Λένε πως από τη φωνή ενός ανθρώπου μαθαίνεις πολλά. Από την ηχώ της δικής της φωνής, τα μάθαμε όλα. “Κι ανάθεμα στους δυνατούς / που τους μικρούς παιδεύουν“. Είπαν πως έφυγε· αυτή ή εμείς; Στα σίγουρα, θα ‘χει βρει καινούργια παρέα. Ίσως να την υποδέχθηκαν με ποιήματα ο Ρίτσος, ο Χικμέτ και ο Μαγιακόβσκι. Ίσως να την υποδέχθηκαν με ποιήματα ο τουφεκισμένος Πλουμπίδης και η κόκκινη Ρόζα, ο προδομένος Αλιέντε και ο τόσο μόνος Γκεβάρα. Γράψαν κι αυτοί ποιήματα με τα χέρια τους τα κομμένα και τα ματωμένα, κι αυτή τα διάβασε και τα τραγούδησε σαν τα ποιήματα των άλλων, των ποιητών.
Ίσως πάλι να είναι μόνη πάνω στη σκηνή. Φεστιβάλ, συναυλίες, διαμαρτυρία, αλληλεγγύη, τόσες λέξεις για μία υποψία ευτυχίας. Για ένα πουκάμισο αδειανό; Για την Ελένη; Κάποιος είπε πως όλα χάθηκαν. Κάποιος άλλος πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Κάποιος είπε πως παραφώναζε. Κάποιος άλλος πως δεν φώναξε, δεν φωνάξαμε, αρκετά. Χάρισε Τραγούδια της Λευτεριάς και του Αγώνα αλλά που καιρός τώρα για τέτοια, για αγώνες και για λευτεριές; Συλλάβισε Τροπάρια για Φονιάδες, αλλά κάποια ευαίσθητα μεταμοντέρνα αυτάκια βαρέθηκαν τα τροπάρια κι έτσι έμειναν να αλωνίζουν οι φονιάδες.
Κι αν έφυγε, δεν έφυγε μόνη. Στο Χημείο του Μαγιού ένα κορίτσι ανθισμένο στέκει παράμερα και ψιθυρίζει ένα παλιό, τούρκικο τραγούδι. Στη Χιλής τα μεταλλεία ο εργάτης ξεθάβει, επιτέλους, το καλύτερο κομμάτι και το δίνει καύσιμη ύλη, για το δρόμο χωρίς επιστροφή. Απ’ το Ροζάριο ως τη Σάντα Λουκία κι απ’ τη Φουέντε Οβεχούνα ως τη Μακρόνησο, χωριάτισσες κι εξόριστες στήνουν χορό αποχαιρετισμού. Στην Πλατεία Χόρχε Ντ’ Αλβαράντο, ο καλός της Μιγκέλ βγαίνει απ’ τον ομαδικό τάφο του και την ξεπροβοδίζει μ’ ένα ματσάκι κίτρινες τουλίπες. Κι στην Πρέβεζα, στα Γιάννενα και στο Κιλκίς οι κήρυκες επιτέλους βουβάθηκαν, μην έχοντας τίποτε άλλο να πουν και να πουλήσουν.
Πολιτικό τραγούδι είπαν πως τραγούδησε, κι ας μας έμαθε πως η προσμονή ενός καλύτερου κόσμου δεν είναι πολιτική αλλά έρωτας. Έρωτας όχι φοβισμένος και μικροαστός, αλλά παθιασμένος και στα όρια. Ένας έρωτας που περιδιαβαίνει την Έρημη Πόλη πριν παίξει τον καϋμό του στη φυσαρμόνικά. Ζει τηΜυθολογία του Σαββάτου πλάι σε χαλασμένα τζουκ μποξ και χρυσά τακούνια. Ψάχνει για καινούργιουςΔον Κιχώτες, παίρνει το άλογο και ξεχύνεται σε άγνωστες πολιτείες. Είναι έρωτας που δεν υπολογίζειΦόβους του Μεσημεριού, προχωρώντας μέσα σε μία απίθανη νύχτα. Και δεν κυκλοφορεί με τη ζυγαριά στο χέρι παρά με ένα τοσοδούλικο Μαγικό Κλειδί, με το οποίο ξεκλειδώνει το παιδικό σεντούκι σου.
Έφυγε τον Γενάρη, τρία χρόνια πίσω. Έτσι είπαν, μα οι δρόμοι εδώ δε λένε να σωπάσουν. “Πάνω στα πλακάτ: ‘ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ Ο ΛΑΟΣ’“. Κάποτε, θα γίνει κι αυτό. Μέχρι τότε όμως, ποιος θα τραγουδά τις μεγάλες σκοτεινές νύχτες μας;
Ηρ.Οικ.