λαϊκισμό της δεκαετίας του ’80 κατά την οποία εμφανίστηκε στο χώρο» (σ. 25). Ο Θανάσης ενάντια στον «λαϊκισμό»; Από πού ήρθε αυτό;
Πριν καλά καλά ξεκινήσω, μου μύριζε ακαδημαϊκό μικροσκόπιο – η ματιά ενός φιλομαθή αλλά τελείως εξωτερικού παρατηρητή. Προς τιμή του, ο Ναρ το είχε «μαντέψει»: «Η ποίηση του [Παπακωνσταντίνου]», λέει κάπου στην αρχή, «αυτοσυστήνεται και δε χρήζει διαμεσολάβησης, θα πουν ίσως οι πιο επιφυλακτικοί αναγνώστες» (σ. 19). Η δική μου επιφύλαξη αποδείχτηκε τελικά λάθος – το λάθος που κάνουμε να ζητάμε πιστοποιητικά «αυθεντικότητας», όταν πιστεύουμε ότι μόνο εμείς ξέρουμε και μπορούμε να μιλάμε σε βάθος γι’ αυτά που μας συγκινούν. Πριν γράψει, ο Ναρ φρόντισε έντιμα να ξέρει για τι θα γράψει, μιλώντας με ανθρώπους που γνωρίζαν καλύτερα τον Θανάση, διαβάζοντας όσους έγραψαν νωρίτερα γι’ αυτόν, κουβεντιάζοντας με τον ίδιο διαδικτυακά και στο Μεταξοχώρι της Αγιάς, στους πρόποδες του Κίσσαβου, τις μέρες της καραντίνας. Διάβασε τον Σέζαρ Βαγέχο και τον Οκτάβιο Πας – αλλά και τη ζωή του επαναστάτη Φορτίνο Σαμάνο. Κι έγραψε τελικά ένα βιβλίο λες και για να δικαιώσει τον πρόλογο του Άκη Σακισλόγλου: τα τραγούδια του «Θαnice» (πείραγμα για το λαρισινό αξάν του Παπακωνσταντίνου) θα βρουν κάποτε τη θέση που τους αξίζει στο σχολικό πρόγραμμα – όσο κι αν, για την ώρα, δεν επιτρέπεται τόση αισιοδοξία.
Πρώτα ο στίχος
Στο βιβλίο παρουσιάζονται 43 τραγούδια από μια διαδρομή τριών δεκαετιών (αν τις μετράμε από την «Αγία Νοσταλγία» του ’93), ή και τεσσάρων (αν το μέτρημα αρχίζει με τη «Χελώνα» και τον «Μαύρο γάτο»). Ο Ναρ βάζει τη διαδρομή αυτή στο «πλαίσιό» της: στο στούντιο Αγροτικόν του Παπάζογλου – σημείο συνάντησης για τη «σκηνή της Θεσσαλονίκης», όπως λέγεται η φουρνιά που περιλαμβάνει τον Μάλαμα, τον Περίδη, τη Μελίνα Κανά, τη Λιζέτα Καλημέρη, τον Ζερβουδάκη, φτάνοντας μέχρι τις Τρύπες.
Το θέμα του βιβλίου είναι περισσότερο ο στίχος, οι θεματικές και οι επιρροές του Θανάση: η φύση, ο έρωτας, τα γεράματα και ο θάνατος, η επανάσταση, η αυτοκτονία και η μετανάστευση – με τις ρίζες πότε στο δημοτικό και το ρεμπέτικο, πότε στην παράδοση των Ινδιάνων (αποκεί έρχεται το «Άστρο του πρωινού») ή σε ποιητές σαν τον Ρίλκε, τον Λόρκα, τον Πας, τον Πεσόα, τον Ομάρ Καγιάμ, τον Καρούζο και τον Λειβαδίτη, τον Χρήστο Μπράβο και τη Μαρία Μουτσάκη.
Το λαϊκό και το «ελιτίστικο»
Μέχρι να αρχίσουν να γεμίζουν θέατρα και γήπεδα (όπως κανένα κόμμα δεν το μπορεί πια…), όλα αυτά ήταν για κάποιους άγνωστα ή απλώς «ελιτίστικα» – κι ακόμα τέτοια θεωρούνται. Τι έκανε, όμως, «λαϊκούς», μια φορά κι έναν καιρό, τον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Λειβαδίτη και τον Γκάτσο, μέχρι να τους μελοποιήσουν οι συμφωνικοί Χατζιδάκις και Θεοδωράκης – χειραφετώντας το μεγάλο κοινό πολιτιστικά, και στηρίζοντας την πολιτική χειραφέτησή του; Πρέπει σώνει και καλά ποιητής και συνθέτης νάναι διαφορετικά πρόσωπα, όπως τότε; Με τη γνωστή σεμνότητα μέχρι αυτοϋπονόμευσης, χωρίς δηλαδή να περνιέται για συνεχιστής του μεγάλου λαϊκού τραγουδιού, λέει ο Θανάσης:
[…] κατά βάση δεν είμαι διανοούμενος, είμαι λαϊκός τύπος. Και η διανοητική μου ένδεια είναι σαν μια στενωπός, ένα ακούσιο φίλτρο, που δεν αφήνει την εσωτερική τρικυμία να μετατραπεί σε εκατό τοις εκατό εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Για παράδειγμα, αρκετές φορές γράφω με μια αυτόματη γραφή, παραληρηματικά. Παρ’ όλα αυτά, τα περισσότερα γίνονται αποδεκτά από τον κόσμο, γιατί οι στίχοι διέρχονται μέσα από αυτή τη στενωπό και αποκτούν μια λαϊκότητα. Δε βγαίνει δηλαδή κάτι ελιτίστικο, κάτι διανοουμενίστικο (σ. 51).
Το «έντεχνο» και το άτεχνο
Παρότι το βασικό στο βιβλίο είναι ο στίχος, μόλο που οι επιδράσεις και η «σχολή της Θεσσαλονίκης» ταυτίζονται με τον έντεχνο, ο Παπακωνσταντίνου μιλάει για τη μουσική, εξηγώντας με τον τρόπο του μια ροπή προς …το άτεχνο:
[…] δεν ήθελα να κάνω ασκήσεις και τέτοια. Από την πρώτη στιγμή που πήρα στα χέρια μου ένα όργανο ήθελα να βγάζω μελωδίες δικές μου, οπότε σαν οργανοπαίκτης παρέμεινα ανεπαρκής. Όπως συμβαίνει, λοιπόν, συχνά με κάποιους ανθρώπους που έχουν χάσει μια από τις αισθήσεις τους (π.χ. τους τυφλούς), και αναπτύσσουν τις υπόλοιπες για να καλύψουν το κενό στην πρόσληψη της πραγματικότητας, έτσι κι εγώ –ενδόμυχα– προσπάθησα να ισοφαρίσω την έλλειψη τεχνικής στο όργανο με το να βρίσκω διάφορα κουρδίσματα και να παίζω πάνω σ’ αυτά (σ. 38).
Ο κοινοτάρχης και η κοινότητα
Διάβασα το βιβλίο του Ναρ μέρες μετά τις δυο συναυλίες στο Θέατρο Γης και τις τέσσερις στο Κατράκειο – ένα μήνα πριν από αυτήν στο Θέατρο Βράχων. Όπως καιρό πριν, οι συναυλίες αυτές σήμαναν και πάλι το ετήσιο ραντεβού με ένα φίλο που δεν σε ξέρει, αλλά «παρακολουθεί» τη ζωή σου στις μεγάλες στιγμές (όταν ερωτεύεσαι, όταν θυμώνεις, όταν πενθείς), και στις μικρότερες – όταν χρειάζεσαι απλά δυο λόγια να πάρεις θάρρος. Ένα φίλο που σε παρασύρει να χορεύεις, εσένα που δε χορεύεις ποτέ, και καμιά φορά και να κλαις: από χαρά, που σταθήκαμε όρθιοι και ξανασυναντιόμαστε, από κάποια άγνωστης προέλευσης ενοχή, από νοσταλγία ή χωρίς λόγο. Αυτά, φαντάζομαι, κάνουν τις συναυλίες του Θανάση λαϊκές γιορτές – ξανασυναπάντημα μιας κοινότητας που όσο πάει και μεγαλώνει εδώ και τριάντα χρόνια: Στη πάνω μεριά της, η Μελίνα, η Λιζέτα, η Μαρία Παπανικολάου, η Μάρθα Φριντζήλα και η Ματούλα Ζαμάνη, η Ιουλία Καραπατάκη – ο Μυστακίδης και ο Πιστιόλης των Villagers, ο Γιώργος Μιχαήλ και ο Φώτης Σιώτας, ο Κτιστάκης και ο Λίταινας, ο Μπαντούκ και ο Μπασλάμ, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο Μάλαμας και ο Αγγελάκας. Στην κάτω, ένας κόσμος που, όλος μαζί, δεν εκπροσωπείται παρά μόνο από τον «κοινοτάρχη»: αυτός είναι που μαζεύει κάθε τόσο την κοινότητα, που εγγυάται την ευρυχωρία της χωρίς να κάνει εκπτώσεις (με τους επαναστάτες, τους φυλακισμένους, τους μετανάστες, τους απεργούς πείνας, τους αυτόχειρες), που της δίνει συντεταγμένες (από τη Λάρισα ως την Ανδρομέδα και τον Αλτάιρ), και ιστορική προοπτική (απ’ τα δρομάκια των περιδινούμενων δερβίσηδων και την ελληνική μετανάστευση στην Αμερική, μέχρι τον Άρη και τον Τσε). Για δεύτερη φορά διαβάζω στον Ναρ αυτό που σκέφτομαι:
Σήμερα που λείπει, σε μεγάλο βαθμό, η αίσθηση της κοινότητας, γινόμαστε σταδιακά ολοένα και πιο αποσυνάγωγοι, πιο ξένοι. Στους στίχους του Παπακωνσταντίνου όμως η αίσθηση της κοινότητας υπάρχει. Όποιος, άλλωστε, παρακολουθεί τις συναυλίες του, ή συζητά με τους ακροατές (και όχι κατ’ ανάγκη θαυμαστές) του, αντιλαμβάνεται πως τελικά οι τομές, οι κάθε είδους τομές, είτε κοινωνικές και πολιτικές είτε πνευματικές και καλλιτεχνικές, προκύπτουν στην ιερή κολυμπήθρα των συλλογικοτήτων (σ. 141).
Στη μνήμη του Θανάση Μ., που μου έμαθε τον Θανάση.