in , ,

Ο Γιάνης Βαρουφάκης αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη με άρθρο του στη γερμανική εφημερίδα der Freitag

Foto: Imago/ZUMA/Keystone

Πρέπει να ήμουν 6 ή 7 χρονών όταν πρωτοσυνειδητοποίησα τη σημασία της μουσικής του Θεοδωράκη. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1968 όταν οι γονείς μου με προειδοποίησαν να μην πω σε κανέναν στο σχολείο ή τη γειτονιά ότι είχανε δίσκους του – πολύ περισσότερο ότι τους ακούγαμε. «Μπορεί να σε συλλάβουν ακόμα κι επειδή σφύριξες ένα τραγούδι του» θυμάμαι να μου λέει η μητέρα μου. Εκεί κατάλαβα ότι για να τρομάζουν τόσο πολύ από τη μουσική του οι μισητοί φασίστες δικτάτορες, πρέπει να είχε τεράστια δύναμη.

Στην αρχή, δε μπορούσα ν’ αποφασίσω αν η μουσική του Θεοδωράκη μου άρεσε επειδή ήταν καλή ή επειδή ήταν παράνομη. Κατέληξα ότι λατρεύω τη δομή της μουσικής του, το 1970. Η συνειδητοποίηση ήρθε όταν η δασκάλα του πιάνου μου, η Τζένη Πρωτόπαπα, μου έγραψε ένα από τα τραγούδια του, το «Μάνα μου και Παναγιά». Καθώς προσπαθούσα να το μάθω, ένιωθα κάθε νότα του να με χτυπάει σαν συναισθηματικός τυφώνας. Μέχρι και σήμερα, όταν παίζω αυτό το τραγούδι, ξεχνάω ποιος είμαι, που είμαι, τα πάντα-βυθίζομαι ολοσχερώς μέσα στο σύμπαν που δημιουργούν αυτές οι λίγες, μεγαλοφυώς τοποθετημένες νότες.

Όταν πια έπεσε η χούντα το 1974, είχα μια μεγάλη λίστα τραγουδιών του Θεοδωράκη που μπορούσα πια να παίξω, πριν να επιτραπεί ξανά στα καταστήματα δίσκων να πουλάνε τους δίσκους του. Οπότε, όταν έμαθα το 1975 ότι θα έπαιζε ζωντανά στο στάδιο του Νέου Φαλήρου, έσπευσα να αγοράσω εισιτήριο-η πρώτη συναυλία στην οποία πήγα μόνος μου.

Όταν ξεκίνησε η συναυλία, έγινα ένα με το πλήθος που διψούσε για Δημοκρατία και για μια μουσική που θα δονούσε τα ουράνια μέχρι να συνθλιβεί η τυραννία. Κάποια στιγμή, με το σώμα του να πάλλεται από τις μελωδίες του, ο Θεοδωράκης άλλαξε ρυθμό, περνώντας από τα ελληνικά τραγούδια του στο Canto General (το ορχηστρικό έργο του βασισμένο στην έξοχη ποίηση του Pablo Neruda).

Ξαφνικά, οι καρδιές όλου του σταδίου μεταφέρθηκαν στη Χιλή κι άρχισαν να χτυπούν σε σύμπνοια με κάθε λαό στον κόσμο που υπέφερε από αυταρχισμό, φασισμό, εκμετάλλευση και δικτατορίες. Όταν μπήκα στο στάδιο ήμουν ένας δεκαπεντάχρονος, όταν βγήκα ένιωθα πολύ μεγαλύτερος, και ταυτόχρονα Λατινοαμερικάνος, Ινδιάνος, Εβραίος, Άραβας κλπ.

Λίγο αργότερα, άρχισα να ακούω μουσική με ρίζες στη μπλούζ -ειδικά απ’ όταν μετακόμισα στην Αγγλία το 1978. Αλλά ποτέ δεν έφυγε από μέσα μου η μουσική του Θεοδωράκη. Κάθε λίγο και λιγάκι, μια απ’ τις μελωδίες του θα μου ερχόταν στο νου και θα διέκοπτε ό,τι κι αν έκανα. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο μόνος. Άνθρωποι πολύ διαφορετικοί, από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες, μου εξομολογούνταν πόσο τους άγγιζε η μουσική του Θεοδωράκη. Πολύ πρόσφατα, ο φίλος μου -και μουσικό μου είδωλο- Brian Eno μου εξομολογήθηκε ότι η μουσική του Θεοδωράκη του εμφύσησε μια αίσθηση θάρρους.

Γιατί λοιπόν ήταν τόσο σημαντικός ο Θεοδωράκης για ανθρώπους σαν εμένα; Για μια σειρά συνδεδεμένων μεταξύ τους λόγων.

Η μουσική του άγγιξε πτυχές της ψυχής μας που άλλες μελωδίες δεν άγγιξαν.

Γιατί επανεφηύρε το ελληνικό τραγούδι, δένοντάς το αξεδιάλυτα με στίχους από τους καλύτερους νεότερους ποιητές, βάζοντας υψηλή ποίηση, με τη μορφή στίχων, στα στόματα οικοδόμων, καθαριστριών, οδηγών ταξί κλπ.

Ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα με οικουμενικά ορχηστρικά έργα που άγγιξαν βαθιά πολλούς ανθρώπους, παντού-για παράδειγμα, έγραψε το καλύτερο μουσικό έργο για το Ολοκαύτωμα (την Τριλογία του Mauthausen), το προαναφερθέν Canto General, τα υπέροχα soundtrack για τις ταινίες του Κώστα Γαβρά Ζ και Κατάσταση Πολιορκίας, ή το Serpico του Σίντνεϋ Λιούμετ με τον Αλ Πατσίνο.

Και, πάνω απ’ όλα, η ίδια η μουσική του σου απαγόρευε να την ακούς και να είσαι, στην ψυχή σου, δεξιός, αυταρχικός ή ξενοφοβικός.

Αντίο Μίκη.

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ανακοίνωση του ΝΑΡ σχετικά με το νέο κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας στα είδη λαϊκής ανάγκης

Άρνηση συμμετοχής του εντατικολόγου Μ. Ρίζου στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας