Παναγιώτης Σωτήρης, Ηγεμονία, Στρατηγική, Οργάνωση -Διαβάζοντας Γκράμσι σήμερα, εκδόσεις Τόπος, σελ. 356
Στη δεκαετία του 1970, το κομμουνιστικό κίνημα είχε προσφέρει νέες μορφές τόσο «κοινοβουλευτικού κρετινισμού» όσο και «αντικοινοβουλευτικού κρετινισμού»
Ετιέν Μπαλιμπάρ
Η δεκαετία του 1970 υπήρξε μια σημαντική περίοδος για το κομμουνιστικό κίνημα. Τα χρόνια εκείνα ήταν τα τελευταία, στα οποία εκτυλίσσονταν ακόμη μια ζωηρή συζήτηση γύρω από τα μείζονα προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής. Μ’ όλο που τα πορίσματα αυτής της συζήτησης -με σημαντικότερες, νομίζω, περιπτώσεις αυτές του Πουλαντζά και του Μαντέλ- δεν θα μπορούσαν παρά να χαρακτηριστούν το περισσότερο ημιτελή και απορητικά, συνιστούσαν τουλάχιστον μια βάση παραγωγικού στοχασμού, που ήταν δυνατόν να αποδώσει σημαντικότερα αποτελέσματα. Μόνο που διακόπηκε απότομα. Κι αν ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ επιχείρησε να την επαναφέρει στα μέσα της επόμενης δεκαετίας και ξανά το 2006, το εγχείρημα απέτυχε.
Ένας από τους σημαντικότερους δείκτες της ήττας της αριστεράς ήταν ακριβώς η αφωνία της για τα μεγάλα ζητήματα. Και, σιγά σιγά, η προσαρμογή της, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια μορφή ριζοσπαστικού -τόσο όσο- ρεφορμισμού, όπου οι αναδιανεμητικοί στόχοι, η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και η (αναποτελεσματική) υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών υπήρξε το ακρότατο όριο της φαντασίας της. Στην πραγματικότητα, βέβαια, υπήρξε ένας ρεφορμισμός χωρίς μεταρρυθμίσεις, άγονος και βαρετός, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να εμπνεύσει, πόσο μάλλον να ενθουσιάσει ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων με προσανατολισμό την αλλαγή του κόσμου. Από την άλλη πλευρά, η αριστερίστικη λιτανεία των παλιών ένδοξων ημερών καταδίκαζε ένα τμήμα νέων αγωνιστών στην αναμονή ενός συμβάντος σχεδόν εκτός χρόνου, άρα και εκτός στρατηγικής.
Δεν λέω πως μια ριζοσπαστική αναδιανεμητική στόχευση –“να πληρώσουν οι πλούσιοι”- ή η υπεράσπιση ενός πολύ διαφορετικού από το υπάρχον δημοσίου αστοχούν οπωσδήποτε. Κάθε άλλο. Αποτελούν αρμούς μιας μετασχηματιστικής πολιτικής, η οποία, όμως, ρητά θα πρέπει να οργανώνεται ως τέτοια. Όπως, επίσης, η επιμονή στην ιστορική ενδεχομενικότητα του συμβάντος μπορεί να αποτελεί μια πολύ χρήσιμη υπενθύμιση της ιδέας του Μπένγιαμιν πως “το κάθε δευτερόλεπτο είναι η μικρή πύλη από την οποία μπορεί να περάσει ο Μεσσίας”, το προλεταριάτο, δηλαδή. Αρκεί να μην την περιμένουμε γενικώς, αλλά να προετοιμαζόμαστε ή και να αναζητούμε τρόπους -αυτό είναι διάσταση της στρατηγικής- να «την φέρουμε».
Το σπουδαίο βιβλίο του Παναγιώτη Σωτήρη αναμετριέται με τα ζητήματα της κομμουνιστικής στρατηγικής με έναν τρόπο και μια επάρκεια, που καιρό είχαμε να δούμε. Επιλέγει να το κάνει θέτοντας στο κέντρο τα “Τετράδια” του Γκράμσι.
Εύλογη, νομίζω, επιλογή για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι πως η αναφορά στον Γκράμσι εδώ και καιρό είναι στο στόμα όλων, «κουτσών στραβών στον Άγιο Παντελεήμονα». Πολιτικοί της ευρύτερης αριστεράς -ο Τσίπρας, π.χ.- μιλούν για τον Γκράμσι αναφερόμενοι στην έννοια της «ηγεμονίας» νομίζοντας πως αυτό τους δικαιώνει στις «κεντρώες» επιλογές τους. Γενικότερα, άλλωστε, ο Γκράμσι έχει κακοπάθει. Στις περισσότερες περιπτώσεις πολιτικής επίκλησής του γίνεται κυριολεκτική αγνώριστος. Το να παραπέμπεις στον Γκράμσι, για να «εξηγήσεις» δεξιόστροφες επιλογές, είναι στο όριο του γκροτέσκο, στο μέτρο που ο μεγάλος Ιταλός κομμουνιστής, μεταβλήθηκε μέσα στη φυλακή σε μια φοβερή μηχανή σκέψης προκειμένου να αναμετρηθεί με το ζήτημα του πώς θα γίνει και στη Δύση, αυτό το μεγάλο, που έγινε ήδη στην Ανατολή. Πόσο όμοια και πόσο διαφορετικά. Πώς θα γίνει, δηλαδή, η προλεταριακή επανάσταση στον «αναπτυγμένο» καπιταλισμό. Η επανάσταση, όχι η παραγωγική ανασυγκρότηση!
Κι όμως, όλοι μιλούν για «ηγεμονία» ή για «πόλεμο θέσεων», μετατρέποντάς τες, πολύ συχνά, σε έννοιες της κατηγορίας τσιχλόφουσκα.
Η ευγένεια του Σωτήρη δεν του επιτρέπει να το θέσει με αυτόν τον τρόπο, νομίζω, όμως πως δεν αστοχώ όταν θεωρώ ότι αυτή η διάχυτη εκπτώχευση των εννοιών είναι ένα κίνητρο για τη συγγραφή του.
Ένας δεύτερος λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι η πρόσφατη δραστικότητα των θεωριών του «λαϊκισμού», ιδίως στην εκδοχή της δουλειάς των Λακλάου και Μουφ. Όπου, στο όνομα της απόρριψης του ταξικού αναγωγισμού, εκλείπουν ολοκληρωτικά οι τάξεις. Όπου η δυνατότητα -τίνος;- να διαμορφώσει μια ηγεμονική πολιτική συναρτάται με την ικανότητά του να κατασκευάσει αλυσίδες ισοδυναμίας γύρω από ένα κομβικό σημείο -ένα σημείο διαρραφής- για εγκλήσεις στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Όπου ο αντικαπιταλισμός, το αίτημα υπέρβασης του καπιταλισμού είναι, στην πράξη, ένα ουσιοκρατικό κατάλοιπο του παραδοσιακού μαρξισμού, πράγμα που σημαίνει πως και η εκμετάλλευση αποτελεί περισσότερο στοιχείο της λογοκρατούμενης έγκλησης παρά υλική πραγματικότητα.
Ο Σωτήρης, λοιπόν, διατυπώνει, στο 5ο κεφάλαιο (σελ. 191 -228), μια από τις πιο διεισδυτικές και περιεκτικές κριτικές του «μεταμαρξισμού», που έχω υπόψη μου, επιχειρώντας να ξαναστοχαστεί την έννοια των υποτελών τάξεων μέσα από τον Γκράμσι. Εξηγώντας και δείχνοντας πως η ηγεμονία στον Γκράμσι είναι πάντοτε ηγεμονία τάξεων. Η κυρίαρχη ταξική διάσταση της κομμουνιστικής πολιτικής -γιατί, στον Γκράμσι, πάντα γι’ αυτήν πρόκειται- προέρχεται από μια οντολογία του πολιτικού, που αρθρώνεται καθοριστικά στην έννοια της τάξης (στην ακραία, αλλά όχι και τόσο, διατύπωση του Eric Ohlin Wright, “η μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή της κοινωνικής θεωρίας είναι η τάξη”).
Με τα δικά του λόγια,
“από την αντίληψη των κοινωνικών πρακτικών που περιγράφουν οι Λακλάου και Μουφ απουσιάζει η καθοριστική συγκρουσιακότητα και η αντιφατικότητα που συνεπάγεται η συνάρθρωση εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αυτό που ορίζει τον πυρήνα της έννοιας του υποτελούς στον Γκράμσι. Η πολιτική πρακτική επομένως δεν είναι απλώς μια προσπάθεια να μετασχηματιστούν μερικότητες σε μια ενδεχομενική καθολικότητα μέσα από ηγεμονικές πρακτικές και εγκλήσεις, ακριβώς γιατί ξεδιπλώνεται μέσα σε ένα πεδίο σύγκρουσης και ανταγωνισμών που πάντοτε ήδη ταυτόχρονα διασχίζουν και ορίζουν το κοινωνικό πεδίο. Υπάρχει δηλαδή η προτεραιότητα της σχέσης έναντι των στοιχείων αλλά υπάρχει και η καθοριστικότητα του ανταγωνισμού έναντι της απλής συσχέτισης. Αυτή η διάσταση που εξηγεί γιατί τα ηγεμονικά σχέδια και προτάγματα είναι πάντα και ταξικά σχέδια, σημαίνει ότι το πολιτικό πεδίο δεν είναι απλό πεδίο διάχυτων συναρθρώσεων και ανασημασιοδοτήσεων αλλά και πεδίο συγκρούσεων γύρω από τους όρους τους” (σελ. 90).
Ας επανέλθουμε, όμως, στις αρχικές παρατηρήσεις προκειμένου να τονίσουμε κάποια πράγματα σε σχέση με τις θεμελιώδεις έννοιες. Να πούμε, δηλαδή, όπως καλά δείχνει ο Σωτήρης, πως η ηγεμονία δεν είναι η «συναίνεση» σε αντιδιαστολή με τον εξαναγκασμό, ούτε η ιδεολογία» απέναντι στην καταστολή, δεν αφορά την κοινωνία των πολιτών σε αντίστιξη με το κράτος, δεν είναι η πολιτιστική πρωτοκαθεδρία σε αντιδιαστολή με την πολιτική κυριαρχία. “Η ηγεμονία για τον Γκράμσι είναι η προσπάθειά του να προσεγγίσει τις μορφές εξουσίας και κυριαρχίας στον ώριμο καπιταλισμό και σε αυτή τη βάση να στοχαστεί την επαναστατική στρατηγική, τη στρατηγική της προλεταριακής ηγεμονίας” (σελ. 15).
Να σημειώσουμε, επιπλέον, πως ο «πόλεμος θέσεων» δεν είναι το αντίθετο του «πολέμου κινήσεων», αλλά φάσεις και οι δύο μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας. Ότι η δυαδική εξουσία παραμένει μια παραγωγική έννοια, αναγκαία προκειμένου να αντιληφθούμε τις «σταθερές» μιας πορείας, όπου η επινοητικότητα των μαζών ανακαλύπτει ξανά και ξανά νέες μορφές οργάνωσης και εξουσίας. Ότι τα εργατικά συμβούλια του Τορίνου δεν είναι μορφή συνδικαλιστικής παρέμβασης, αλλά όργανα πολιτικού αγώνα, μαζί και προεικάσματα του εργατικού κράτους.
Το νέο ιστορικό μπλοκ σημαίνει, όχι τη διαμόρφωση μιας συγκυριακής συμμαχίας, αλλά “μια νέα συνάρθρωση κοινωνικών δυνάμεων, εναλλακτικών οικονομικών μορφών σε ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης και συμμετοχικής δημοκρατικής διαδικασίας απόφασης” (σελ. 124). Με το κόμμα να αποτελεί όχι απλώς μια μορφή ενότητας, αλλά μια διαρκή δημοκρατική διαδικασία, ένα ανοιχτό πεδίο αγώνα, που να οργανώνει τη λειτουργία του ως πειραματικό εργαστήρι μαζικής πολιτικής διανοητικότητας -και επινοητικότητας.
Ο Σωτήρης διεξέρχεται τα ζητήματα -ερωτήματα, καλύτερα- με τρόπο, που μας επιτρέπει να αναμετρηθούμε με πολλά από τα θεμελιώδη της επαναστατικής πολιτικής. Διαβάζει τον Γκράμσι «χρηστικά», προκειμένου να απαντήσει στα σημερινά ερωτήματα.
Όπως καλά το λέει, “[ε]αν η αστική τάξη κατάφερε να οργανώσει την άνοδό της στην κυριαρχία και την ηγεμονία της μέσα από τον τρόπο που οργανώνει την κοινωνία των πολιτών και διαμορφώνει τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τελικά το κράτος, έπεται ότι για την εργατική τάξη και την οργάνωση της δικής της ηγεμονίας δεν αρκεί απλώς η «πολιτικοστρατιωτική» προετοιμασία για την εξέγερση και η επίθεση στην «καρδιά του κράτους». Απαιτείται η οργάνωση όλων των μορφών της εργατικής ηγεμονίας: η ανάδυση μιας εναλλακτικής αφήγησης για το προς τα πού πρέπει να κινηθεί μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό παραγωγικού προτύπου, η επεξεργασία μιας πολιτικής συμμαχιών που να εξασφαλίζει ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αναγνωρίζουν την επίλυση των δικών τους προβλημάτων στην στρατηγική και την ηγεσία της εργατικής τάξης, η επεξεργασία και η ανάδυση ενός «εθνικού-λαϊκού» πολιτισμού (που περιλαμβάνει και την επανοικειοποίηση της εθνικής κουλτούρας ιδίως στον βαθμό που αυτή αντανακλά τις πολιτισμικές πρακτικές των υποτελών τάξεων), το ξεδίπλωμα μορφών οργάνωσης, συγκρότησης και αναπαραγωγής αυτής της στρατηγικής, οι θεσμοί της εργατικής ηγεμονίας και φυσικά ο ρόλος του κόμματος ως ακριβώς του «σύγχρονου Ηγεμόνα»” (σελ. 17).
Ο Σωτήρης μας καλεί να σκεφτούμε -όλοι μας, «διανοούμενοι» και μη, δεδομένου, μάλιστα, που, κατά τον Αλτουσέρ, όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι- τις οργανώσεις, τα μαζικά κόμματα και τα μέτωπα ως πρακτικές γνώσεις, ως εργαστήρια μαζικής κριτικής διανοητικότητας, ως πειραματικής διαδικασίας για την άρθρωση μιας νέας ηγεμονίας, έξω και πέρα από κάθε αντίληψη της οργάνωσης ως εκλογικού ή επικοινωνιακού μηχανισμού.
Το βιβλίο του αποτελεί ένα εξαιρετικό βοήθημα.