Σε ένα σημείο στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού, στο κεφάλαιο «Η πολιτιστική βιομηχανία: Ο διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών», οι Adorno και Horkheimer περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η μαζική κουλτούρα συλλαμβάνει και αιχμαλωτίζει την λαϊκή συνείδηση με υποσχέσεις ευτυχίας που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν σε καπιταλιστικές συνθήκες.
Το παράδειγμα που χρησιμοποιούν είναι αυτό της λοταρίας που έχει ως έπαθλο ένα ταξίδι στην Ιταλία. Ο καπιταλισμός το υπόσχεται σε όλους, αλλά ελάχιστοι θα το πραγματοποιήσουν. Η εικόνα των εξωτικών τοποθεσιών είναι η αλυσίδα που συγκρατεί αυτό το όνειρο-φυλακή. Ούτως ή άλλως, λένε, δεν υπάρχει ομορφιά πέρα από το επίπεδο των μέσων της εικονικής αναπαραγωγής της – και αυτά τα μέσα ανήκουν στον εχθρό:
«Αυτό που προσφέρεται δεν είναι η Ιταλία, αλλά η απόδειξη της ύπαρξής της.»
Όταν πρωτοδιάβασα αυτήν την φράση, μου κόπηκε η ανάσα. Κι όταν λέω ότι μου κόπηκε η ανάσα, εννοώ ότι ένιωσα μέσα μου ένα πλήγμα. Αυτό που πληγώθηκε ήταν η ελπίδα, η ουτοπική επιθυμία. Δεν υποτίμησα ούτε υποτιμώ την αρνητική κριτική, την διάλυση των ψευδαισθήσεων. Αλλά τι μένει πίσω για να γεμίσει το κενό που αφήνει; Η εμπειρία μου έχει δώσει πολλά παραδείγματα για αυτό μέσα στα χρόνια. Παραδείγματα χειρονομιών, πράξεων, εικόνων, δεσμών και σχέσεων με νόημα και προοπτική. Η εμπειρία όλων μας, νομίζω.
Στο επίπεδο της ανάγνωσης όμως, στο πεδίο της ζωής του νου, η αναπλήρωση αυτού του κενού, αυτού το πλήγματος και αυτής της απώλειας ήρθε όταν διάβασα κάποια χρόνια αργότερα το Signatures of the Visible του Fredric Jameson. Οφείλω να σημειώσω εδώ ότι ο Jameson, μάλλον ο τελευταίος σπουδαίος μαρξιστής διανοούμενος, δεν ήταν κανένας αφελής οπτιμιστής. Για την ακρίβεια, γνώριζε καλά την αξία αυτής αρνητικότητας, αυτού του ριζοσπαστικού πεσιμισμού, αναζητώντας τα διαλεκτικά βήματα που την συνδέουν με την θετικότητα, με το πολιτικό ασυνείδητο των προϊόντων κουλτούρας, με την κοινωνικο-ιστορική παραγωγή της ουτοπικής επιθυμίας.
Δύο χρόνια πριν το Signatures of the Visible, στο Late Marxism: Adorno, or, The Persistence of the Dialectic του 1990, ο Jameson σχολιάζει αυτό ακριβώς το απόσπασμα από την Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Ακολουθώντας την σκέψη του Adorno, διακρίνει την ομοιότητα και την διαφορά ανάμεσα στην “αυθεντική”/”υψηλή” τέχνη και την μαζική κουλτούρα. Αμφότερες καταπιάνονται με την δυνατότητα και την υπόσχεση της ευτυχίας, αλλά καμία δεν μπορεί να την προσφέρει. Η πρώτη την ακυρώνει μέσα από την αισθητικοποίηση της άρνησης και η δεύτερη την ακυρώνει μέσα από την ψευδαίσθηση της πραγμάτωσης. Προσφέροντας, δηλαδή, αποδείξεις για την ύπαρξής της χωρίς να προσφέρει την ίδια.
Το Signatures of the Visible λοιπόν κυκλοφόρησε το 1992, αλλά περιείχε κυρίως παλιότερα κείμενα του Jameson. Το κείμενο με το οποίο ξεκινάει το βιβλίο είναι το Reification and Utopia in Mass Culture, ένα κείμενο του 1979, το οποίο συμπυκνώνει πολύ εύγλωττα το θεωρητικο-πολιτικό διακύβευμα γύρω από το οποίο περιστράφηκε όλο το έργο του τις επόμενες δεκαετίες:
“Χρειαζόμαστε επομένως μια μέθοδο ικανή να αποδώσει δικαιοσύνη τόσο στην ιδεολογική όσο και στην ουτοπική ή υπερβατική λειτουργία της μαζικής κουλτούρας ταυτόχρονα. Τίποτα λιγότερο δεν αρκεί, όπως μπορεί να μαρτυρήσει η αποσιώπηση ενός από τους δύο αυτούς όρους: έχουμε ήδη σχολιάσει τη στειρότητα του παλαιότερου είδους ιδεολογικής ανάλυσης, η οποία, αγνοώντας τις ουτοπικές συνιστώσες της μαζικής κουλτούρας, καταλήγει στην κενή καταγγελία της χειραγωγικής λειτουργίας και του υποβαθμισμένου καθεστώτος της τελευταίας. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι το συμπληρωματικό άκρο -μια μέθοδος που θα εξυμνούσε τις ουτοπικές παρορμήσεις ελλείψει οποιασδήποτε σύλληψης ή αναφοράς στην ιδεολογική κλίση της μαζικής κουλτούρας- απλώς αναπαράγει τις λιτανείες της κριτικής των μύθων στην πιο ακαδημαϊκή και αισθητικοποιητική της μορφή και φτωχαίνει τα κείμενα αυτά από το σημασιολογικό τους περιεχόμενο την ίδια στιγμή που τα αφαιρεί από τη συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική τους κατάσταση”.
Δεν υπερβάλω λέγοντας ότι ο Fredric Jameson και τα κείμενά του, μαζί με τις πραγματικές κοινωνικές εμπειρίες που επικύρωναν και εμπλούτιζαν τον προβληματισμό του, άλλαξαν τον τρόπο που σκέφτομαι. Πιστεύω ότι συνέβη και με πολλούς ακόμα ανθρώπους που αναζήτησαν στην ανάγνωση τρόπους να πλοηγηθούν μέσα στην εμπειρία – και το αντίστροφο. Αυτό που εμφανίζεται διαχωρισμένα σαν προσωπική οφειλή και προσωπική μυθολογία (και του χρωστάω πάρα πολλά πράγματι), είναι στην πραγματικότητα μια φετιχοποιημένη εξατομίκευση αυτού που θα ονομάζαμε “ιστορικός χαρακτήρας” και “ιστορική λειτουργία” του έργου ενός συγγραφέα. Η λειτουργία-Jameson ήταν να κρατήσει ζωντανή την διαλεκτική ανάμεσα στην κριτική ανάλυση και την ουτοπική επιθυμία. Το ότι το δεσμεύτηκε σε αυτό τόσο πολύ και το κατάφερε τόσο καλά είναι, για μένα, σχεδόν κάτι το απίστευτο.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του Signatures of the Visible, έφτασα στο μοναδικό νέο κείμενο του βιβλίου. Το κείμενο αυτό είχε τον τίτλο «Η ύπαρξη της Ιταλίας». Ακριβώς από κάτω, ο Jameson παρέθετε την φράση των Adorno-Horkheimer. Ο τίτλος από μόνος του με συγκίνησε. Ένιωσα στιγμιαία το κενό να γεμίζει και την πληγή να επουλώνεται. Αισθάνθηκα πως ήξερα ακριβώς τι θα έλεγαν οι επόμενες 100 σελίδες του κειμένου χωρίς να τις διαβάσω καν. Η Ιταλία υπάρχει. Υπάρχει μια ουτοπική ένταση από μόνη της στην διατύπωση αυτού του τίτλου. Ευτυχώς που διάβασα τις 100 σελίδες και δεν έμεινα στην στιγμιαία αναγνωστική ταραχή. Η αισθητική-συγκινησιακή εμπειρία δεν αρκεί χωρίς την έλλογη ανάλυση – και αντιστρόφως, για άλλη μια φορά.
Αλλά, τι να πω, δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτές τις λέξεις. Ήταν μια στιγμή επανορθωτικής ανάγνωσης, όπως την εννοεί η Eve Sedgwick: εκεί όπου στην θέση της υποψίας και της παράνοιας αναδύεται μια ποιότητα φροντίδας και αγάπης, η οποία παράγει την θεραπευτική δυνατότητα να φανταστείς τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι, να συλλάβεις ένα εναλλακτικό παρελθόν και ένα νέο μέλλον.
Στο παρακάτω στιγμιότυπο από το Journey to Italy του Roberto Rossellini από το 1954, ο George Sanders και η Ingrid Bergman περιπλανιούνται στα ερείπια της Πομπηίας. Απ’ αυτόν τον σωρό από ερείπια, στο φινάλε της ταινίας, θα αναδυθεί ένα θαύμα – ένα θαύμα που θα ενώσει την συλλογική γιορτή των ανθρώπων με την προσωπική μοίρα των ηρώων. Νωρίτερα, στην πρώτη σκηνή του Journey to Italy, βλέπουμε το ανδρόγυνο μέσα σε ένα αυτοκίνητο, κάπου έξω από τη Νάπολι, να συζητάει:
– “Where are we?”
– “Oh, I don’t know exactly.”
Να τι σημαίνει Ιταλία στο ουτοπικό αρχιπέλαγος που προσπάθησε να χαρτογραφήσει ο Jameson: να μην ξέρεις πού ακριβώς βρίσκεσαι, αλλά να είσαι στον δρόμο προς το ριζικά αλλού. Εκείνος πέθανε. Η Ιταλία συνεχίζει να υπάρχει.