in

Ο κεραυνός που δεν ακούγεται

Του Χρήστου Λάσκου

Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της εποχής μας -Μεγαλείο και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος, Τόπος, σελ. 460 (μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς)

Η ιστορία δεν κάνει τίποτα

Φρ. Ένγκελς

«Ο κεραυνός που δεν ακούγεται», τίτλος του εισαγωγικού κεφαλαίου στο βιβλίο του Μπενσαΐντ, αναφέρεται στο μαρξικό έργο. Ο κεραυνός που δεν ακούγεται είναι ο Μαρξ.

Θα πρόσθετα, όμως, πως είναι και ο Μπενσαΐντ. Κατά τη γνώμη μου, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της μετά το ’68 γενιάς, ο οποίος, επιπλέον, αναπαρήγαγε τον παλιό τρόπο των επαναστατών θεωρητικών, που τους ήθελε, πρώτα απ’ όλα, πολιτικούς και κοινωνικούς αγωνιστές.

Όχι ως κεραυνός, αλλά ούτε ως υπόκωφος θόρυβος υφίσταται. Κι αυτό συνιστά μεγάλη απώλεια για την Αριστερά. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, δεν λείπουν οι εκδόσεις έργων του. Εκτός από το υπό συζήτηση βιβλίο του, κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, ο εξαιρετικός «οδηγός» «Μαρξ: τρόπος χρήσης», από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το μοναδικό στο είδος του «Η επαναστατική στρατηγική σήμερα», από την Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, όπως και η συμβολή του στον τόμο «Ιστορία και Επανάσταση», των εκδόσεων Angelus Novus. Σε συνδυασμό με άρθρα ή συνεντεύξεις του είναι επαρκέστατα, για να προκαλέσουν τη συζήτηση που τους αξίζει. Δεν την προκαλούν, ωστόσο. Και αυτό δεν αποτελεί, κυρίως, ακαδημαϊκό έλλειμμα. Είναι, περισσότερο, δείκτης πολιτικής ένδειας.

«Ο Μαρξ της εποχής μας», έργο των μέσων της δεκαετίας του ’90, αναμετριέται με όλα όσα μας απασχολούν ακόμη σήμερα. Με πολύ μεγαλύτερη, μάλιστα, ένταση από ό,τι τότε. Ο νεοφιλελευθερισμός, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της «παγκοσμιοποίησης», οι επιπτώσεις της ντροπιαστικής κατάρρευσης του «υπαρκτού», η κλιματική κρίση είναι σήμερα, στο πλαίσιο του καπιταλισμού της καταστροφής, ακόμη περισσότερο ενεργές πραγματικότητες απ’ ό,τι τότε.

Ο Μπενσαΐντ εδώ, παίρνοντας μαχητικά μέρος στις διαμάχες του καιρού, επιχειρεί να εξηγήσει τι είναι -δηλαδή, τι δεν είναι- ο Μαρξ.  Και, μέσα από αυτήν την «αρνητική» παρουσίαση, κατορθώνει πραγματικά να διαμορφώσει μια πολύ πειστική κατάφαση απέναντι στο μαρξικό έργο, αναδεικνύοντας το μοναδικό μεγαλείο του μέσα από τις πολλές «κακοδαιμονίες» της πορείας του, της πρόσληψης και των «εφαρμογών» του.

Τι δεν είναι, λοιπόν, η θεωρία του Μαρξ, μ’ όλο που οι αντίπαλοι, αλλά και  πάρα πολλοί που μιλούν στ’ όνομά του, ισχυρίζονται πως είναι κατεξοχήν;

Η μαρξική θεωρία δεν είναι φιλοσοφία της ιστορίας. Δεν ξέρει το «νόημα» της ιστορίας, ούτε το «τέλος» της, αγνοεί τι θα σήμαινε η «ολοκλήρωσή» της. Δεν έχει καμιά βεβαιότητα σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη «σωτηρία» ούτε για την επανόρθωση των αδικιών που συμβαίνουν κατά την πορεία της.

Η μαρξική θεωρία δεν είναι εμπειρική κοινωνιολογία των τάξεων. «Εναντίον της θετικιστικής ορθολογικότητας, η οποία τακτοποιεί και ταξινομεί, καταγράφει και καταχωρεί, καταπραΰνει και συμβιβάζει, η θεωρία του Μαρξ αναδεικνύει τη δυναμική μιας  κοινωνικής σύγκρουσης και καθιστά αντιληπτή την οφθαλμαπάτη του εμπορεύματος» (σελ. 13). Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει είναι η πάλη -και, ιδίως, η πάλη των τάξεων.

Η θεωρία του Μαρξ δεν είναι μια επιστήμη της οικονομίας. Πολύ περισσότερο δεν είναι μια «θετική» επιστήμη της οικονομίας κατά το πρότυπο της κλασικής μηχανικής που κυριαρχεί ακόμη στις μέρες του. Το μηχανιστικό μοντέλο δεν είναι άχρηστο, αλλά δεν είναι και επαρκές, για να συλληφθούν σύνθετες ολότητες, όπως αυτές του έμβιου ή του κοινωνικού. Εδώ η «γερμανική επιστήμη» -και όχι μόνο στην εγελιανή της «στιγμή»- είναι απαραίτητη όσο και η νευτώνεια.

Αυτό που κάνει ο Μαρξ, μην κάνοντας τα προηγούμενα, είναι να διατυπώνει μια νέα γραφή της ιστορίας, βασισμένη όχι στη γραμμικότητα της  «προόδου» και τον ντετερμινισμό, αλλά στο παράκαιρο και την ασυγχρονία. Με επιμονή στην επισήμανση των χασμάτων, των περιδινήσεων, των αβυσσαλέων «επιστροφών», επισήμανση που είναι απολύτως απαραίτητη επιστημολογικά, για όποιον θέλει να υπηρετεί μια κριτική θεωρία για την κοινωνική πάλη και την αλλαγή του κόσμου.

Ο κομμουνισμός δεν «έρχεται», αλλά φτιάχνεται από τους ανθρώπους, όπως και η ιστορία, η οποία, να το ξαναπούμε «δεν κάνει τίποτε». Το μόνο που ξέρουμε είναι η δυνατότητά του, που συνιστά, με όρους «γερμανικής επιστήμης» τη μόνη «συγκεκριμένη αναγκαιότητά» του. «Μια «ελεύθερη αναγκαιότητα», λέει ο Σπινόζα. Μια «τείνουσα αναγκαιότητα», λέει ο Λάιμπνιτς. Μια ενδεχομενική αναγκαιότητα» (σελ. 352).

Ο κομμουνισμός δημιουργείται μέσα από ποικίλες, απρόβλεπτες, αν και όχι απροσδιόριστες, ενδεχομενικότητες. Είναι υπόθεση όχι αναμονής «επιστημονικά» δικαιολογημένης, αλλά στρατηγικής, δηλαδή παρέμβασης στη συγκυρία.

Ο Μπενσαΐντ παρουσιάζει με εξαιρετικό -μοναδικό, πραγματικά- τρόπο όλη τη φιλοσοφική συζήτηση πάνω στα θέματα του χρόνου -των χρόνων , της αιτιότητας, της δυνητικότητας και της αναγκαιότητας, της ενδεχομενικότητας, της κατευθυντικότητας, της τελεολογίας -καλύτερα των ποικίλων τελεολογιών. Από αυτήν την άποψη, το βιβλίο μπορεί να αξιοποιηθεί και ως πολύ υψηλού επιπέδου εγχειρίδιο αναφορικά με τις μείζονες θεματικές της οντολογίας και της γνωσιολογίας.

Οι αναφορές του είναι πρωτοφανώς, πολλές φορές, πλούσιες, αλλά και απρόσμενες. Και δεν αναφέρομαι στην επαναφορά του Χέγκελ στο κέντρο της συζήτησης μετά από δεκαετίες απόρριψής του, ως προβληματικής και παραπειστικής «πηγής» του μαρξικού έργου. Αν όλοι, πλέον, «ξέρουν» πως χωρίς τον Σπινόζα δύσκολα διαβάζεις Μαρξ, η πληθωριστική χρήση του Λάιμπνιτς δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μεγάλη έκπληξη. Η πραγμάτευσή του βουτάει βαθειά στον χώρο της «μεταφυσικής» μετά λόγου γνώσεως κι έτσι ξεκαθαρίζει ζητήματα κεντρικής σημασίας και «επιρροής», που έμεναν συνήθως στο περιθώριο.

Οι αντίπαλοί του -από τους ποπεριανούς μέχρι τους αναλυτικούς μαρξιστές, ιδίως, όμως, τους επί πολύ κυριαρχούντες, με καταστροφικά πολιτικά αποτελέσματα, θεράποντες του θετικιστικού «μαρξισμού» της νομοτέλειας και του «αντικειμενικού»- δεν παύουν να είναι και σήμερα, με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους, αντίπαλοι. Σε μια καρικατουρίστικη εκδοχή, δείτε την επαναφορά της «προόδου» ως στόχου μιας ορισμένης αριστερής πολιτικής στα καθημάς, σχεδόν εκατό χρόνια μετά από την προτροπή του Μπένγιαμιν για «έναν ιστορικό υλισμό που θα καταργήσει την ιδέα της προόδου»  επενδύοντας στην «μεσσιανική» προοπτική της Επανάστασης ως ρήξης του συνεχούς και πέρασμα στο αλλού.

Ενάντια, λοιπόν, στην ιδέα της προόδου, «η προλεταριακή επανάσταση ανοίγει μια περίοδο αβέβαιη και χαοτική. [Επιπλέον], κανένας κοινωνικός μηχανισμός δεν εγγυάται το μαρασμό των εμπορευματικών κατηγοριών και την αναπαραγωγή μιας μη καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο χρόνος τσακίζεται, αναδιπλώνεται στον εαυτό του, διαστέλλεται ξαφνικά» (σελ. 50).

Εξάλλου, το κύριο αίνιγμα της σοσιαλιστικής επανάστασης για το προλεταριάτο είναι: Πώς να γίνεις από τίποτα το παν; Πώς να κάνεις αυτό το άλμα χωρίς να συντριβείς;

Και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για το άλμα; Ορίζεται αυτή η «καταλληλότητα»; Κι αν αποδειχτεί «πρώιμη», όπως, ίσως, «αποδείχτηκαν» οι ρωσικές επαναστάσεις;

«Ο Μαρξ επαναλαμβάνει ότι το δαιμονισμένο βαλς της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου αναπαράγει τον σωματικό και διανοητικό ακρωτηριασμό του εργαζόμενου, την υποταγή των ανθρώπων στα πράγματα, την υποδούλωση όλων στην κυρίαρχη ιδεολογία και τις φενάκες της. Η πρωιμότητα της επανάστασης παίρνει έτσι ένα νόημα που ούτε καν υποπτεύονται [οι αναλυτικοί μαρξιστές]. Είναι κατά κάποιον τρόπο δομική και ουσιώδης. Δεν έχει να κάνει με την τάδε ή τη δείνα χώρα ούτε με την άλφα ή τη βήτα στιγμή. Εφόσον η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας προηγείται του κοινωνικού μετασχηματισμού και της πολιτισμικής χειραφέτησης, η αρχή είναι πάντα ένα σάλτο μορτάλε πιθανώς θανάσιμο. Ο μετέωρος χρόνος του προσφέρεται για γραφειοκρατικούς και ολοκληρωτικούς σφετερισμούς» (σελ. 76).

Οι επαναστάσεις, λοιπόν, είναι, πάντοτε, ταυτοχρόνως επίκαιρες και παράκαιρες, πολύ νωρίς και πολύ αργά.

«Ανεπίκαιρες, πρόωρες, οι επαναστάσεις δεν ενσωματώνονται  σε ένα προκαθορισμένο σχήμα […] Η έλευσή τους δεν τηρεί τον κανονισμό μιας καθολικής ιστορίας. Γεννιούνται στο έδαφος της οδύνης και της ταπείνωσης.

Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε.

Αν η «αντιστοιχία» είχε την ισχύ κανόνα, δεν θα έπρεπε μήπως να τασσόμαστε με το μέρος του νικητή εναντίον της ανυπομονησίας που χαρακτηρίζεται προβοκάτσια; Ο Μαρξ τάσσεται ανενδοίαστα και ανεπιφύλακτα στο πλευρό των ξυπόλυτων στον Πόλεμο των Χωρικών, των ισοπεδωτών στην Αγγλική Επανάσταση, των ίσων στη Γαλλική Επανάσταση, των κομμουνάρων που έμελλε να συντριβούν από τις Βερσαλλίες» (σελ. 78).

Ο Μπενσαΐντ παρουσιάζοντας τον Μαρξ ως κριτικό του ιστορικού λόγου, ως κριτικό του κοινωνιολογικού λόγου, ως κριτικό του επιστημονικού θετικισμού, με καταπληκτική εμβρίθεια, θα αναμετρηθεί με όλα τα σημαντικά θεωρητικά, επιστημολογικά, ευρύτερα φιλοσοφικά -κι έτσι και στρατηγικά- ζητήματα που τίθενται ακόμη στην εποχή μας. Θα διεξέλθει «γνωστικά και μετρημένα» όχι μόνο την πολιτική και κοινωνική θεωρία, αλλά και τις φυσικομαθηματικές εξελίξεις του καιρού, τις πιο σύγχρονες θεωρίες της εξέλιξης στη βιολογία και τη γεωλογία, την θεωρία του χάους και της πολυπλοκότητας, των συστημάτων και της πληροφορίας, καθώς και τις νέες επιστημολογίες, που συνάγονται από αυτές. Χωρίς να αγνοεί, όπως συνήθως γίνεται, τις ανθρωπολογικές συναγωγές. Να ένα σχετικό δείγμα γραφής:

«Η ιστορία δεν είναι ένα χαοτικό σύνολο γεγονότων (όπως στον Σοπενχάουερ) ούτε μια ενιαία νοηματική δομή (όπως στον Χέγκελ). Ο κόσμος σαν διαρθρωμένη ολότητα δεν υπάγεται σε καμιά ενωτική ιδέα που να του δίνει υποτίθεται νόημα. Ο θάνατος, κατεξοχήν αντιουτοπική συμβαντότητα, ύστατη υπενθύμιση της φυσικής περατότητας, αποδεικνύει την ανικανότητα της όποιας μεταφυσικής και της όποιας θεοδικίας. Σε αυτό το όριο σταματάει ο αυτοπροσδιορισμός της ανθρώπινης ελευθερίας. Και είναι γι’ αυτό επίσης που ο θάνατος παραμένει εκτός του φιλοσοφικού πεδίου. Μπορούμε να πούμε πολλά γι’ αυτόν, αλλά λίγα να στοχαστούμε» (σελ. 387).

Η σημερινή καπιταλιστική θανατοπολιτική ακυρώνει καθημερινά τα περιθώρια ελευθερίας μεταφέροντας το όριο όλο και πιο «προς τα εδώ», γεμίζοντας με θάνατο τα πάντα.

Ο Μαρξ -και ο Μπενσαϊντ- δίνει ακόμη τα πιο αποτελεσματικά όπλα για να αυξήσουμε τις πιθανότητες των καλών δυνητικοτήτων. Δεδομένου πως το αίνιγμα της ανθρώπινης ιστορίας παραμένει ο κομμουνισμός, το προλεταριάτο δεν έχει παρά αυτές τις αμήχανες, πολύτιμες παρακαταθήκες.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαλευκάνθηκε η υπόθεση: Θύμα της Πανδημίας της Αμέλειας και ο Ιάσονας…

Μαθητές στην Ευκαρπία δεν ξέρουν σε ποιο σχολείο θα κάνουν μάθημα