Robert Allen, Η Βιομηχανική Επανάσταση -Συνοπτική εισαγωγή, (μετάφραση: Ανδρέας Κακριδής -Άγγελος Φιλιππάτος, Επιστημονική επιμέλεια και Επίμετρο: Ανδρέας Κακριδής), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 236
Μόνο όταν η μεγάλη κοινωνική επανάσταση θα έχει νικήσει […] μόνο τότε η ανθρώπινη πρόοδος θα πάψει να μοιάζει με το απαίσιο, παγανιστικό εκείνο ξόανο, που δεν πίνει νέκταρ παρά μόνο από τα κρανία των ηττημένων.
Καρλ Μαρξ
Το βιβλίο του Allen είναι ένα καλό τεκμήριο της άποψης ότι η οικονομική ιστορία είναι μια γνωστική περιοχή, που προσφέρει πολύ σημαντικότερα εφόδια προκειμένου να κατανοήσουμε την οικονομία από ό, τι η οικονομική θεωρία -ειδικά στη νεοκλασσική της εκδοχή.
Πολύ περισσότερο που η οικονομική ιστορία, στην καλύτερη εκδοχή της, είναι και κοινωνική και πολιτική θεωρία. Είναι και κοινωνική και πολιτική ιστορία. Με βασικό, επομένως, χαρακτηριστικό την ιστορική διάσταση. Αποτελεί έτσι έναν ιδιαίτερα συμπεριληπτικό κλάδο, που αντλεί τη γνώση των πραγμάτων μέσα από την παρακολούθηση της εξέλιξής τους. Πρόκειται, δηλαδή για μελέτη της δυναμικής, ενώ η ορθόδοξη οικονομική θεωρία είναι απολύτως στατική.
Η νεοκλασσική υποστροφή στην οικονομική θεωρία, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι σήμερα, σήμανε μια τομή με την γενέθλια παράδοση των Σμιθ και Ρικάρντο, μεταξύ άλλων, οι οποίοι θεράπευαν μια γνωστική πειθαρχία, την οποία ονόμαζαν Πολιτική Οικονομία -τα economics, χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, είναι κατοπινό γέννημα. Από πολλές απόψεις, μάλιστα, συγκροτούν ένα εντελώς διαφορετικό «επιστημονικό» παράδειγμα.
Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν ανεξάρτητα από τη μεθοδολογική αυτοσυνείδηση των επιστημόνων του τομέα, η οικονομική ιστορία είναι κατά πολύ συμβατότερη με τον μαρξισμό από ό,τι με τις κυρίαρχες προσεγγίσεις. Τον μαρξισμό, που, σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, δεν είναι παρά επιστήμη της ιστορίας -και όχι οικονομολογία, όπως και πολλοί μαρξιστές νομίζουν.
Η Βιομηχανική Επανάσταση θεωρείται ευρέως ως η εναρκτήρια πράξη της κατίσχυσης του καπιταλισμού, αρχικά, με τη μεγαλύτερη ορμή, στην Αγγλία. Ο Allen, όμως, ιχνογραφεί μια πολύ πλουσιότερη εικόνα.
Στην πραγματικότητα, η Βιομηχανική Επανάσταση, κατά την ανάλυσή του, συνδέθηκε με μια ευρύτερη αλληλουχία επαναστάσεων, που ενίσχυαν η μία την άλλη.
Η τεχνολογική επανάσταση, προφανώς, υπήρξε καθοριστική. Δεν θα έφτανε, όμως, αν δεν συνεργούσαν και άλλες: μια δημογραφική επανάσταση, που αύξησε κατά πολύ τον πληθυσμό, μια επανάσταση των πόλεων, που έφερε τον πληθυσμό του Λονδίνου από τις 50000 το 1500 στις 500000 το 1700, για να φτάσει στο εκατομμύριο το 1800. Μια γεωργική επανάσταση, η οποία αύξησε την παραγωγικότητα της αγροτικής οικονομίας, πριν από την μηχανοποίησή της, αντίθετα από ό,τι θεωρείται πως συνέβη -και κατέστησε δυνατή την επέκταση των πόλεων και της οικοτεχνίας. Μια εμπορική επανάσταση, η οποία ξεκίνησε ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς και συνεχείς επαναστάσεις στις μεταφορές, που βοήθησαν ιδιαίτερα την εμπορική επέκταση. Μια χρηματοπιστωτική επανάσταση -ήδη στο τέλος του 16ου αιώνα δημιουργήθηκε η σύγχρονη υποθήκη, ενώ το 1690 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Αγγλίας δίνοντας τη δυνατότητα για μια ουσιώδη αναδιάταξη των δημόσιων οικονομικών και τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κρατική -όχι μόνο στρατιωτική- ενίσχυση. Μια θεσμική επανάσταση, που, μεταξύ άλλων, επέτρεψε την εξέλιξη των μεταποιητικών επιχειρήσεων σε ανώνυμες εταιρίες. Και μια «ενεργειακή μετάβαση» από ανανεώσιμες πηγές στον άνθρακα, που αύξησε κατά πολύ την απόδοση, αλλά και την ευκολία της χρήσης του.
Με δυο λόγια, μεταξύ 1500 και 1700, πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή προ-Βιομηχανική Επανάσταση, χωρίς την οποία δεν θα είχε τύχη καμιά εξέλιξη προς την κυριαρχία των μηχανών. Η μετάβαση στο εργοστάσιο ήρθε πολύ αργότερα από τη διαμόρφωση καπιταλιστικών μεταποιητικών επιχειρήσεων, κυρίως στην ύπαιθρο, όπου ο έμπορος, έδινε την πρώτη ύλη σε μεγάλο αριθμό νοικοκυριών και πλήρωνε για την χρήση της εργατικής τους δύναμης, διαμορφώνοντας μια ευρεία μισθωτή τάξη, που ήταν sine qua non προϋπόθεση για τις μετέπειτα εξελίξεις.
Επιπλέον, η εκτεταμένη χρήση των μηχανών έγινε δυνατή λόγω του γεγονότος πως οι προηγούμενες εξελίξεις διαμόρφωσαν ένα επίπεδο μισθών αρκετά υψηλό, για να κάνει την εισαγωγή των μηχανών στη θέση των εργατών συμφέρουσα. Πράγμα που δεν μπορούσε να συμβεί σε χώρες, όπου οι μισθοί ήταν τόσο χαμηλοί, ώστε η χρήση των μηχανών ήταν μη -συμφέρουσα. Τέλος και σχετική με τα προηγούμενα ήταν η επαρκής έκταση του γραμματισμού, που έκανε τους εργάτες κατάλληλους για την χρήση, πολλές φορές, πολύπλοκων μηχανών.
Ο Allen, βέβαια, υπογραμμίζει πόσο καθοριστική υπήρξε η μερκαντιλιστική αυτοκρατορία, με τις στρατιωτικές και, εν γένει, κρατικές προϋποθέσεις της. Χωρίς την επικράτηση της Αγγλίας στους θαλάσσιους δρόμους και στο παγκόσμιο εμπόριο, ακόμη, χωρίς, τη μεγάλη έκταση του δουλεμπορίου, οι προηγούμενες καταστατικές εξελίξεις θα ήταν απίθανες έως αδύνατες. Από την αρχή, λοιπόν, ο ιμπεριαλισμός έπαιξε πρώτο ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη και στη δημιουργία των όρων για τη Βιομηχανική Επανάσταση. Όροι, οι οποίοι συνδέθηκαν, επιπλέον, με την Επιστημονική Επανάσταση των μαθηματικών και της φυσικής του 17ου αιώνα και, αντίθετα από την ιδέα του ιδιοφυούς εφευρέτη, με μια τεχνολογικά καινοτομική διαδικασία, που υπήρξε απολύτως συλλογική.
Πολύ συχνά η Βιομηχανική Επανάσταση παρουσιάζεται ως μια πρωτοφανής εποποιία. Πλήρη εικόνα, όμως, μπορούμε να πάρουμε μόνο αν αναλύσουμε και την ιδιαίτερα σκοτεινή της πλευρά. Μόνο, όπως το θέτει ο Allen, αν αναρωτηθούμε «γιατί η ανοδική πορεία της τεχνολογικής προόδου έκανε τόσο πολλούς ανθρώπους να υποφέρουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα» (σελ. 87).
Ίσαμε τρεις γενιές δυστύχησαν στην πορεία της εκβιομηχάνισης. Η μεγάλη επέκταση της απασχόλησης γυναικών και παιδιών στα εργοστάσια συνδέθηκε με μια ασύλληπτης έκτασης επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών. Πολύ ανθυγιεινά περιβάλλοντα, ακραία εργοδοτική τρομοκρατία, ωράρια 16 ωρών, 7 μέρες τη βδομάδα, έκαναν την ζωή μεγάλου αριθμού εργατών κόλαση. Η κρατική νομοθεσία ενίσχυσε αυτές τις τάσεις, με την αλλαγή των προστατευτικών για αιώνες Νόμων για την Φτώχεια (Poor Laws) προς το κατά πολύ δυσμενέστερο, καθώς και με τη διευκόλυνση των περίφημων περιφράξεων, που εκμηδένισαν τα κοινά αγαθά, τα οποία επέτρεπαν στους φτωχούς τη πρόσβαση σε πόρους, που από τότε και πέρα έπαψαν να υπάρχουν γι’ αυτούς. Η διαμόρφωση της προλεταριακής συνθήκης, της εξάρτησης, δηλαδή, της επιβίωσης, αποκλειστικά από την πώληση της «ελεύθερης» εργατικής δύναμης.
«Το 1688, η μέση κατανάλωση των εργατών ανερχόταν στο 67% του εθνικού μέσου όρου. Ο λόγος μειώθηκε στο 63% το 1759, στο 56% το 1798 και έφτασε στο 46% το 1846» (σελ. 98).
Ενδεικτική της αγριότητας των βιομηχάνων ήταν πως, πέρα από τη λυσσαλέα αντίδρασή τους σε οποιαδήποτε παρέμβαση σέ σχέση με την παραμικρή βελτίωση των συνθηκών της παιδικής εργασίας -από τα πεντάχρονα!- είχαν σταθερή αντίθεση σε ό,τι αφορά την εκπαίδευσή τους. «Η εκπαίδευση αντιτίθετο στις ανάγκες των βιομηχάνων, που προσλάμβαναν νεαρά αγόρια και κορίτσια […] Ως εκ τούτου, η θέσπιση της δωρεάν, υποχρεωτικής εκπαίδευσης αναβαλλόταν […] Ενώ […] οι Αμερικανοί μαθητές παρακολουθούσαν μαθήματα καθημερινά, οι μισοί από τους Άγγλους μαθητές πήγαιναν σχολείο μόνο τις Κυριακές -δηλαδή, τη μοναδική μέρα που δεν εργαζόταν. Ο Edward Early, εργοστασιάρχης κουβερτών στο Χουίτνεϋ, εξηγούσε πως “κάθε Κυριακή επέβλεπε την εκπαίδευση 400 -500 παιδιών” και ότι “πάνω από 1000 παιδιά μάθαιναν στα σχολεία ανάγνωση τις Κυριακές και γραφή τα σαββατόβραδα” -δηλαδή αφού είχαν περάσει μια ολόκληρη μέρα στο εργοστάσιο» (σελ. 104). Μιλάμε για πρωτοφανή βασανιστήρια -ούτε οι σκλάβοι στην αρχαιότητα είχαν τέτοια μοίρα.
Το προσδόκιμο ζωής, το ανάστημα, το βάρος, όλα επιδεινώνονταν σταθερά σε σχέση ακόμα και με τον 16ο αιώνα. Χαρακτηριστικά, ενώ το 1541 το προσδόκιμο ήταν μεταξύ 35 και 40 χρόνων, το 1840, για τους κατοίκους των πόλεων ήταν 30 με 33 χρόνια.
Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ένα μέρος των εργατών αντιδρούσαν καταστρέφοντας μηχανές. Ήταν, από μια άποψη, «συλλογική διαπραγμάτευση δια της εξέγερσης»- έτσι κι αλλιώς άλλη δεν επιτρέπονταν. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν απίστευτα κανιβαλική: αύξησε την ποινή για την καταστροφή μηχανών σε θάνατο!
Ο Allen, στο πολύ ενδιαφέρον 5ο κεφάλαιο, με τίτλο «Μεταρρύθμιση και δημοκρατία», περιγράφει τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις της εποχής, την εξελισσόμενη ταξική πάλη, που καθόρισε το πώς κινήθηκαν τα πράγματα -κάνοντας φανερό πως οι οικονομικές εξελίξεις δεν είναι ποτέ μόνο, ούτε καν κυρίως, οικονομικές. Έχουν μια κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογική διάσταση. Είναι ενδεικτικό, π.χ., ότι η Εκκλησία της Αγγλίας αντιδρούσε στην υποχρεωτική εκπαίδευση με το επιχείρημα πως θα κλόνιζε το θρησκευτικό φρόνημα. Οι βιομήχανοι, λοιπόν, βασάνιζαν τα παιδιά με χριστιανικό σκοπό!
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια πραγματικά αποδομητική πραγμάτευση της εκβιομηχάνισης σε άλλες χώρες, που καταδεικνύει πρόδηλα πόσο οι κρατικές πολιτικές και ένας ορισμένος προγραμματισμός -σχεδιασμός υπήρξε απολύτως αναγκαίος για την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ΗΠΑ, με όλα τα φληναφήματα περί ελεύθερης αγοράς, διατήρησαν δασμούς σε πολύ υψηλά επίπεδα από το 1800 μέχρι το 1960! Η Ιαπωνία και η ΝΑ Ασία επέτυχαν πολύ μεγάλους ρυθμούς μεγέθυνσης βασιζόμενες σε ευρύτατη κρατική οικονομική παρέμβαση. Η ΕΣΣΔ για δεκαετίες, με όχημα τον κρατικό σχεδιασμό, αύξησε το ΑΕΠ της από το 5% στο 15% του παγκόσμιου. Τέλος, η Κίνα, κατορθώνοντας να έχει ρυθμούς διψήφιους επί δεκαετίες, ήδη βρίσκεται πάνω από τις ΗΠΑ σε Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (μονάδες αγοραστικής δύναμης). Η χρήση αγοραίων μηχανισμών, στο πλαίσιο, όμως, μιας οικονομίας εκτεταμένου σχεδιασμού και δημόσιας ιδιοκτησίας του 60% των επιχειρήσεων, όλων των τραπεζών, καθώς και καθοριστικών μεταποιητικών κλάδων, την έχει μετατρέψει σε μια μοναδική ιστορία οικονομικής επιτυχίας.
***
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα χρήσιμο Επίμετρο, γραμμένο από τον Ανδρέα Κακριδή, το οποίο παρουσιάζει με σύντομο, σε 25, μόλις, σελίδες, την πορεία της ελληνικής εκβιομηχάνισης από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. έως και τις αρχές του 21ου.