Πέρι Άντερσον, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, εκδόσεις redmarks, σελ. 214
Ο Αντόνιο Γκράμσι, κορυφαία φυσιογνωμία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, είναι, εδώ και κάποια χρόνια, από τις «πρώτες αναφορές» για ένα σύνολο παρεμβάσεων με σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Από θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων –καθόλου αριστερούς, μάλιστα- και ακαδημαϊκούς «ειδικούς» της ηγεμονίας μέχρι πολιτικούς ενός φάσματος, που εκτείνεται από διεθνείς πασόκους έως τον Ερεχόν και τον… Τσίπρα, όλοι έχουν ένα λόγο να πουν για το πόσο τους επηρέασε (sic) το έργο του και πόσο επίκαιρος είναι ο στοχασμός του.
Το «όπως είπε και ο Γκράμσι» χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον καθημερινό πολιτικό λόγο. Στην πραγματικότητα, η «βιομηχανία Γκράμσι» επεκτείνεται καιρό τώρα εργαλειοποιώντας μια σκέψη, η οποία κυριολεκτικά έχει γίνει αγνώριστη μέσα από τη διευρυμένη, σε βαθμό ξεχειλώματος, χρήση της. Αν, μάλιστα, προσανατολίσουμε την προσοχή μας, στις «κρίσιμες λέξεις», όπως ηγεμονία ή πόλεμος θέσεων, π.χ., τότε είναι προδήλως φανερό πως όσοι «επηρεάζονται» από το γκραμσιανό θεωρητικό και στρατηγικό απόθεμα μετριούνται σε πολλές μυριάδες.
Όπως σημειώνει σε ένα από τα τελευταία του βιβλία, με τον χαρακτηριστικό τίτλο The “H” Word, δηλαδή“Hegemony”, ο ίδιος ο Πέρι Άντερσον, η λέξη «Ηγεμονία», αποδιδόμενη αποκλειστικά στον Γκράμσι, έχει γίνει πραγματικό πολιτικό πασπαρτού –για πάσα νόσο και πάσα μαλακία, θα προσέθετα εγώ.
Το έργο του Γκράμσι, λοιπόν, «αξιοποιείται» από πολύ κόσμο κατά το δοκούν. Ειδικά δε στο χώρο της Αριστεράς όλων των παραλλαγών, είμαι βέβαιος πως μια ανάλυση λόγου εύκολα θα αποδείκνυε πως το όνομά του είναι μάλλον το συχνότερα αναφερόμενο, ακόμη κι όταν πρόκειται μόνο για την ανάγκη να δοθεί μια αίσθηση θεωρητικού «βάθους» σε αυτό που λέγεται. Η περίπτωση του Τσίπρα είναι χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη – η προφανής άγνοια των γκραμσιανών κειμένων από μέρους του, ακόμη περισσότερο η άγνοια κινδύνου που, κανονικά, υποδηλώνει η αναφορά σε θεωρητικούς τόσο δύσκολα «διαχειρίσιμους» επί της ουσίας πάει μαζί με την πληθωριστική χρήση: «όπως είπε και ο Γκράμσι», άλλωστε…
Οι Αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι κυκλοφόρησαν σε μια περίοδο, όπου αυτή η διευρυμένη εργαλειοποίηση των γραπτών του Γκράμσι –και, κυρίως, των Τετραδίων της Φυλακής- είχε λίγο χρόνο που ξεκίνησε. Εξάλλου μέχρι τότε, τη δεκαετία του 1970, δηλαδή- το έργο του ήταν ελάχιστα γνωστό και απειροελάχιστα επιδραστικό, αν εξαιρεθεί η επιλεκτική χρήση κάποιων σπαραγμάτων κειμένων του από τον Τολιάτι.
Είμαστε στο έτος 1977. Ο Πέρι Άντερσον δημοσιεύει δύο άρθρα στο εμβληματικό περιοδικό της βρετανικής Αριστεράς New Left Review, του οποίου είναι ο διευθυντής. Στη συνέχεια θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο και θα επηρεάσουν σημαντικά τη σχετική συζήτηση. Η πρόσφατη ελληνική έκδοση από το redmarks είναι η δεύτερη. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε την τύχη να αποκτήσει πρόσβαση στο σπουδαίο αυτό κείμενο, με την πρώτη καλή του έκδοση στη γλώσσα μας το 1985, από τη Μαρξιστική Συσπείρωση. Η τωρινή έκδοση, βελτιωμένη σε ό,τι αφορά το κύριο κείμενο, περιέχει, επιπλέον, τον εκτεταμένο πρόλογο του 2017 για την τελευταία έκδοση του Verso στην Αγγλία, από τον ίδιο τον Άντερσον –ένα εξαιρετικό κείμενο για τα τελευταία 40 χρόνια της «βιομηχανίας Γκράμσι» και τα αποτελέσματα, θεωρητικά και πολιτικά. Περιλαμβάνει, ακόμη, τον πρόλογο για την ελληνική έκδοση, που έγραψε ο Αντώνης Νταβανέλος, και παρέχει χρήσιμες, από το σημερινό χρονικό σημείο και με βάση τις δικές μας, και τις ελλαδικές, πολιτικές εμπειρίες, σκέψεις σχετικά με τα συμφραζόμενα του έργου του Γκράμσι στη φυλακή, όπου έμεινε σε συνθήκες δραματικές για την υγεία του, φορτωμένες με πολλές επώδυνες ασθένειες, επί 11 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Κυρίως, ο πρόλογος του Νταβανέλου τοποθετεί την παρέμβαση του Γκράμσι στο πλαίσιο της στρατηγικής συζήτησης, που μαίνεται στο εσωτερικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα χρόνια εκείνα, μετά από τη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση, αλλά που ακολουθήθηκε από τις επαναστατικές αποτυχίες στην υπόλοιπη Ευρώπη, τη μεγάλη Κρίση του 1929 και την άνοδο του φασισμού. Πολύ κατατοπιστικό είναι και το επίμετρο του επιμελητή της έκδοσης Σωτήρη Σιαμανδούρα, ο οποίος εξηγεί πολύ περιεκτικά γιατί οι Αντινομίες είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα για την ερμηνεία του γκραμσιανού έργου.
Τέλος, στην έκδοση περιλαμβάνεται και η περίφημη και «κρυμμένη», με εντολή της ηγεσίας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, για πολλές δεκαετίες, μαρτυρία του Άθος Λίζα, από τη συνύπαρξή του με τον Γκράμσι στις φυλακές του Τούρι, η οποία βοηθάει προκειμένου να γίνουν κατανοητά όσα απασχολούσαν τον Γκράμσι την περίοδο εκείνη. Στην περίπτωση αυτή, η εργαλειοποίηση υπηρετήθηκε όχι δια της ερμηνείας, αλλά δια της αυστηρής απόκρυψης.
***
Οι Αντινομίες γράφονται λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Λίγο, δηλαδή, μετά από όταν, για τελευταία φορά, η επικαιρότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού –της σοσιαλιστικής επανάστασης- ετέθη ως θέμα. Η παγκόσμια έκρηξη του ’68, η κρίση του ιμπεριαλισμού, όπως πολύ καλά εκδηλώνονταν στο Βιετνάμ, η επανάκαμψη, για πρώτη φορά από το 1929, της καπιταλιστικής κρίσης στις μητροπόλεις του συστήματος, μαζί και η προφανής κρίση του σταλινισμού διαμόρφωσαν το έδαφος για την τελευταία ουσιώδη και παραγωγική συζήτηση για τα ζητήματα της κομμουνιστικής στρατηγικής.
Ο Γκράμσι θα μπορούσε πολύ να βοηθήσει αυτόν τον αγωνιώδη προβληματισμό αν αναλογιστούμε πόσο το ενδιαφέρον του ήταν εντοπισμένο στο ερώτημα: «πώς θα γίνει και στη Δύση αυτό που το 1917 συνέβη στην Ανατολή;».
Μόνο που τα πράγματα πήραν άλλο δρόμο. Το PCI, περισσότερο ακόμη κι απ’ ό,τι πριν, με ορόσημο το 1973 και την εμπειρία της Χιλής, έβγαλε το συμπέρασμα πως η μόνη ενδεδειγμένη στρατηγική (sic) είναι ο «Ιστορικός Συμβιβασμός», η κυβερνητική συνεργασία με την Κεντροδεξιά προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα! Η εθνική ευθύνη του κόμματος επέτασσε μια μετριοπαθή, διαταξική, ορθολογική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ώστε η εθνική οικονομία να ανακάμψει προς όφελος σχεδόν όλων των Ιταλών! Τα πρωτάκουστα αυτά –και πολλά αντίστοιχα, ακόμη- που αποτέλεσαν την κληρονομιά στο κίνημα (!) του δεξιότατου ευρωκομμουνισμού, διαμόρφωσαν, μεταξύ άλλων, τους όρους για τον πλήρη εξευτελισμό της ιταλικής Αριστεράς. Στην εποχή τους, δε, επιχειρήθηκε να υποστηριχθούν και με τη χρήση της αυθεντίας του Γκράμσι. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ πως οι διανοούμενοι του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Σαλβαντόρι, ο Κολέτι, ο Μπόμπιο, αφού χαιρετίσουν ανεπιφύλακτα την πλησίστια προσχώρηση του PCI στο ρεφορμισμό, θα επισημάνουν πως ο Γκράμσι δεν είχε τίποτε να κάνει με αυτό. Ο Γκράμσι δεν ήταν παρά ένας μπολσεβίκος, κάποιος που ήθελε να κάνει την επανάσταση αποτελεσματική στην Ιταλία.
Ο Πέρι Άντερσον με τις Αντινομίες θα υποστηρίξει, από εντελώς αντίθετη, σε ό,τι αφορά τη στρατηγική ανάλυση, αλλά και τις προθέσεις, πλευρά, το ίδιο. Ο Γκράμσι είναι κομμουνιστής της εποχής του και παρεμβαίνει στη στρατηγική συζήτηση της Τρίτης Διεθνούς με την έγνοια του πώς ο κομμουνισμός θα γίνει εφικτός στις συνθήκες της Δύσης, τόσο διαφορετικές από αυτές της Ανατολής. Πώς νικάει η Επανάσταση στη Δύση –αυτό είναι, τελικά, το ζήτημα για τον Γκράμσι.
Οι Αντινομίες είναι μια εξαιρετικά σύντομη, αλλά πολύ βαθιά, «φιλολογική» μελέτη των Τετραδίων της Φυλακής. Φράση τη φράση, λέξη τη λέξη, μέσα από τις «αντινομίες» που περιέχει κάθε παραγωγική διανοητική προσπάθεια –πολύ περισσότερο στις συνθήκες έλλειψης πηγών και πληροφοριών, λογοκρισίας και αναγκαστικών «αλληγοριών», που αντιμετώπιζε ο Γκράμσι- ο Άντερσον θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και μαχητικά την ασύλληπτη, μέχρι ολοκληρωτικής παραμόρφωσης, στρέβλωση των Τετραδίων, προκειμένου να επιβληθεί μια ερμηνεία υποστηρικτική στην ολοκλήρωση της αποδεδειγμένα πια καταδικαστικής στροφής του Ιταλικού κόμματος.
Θα δείξει πόσο μια ορισμένη επιμονή στην «συναίνεση» και στην «από πριν» πολιτισμική ηγεμονία δεν σημαίνει τίποτε αν ξεχνάει πως, πάντοτε και παντού, η ύστατη καταφυγή της άρχουσας τάξης, την κρίσιμη στιγμή, είναι ο καταναγκασμός και η αιματηρή καταστολή. Χωρίς τον καταναγκασμό καμιά «ηγεμονία» δεν θα είχε την παραμικρή τύχη. Το κράτος είναι κένταυρος –κυριαρχία και συναίνεση μαζί, κυριαρχία και έτσι συναίνεση.
Θα δείξει, ακόμη, πως ο πόλεμος θέσεων δεν μπορεί να έχει την οποιαδήποτε αξία στο πλαίσιο μιας επαναστατικής πολιτικής, του ενδιαφέροντος του Γκράμσι, χωρίς την πρόνοια να γνωρίζουμε πως πάντοτε, όπως ακόμη και ο Πουλαντζάς της ευρωκομμουνιστικής του φάσης επισήμαινε, ο κατάλληλος συνδυασμός του με τον πόλεμο κινήσεων τον κάνει πραγματική στρατηγική και όχι φληνάφημα υπεκφυγής στο πλαίσιο μιας τακτικής, όπου το θέμα της εργατικής επικράτησης παραπέμπεται στο πουθενά. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, άλλωστε, αν γίνει αποδεκτό πως «η κίνηση μετράει, ο στόχος δεν είναι τίποτε», για να θυμηθούμε τον πραγματικό θεωρητικό αυτής της «στρατηγικής» προς το τίποτε και το πουθενά στο όνομα των σημερινών κατακτήσεων υποτίθεται. Λες και υπήρξε η παραμικρή κατάκτηση χωρίς την επιδίωξη του μεγάλου στόχου.
Για τον Άντερσον, όπως σημειώνει εμφατικά στον πρόλογο του 2017, είναι απολύτως προφανές πραγματολογικά πως ήταν το επαναστατικό και όχι το ρεφορμιστικό ρεύμα που είχε τη μεγαλύτερη συμβολή στην αλλαγή του κόσμου –την όποια και όσο αλλαγή μέχρι σήμερα.
Μας βοηθάει, ακόμη, ο Άντερσον να καταλάβουμε πόσο δεν ταιριάζουν όλες οι λέξεις σε αυτά που οι επαναστάτες θέλουν και επιδιώκουν. Πόσο, δηλαδή το «έθνος» ή ο «λαός» ίσως δεν είναι κατάλληλα οχήματα προκειμένου να διαμορφωθεί ο ηγεμονικός λόγος, που στοχεύει στην κοινωνική ανατροπή. Αν ο δεξιός ευρωκομμουνισμός δεν είναι παρά ο λαϊκομετωπισμός «στα κάγκελα», τότε δεν είναι άχρηστο να θυμίσουμε πως ο τοξικός όρος «εθνομηδενισμός» πρωτοεισήχθη στην κομμουνιστική (;) ορολογία από τον Διμιτρόφ. Ή πώς από την πολλή «ηγεμονία» οι θεωρητικοί του ΚΚ της Μεγάλης Βρετανίας κατέληξαν σύμβουλοι του Μπλερ.
Για να κλείσω την παρουσίαση, ενός βιβλίου που δεν παρουσιάζεται παρά μόνο διαβάζεται, υπογραμμίζω την εξαιρετική ανάλυση του καθοριστικού ρόλου που παίζει στη Δύση η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως μορφή κράτους εξαιρετικά αποτελεσματικού στο να εκμαιεύει τη συγκατάθεση των ανθρώπων στο μέτρο που τους πείθει πως πρόκειται για το δικό τους κράτος, που «αντικατοπτρίζει προς τις μάζες την πλαστή ενότητα του έθνους ως δική τους αυτοκυβέρνηση» (σελ. 87). Όπως και την βαρύτητα που δίνεται στους καθημερινούς οικονομικούς περιορισμούς σε σχέση με τις «ιδέες» για την επιβολή (!) μιας, παθητικής έστω, συγκατάθεσης, που, οσοδήποτε παθητική, τη δουλειά της, πάντως, την κάνει με το παραπάνω. Πράγμα που ισχύει πολύ λιγότερο για τις ενέργειες εκμαίευσης της συναίνεσης με θετικές –προνοιακές ρυθμίσεις, γιατί οι τελευταίες οδηγούν σε αύξηση των προσδοκιών, οι οποίες μπορεί να αποβούν αποσταθεροποιητικές. Γι’ αυτό, παρόλα όσα λένε οι πεπεισμένοι ρεφορμιστές, ποτέ τέτοιου είδους «παροχές» δεν «δόθηκαν» από την άρχουσα τάξη –πάντοτε κερδήθηκαν και, μάλιστα, με έντονη και αιματηρή ακόμη σύγκρουση από τις εργαζόμενες τάξεις.
***
Οι Αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι αποτελούν ένα καταπληκτικό έργο της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας. Η νέα ελληνική έκδοση αποτελεί μια μεγάλη προσφορά των εκδόσεων redmarks στο ελληνικό ανταγωνιστικό κίνημα.
Στην εμπειρία μας ταιριάζει –και μαζί, νομίζω, έχει μεγάλη στρατηγική σημασία- το παράθεμα που ακολουθεί με τα λόγια του Άντερσον, ο οποίος τον Αύγουστο του 2015, συνέκρινε την ελληνική «κατάληξη» με την προσχώρηση της Σοσιαλδημοκρατίας στο στρατόπεδο του ταξικού αντιπάλου το 1914.
«[Η] αστική ηγεμονία επεκτεινόταν και πέρα από τους συμμάχους, στους αντιπάλους, καθώς η ηγεσία υπαγόταν στην κυριαρχία.
Μπορούσε η προλεταριακή ηγεμονία να αναπαράγει αυτό το σχήμα εξουσίας; Δεν μπορούσε, υποστήριξε ο Τζερατάνα [ο μέγιστος ιταλός ερευνητής του Γκράμσι, σύμφωνα με τον Άντερσον [Χ.Λ.]], για έναν λόγο που ο Γκράμσι τον σημειώνει αλλού. Οι αστικές ιδεολογίες ήταν σχεδιασμένες για να υποκρύπτουν αντιφατικά συμφέροντα, παρουσιάζοντάς τα ως ειρηνική συμφιλίωση, κρύβοντας την εκμετάλλευση πάνω στην οποία βασιζόταν η κοινωνία του κεφαλαίου. Είχαν ανάγκη την εξαπάτηση. Ο μαρξισμός αντιθέτως ήταν η έκθεση της αντίφασης κεφαλαίου και εργασίας […] και απαιτούσε την αλήθεια […] Γιατί «δεν ήταν ένα εργαλείο με το οποίο η εξουσία των κυρίαρχων τάξεων θα αποσπούσε την συναίνεση και θα ασκούσε ηγεμονία στις υποτελείς τάξεις», αλλά «μια έκφραση αυτών των υποτελών τάξεων, με την οποία ήθελαν να εκπαιδεύσουν τον εαυτό τους στην τέχνη του κυβερνάν και των οποίων το συμφέρον ήταν να γνωρίζουν ολόκληρη την αλήθεια, ακόμη κι όταν ήταν σκληρή και να αποφεύγουν, όχι μόνο την εξαπάτηση από τις ανώτερες τάξεις, αλλά ακόμη περισσότερο την κάθε αυταπάτη». Αυτή ήταν μια θεμελιώδης διαφορά. Ήταν δεδομένο για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ότι «είναι ουσιώδες για την τέχνη της πολιτικής το ψεύδος, η οξυδερκής ικανότητα να κρύβει κανείς τις πραγματικές τους απόψεις και σκοπούς, να δείχνει προς τα έξω το αντίθετο από αυτό που θέλει.», αλλά «στη μαζική πολιτική υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική αναγκαιότητα να λέμε την αλήθεια» και, κατά συνέπεια, το είδος συναίνεσης στο οποίο βασιζόταν η κάθε μορφή ηγεμονίας ήταν διαφορετικό: «παθητική και έμμεση» υποταγή στην πρώτη, «άμεση και ενεργή συμμετοχή» στην άλλη» (σελ. 41).
«Εξαπάτηση», «αυταπάτες», «αλήθεια»: πάλι λέξεις. Άμεσα συνδεδεμένες με την δική μας ελληνική εμπειρία. Ας το κρατήσουμε, όπως το λέει ο Τζερατάνα και το ξαναλέει ο Άντερσον. Η αλήθεια (όλη η αλήθεια) για την Αριστερά είναι καθοριστική, στρατηγική έννοια. Δεν είναι διαπραγματεύσιμη με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο. Ποτέ.