in

Ο φιλελευθερισμός ενάντια στην ελευθερία. Του Χρήστου Λάσκου

Werner Bonefeld, Ισχυρό κράτος και ελεύθερη οικονομία, (μετάφραση: Καλλιρόη Τάγκα, επιστημονική επιμέλεια: Απόστολος Δεδουσόπουλος), σελ. 404, εκδόσεις angelus novus.

 

Το πρόγραμμα του φιλελευθερισμού […] συνοψισμένο σε μια λέξη οφείλει να αποδοθεί με εκείνη της: ιδιοκτησίας, η οποία είναι η ιδιωτική κυριότητα των μέσων παραγωγής […]

Λούτβιχ φον Μίζες

Αυτό που μας ξεκαθαρίζει ο Μίζες, από τους ιδρυτές της αυστριακής νεοφιλελεύθερης σχολής, είναι πως η μία και εξέχουσα ελευθερία στις καπιταλιστικές συνθήκες ζωής είναι αυτή της ιδιοκτησίας. Όλες οι άλλες, σε όσες, βέβαια, δίνεται η δυνατότητα να υπάρξουν, είναι υπολειμματικές αυτής. Αν αυτή μόνη υπήρχε σε ένα κράτος αυτό θα ήταν απολύτως αρκετό.

Γι’ αυτό ο Χάγεκ δεν θα αφήσει την παραμικρή αμφιβολία: «Δεν έχω βρει ούτε ένα άτομο, ακόμα και στην τόσο δυσφημισμένη Χιλή, που να μην συμφωνεί ότι η προσωπική ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερη υπό τον Pinochet απ’ ότι υπό τον Allende» (σελ. 153).

Το βιβλίο του Μπόνεφελντ είναι μια μοναδική, από όσο ξέρω, μονογραφία σχετικά με την σκέψη και το διανοητικό «σύστημα» του ορντοφιλελευθερισμού. Μιας παραλλαγής του φιλελευθερισμού, η οποία επιχείρησε να διαμορφώσει μια συνεκτική θεώρηση του πώς έπρεπε να είναι τα πράγματα σε μια αληθινή και πλήρη επικράτεια της ιδιοκτησίας. Σε μια επικράτεια, δηλαδή, όπου οι ιδιοκτήτες θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά ως μια αναγκαία αριστοκρατία.

Εκκινώντας μέσα στην σφοδρή αναταραχή της Βαϊμάρης το ερώτημα ήταν τι θα έπρεπε να γίνει για να επιβληθεί εκ νέου και να γίνει βιώσιμη η οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Στις συνθήκες της πιο αποτρόπαιης από τις δημοκρατίες, στο μέτρο που κατακτήθηκε από τον «άνθρωπο -μάζα», με την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918 και με εργαλεία τα αμεσοδημοκρατικά συμβούλια εργατών και στρατιωτών, η επιβολή της ελεύθερης οικονομίας ήταν μια πράξη πολιτισμού.

Σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό του laissez -faire, που θεωρεί την αγορά ένα είδος φυσικής τάξης, οι ορντοφιλελεύθεροι επέμεναν εξαρχής πως η ελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα ισχυρό, αλλά «αποπολιτικοποιημένο», κράτος, που πρώτο του μέλημα θα είναι να αποτελεί τον εγγυητή -υπερασπιστή της. Η ελεύθερη οικονομία είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, μια «τεχνητή κοινωνική κατασκευή», η οποία οφείλει να οικοδομηθεί ενεργά και να διατηρηθεί από την κρατική παρέμβαση. Χωρίς ισχυρό κράτος δεν υφίσταται ελεύθερη οικονομία, ούτε η ελευθερία του (ολοκληρωτικού) ανταγωνισμού, η οποία ορίζει την ελευθερία του Ανθρώπου. Απαιτείται, ως απόλυτη προϋπόθεση, λοιπόν, ένα ισχυρό κράτος προκειμένου να προασπίζεται αυτήν την άγια ελευθερία των ιδιοκτητών. Η ελεύθερη οικονομία είναι μια πολιτική απόφαση. Μια απόφαση του κυρίαρχου με τη διαμόρφωση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπου αυτό που θα μετρήσει είναι η ισχύς απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, στον ημεδαπό «ξένο», στον εργάτη, που μνησικακεί και ορέγεται αυτά που ανήκουν δικαίως στην αριστοκρατία του πλούτου. Γιατί, σε συμφωνία με τον Καρλ Σμιτ, οι ορντοφιλελεύθεροι ξέρουν πως η ισχύς είναι πριν από το νόμο και δεν μπορεί καν να υπάρξει ο νόμος, αν δεν ασκηθεί η αναγκαία δύναμη του κυρίαρχου.

Όπως είδαμε, ήδη, ο Μίζες και ο Χάγεκ δεν θα μπορούσαν να το θέσουν καθαρότερα. Και, μ’ όλο που πολλοί θεωρούν πως ο ορντοφιλελευθερισμός και ο νεοφιλελευθερισμός είναι αντίπαλα ρεύματα, στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά τους είναι μια διαφορά έμφασης σε διαφορετικές διαστάσεις του κοινού επιχειρήματος. Το κύριο και για τους δύο είναι πως η διασφάλιση της ελεύθερης οικονομίας δεν μπορεί να βασιστεί «παρά μόνο στην αστυνομία». Ακολουθώντας σε αυτό τον ίδιο τον Σμιθ, είναι βέβαιοι πως η διασφάλιση  του συστήματος της τέλειας ελευθερίας ανήκει στην αστυνομία (σελ. 83).

Βάσει αυτών των καταστατικών ιδεών, δεν είναι τυχαίο πως πολλοί ορντοφιλελεύθεροι, στα τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου, υποστήριξαν πως η μόνη λύση απέναντι στην καταστροφική κρίση της εποχής ήταν μια εντεταλμένη δικτατορία. Η οικονομική κρίση, γι’ αυτούς, δεν είναι παρά καθαρά πολιτική κρίση. Δεν την παράγει το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, αλλά η παρεμπόδισή του να λειτουργήσει[1]. «Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης υπέκυψε στις πιέσεις των πολιτικοποιημένων ομάδων, στις απαιτήσεις της δημοκρατίας των μαζών, στους οργανωμένους σε συνδικάτα εργάτες και «κατασπαράχθηκε από αυτούς» με ολέθριες συνέπειες πρόκλησης κρίσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κράτος που «κυβερνά, το οποίο είναι ένα ισχυρό κράτος»» (σελ. 47). Για τους ορντοφιλελεύθερους, η οικονομική κρίση του ’29 είναι μια κρίση που οφείλεται στη δημοκρατική αταξία και κάνουν έκκληση για ένα ισχυρό κράτος, που θα περιορίσει τη δημοκρατία, ως προϋπόθεση της φιλελεύθερης οικονομίας. Ο ναζισμός ήρθε να καλύψει αυτήν την ανάγκη. Για να ξαναθυμηθούμε τον Μίζες, έστω κι αν δεν ανήκει τυπικά στους ορντοφιλελεύθερους -αλλά μόνο τυπικά- «ο φασισμός και άλλα παρόμοια κινήματα [έχουν] σώσει […] τον ευρωπαϊκό πολιτισμό» (σελ. 57). Οι περισσότεροι από τους ορντοφιλελεύθερους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ναζιστικό καθεστώς και υπηρέτησαν ως τεχνοκράτες την πολεμική οικονομία του Ράιχ. Ένας από τους επιφανέστερους, ανάμεσά τους, ο Franz Böhm, αναγνώρισε, με προφανή ανακούφιση, ότι η ναζιστική κατάληψη της εξουσίας εξάλειψε την πιθανότητα μιας μαρξιστικής κυβέρνησης στη Γερμανία.

Δεδομένων όλων των προηγουμένων, είναι πραγματικά παράδοξο ότι ένα μέρος μαρξιστών σήμερα βλέπει μια υπαναχώρηση, αν όχι υποστροφή του ορντο(νεο)φιλελευθερισμού, λόγω της ισχυρής κρατικής παρέμβασης! Ενώ, νομίζω, το πραγματικό δεδομένο είναι ο, καθόλου παράξενος, μη -θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, για να θυμηθούμε τον Colin Crouch, στο μέτρο που το ισχυρό κράτος είναι η, εκ των ων ουκ άνευ, προϋπόθεση για τη λειτουργία της αγίας ελεύθερης οικονομίας, της ίδιας της «ελευθερίας του Ανθρώπου».  Άλλωστε, στιγμή στα χρόνια μετά το 2008 και μέχρι τη σημερινή πολυκρίση δεν σταμάτησε να προωθούνται και να εφαρμόζονται οι συνήθεις δυσώνυμες «μεταρρυθμίσεις», που αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν της πολιτικής των λάτρεων του «ολοκληρωτικού ανταγωνισμού».

Όπως παράδοξο -και ενδεικτικό της σύγχυσης μιας ορισμένης αριστεράς- είναι πως θεωρείται ο ορντοφιλελευθερισμός αντίπαλο ρεύμα στο νεοφιλελευθερισμό. Όπως σημειώνει ο Μπόνεφελντ, «η  Sahra Wagenknecht προέτρεψε το διάδοχο κόμμα του πρώην κυβερνώντος κόμματος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γερμανίας,  Die Linke, να υιοθετήσει την ορντοφιλελεύθερη ιδέα μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να επιτύχει κοινωνική δικαιοσύνη, πλήρη απασχόληση και ανάπτυξη βασισμένη σε μισθολογικές αυξήσεις» (σελ. 38). Αλλά και ο Φουκό είχε μια εσφαλμένη ανάγνωση του ορντοφιλελευθερισμού: «[Σ]ε αντίθεση με την άποψή του […], η ορντοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική δεν είναι μια πολιτική ενάντια στον καταστρεπτικό χαρακτήρα του οικονομικού ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η ορντοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική παρεμβαίνει στην «ανθρώπινη προδιάθεση», προκειμένου να καταστεί εφικτή μια ανταγωνιστική οικονομία. Συνεπώς, η ορντοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική δεν στρέφεται εναντίον της αγοράς. Είναι μάλλον περισσότερο ένα εργαλείο για την ελευθερία της αγοράς» (σε. 41).

Και, πρώτα απ’ όλα, είναι ένα εργαλείο αναμόρφωσης των φτωχών. «Το ορντοφιλελεύθερο κράτος όχι μόνο άρχει πάνω στα  κοινωνικά άτομα, αλλά μέσω αυτών διασφαλίζει τις «ψυχο -ηθικές δυνάμεις» […], τα «ηθικά συναισθήματα» […] να είναι διαθέσιμα στην καπιταλιστική κοινωνία, μεταμορφώνοντας τους επαναστάτες προλετάριους σε υπεύθυνους συμμετέχοντες στις ανταγωνιστικές αγορές εργασίας» (σελ. 74). Ακριβώς, λοιπόν, επειδή είναι ισχυρό κράτος, αποτελεί αληθινή «απάντηση στις εξεγέρσεις», την οποία το laissez -faire δεν μπορεί να δώσει (σελ. 96).

Πράγμα καθόλα δίκαιο στο μέτρο που «[ο] άνεργος έχει τόση δύναμη, όση και ο ιδιοκτήτης του μεγάλου πλούτου, για να ενεργήσει έχοντας την άδεια στην άσκηση επιχειρηματικότητας» (σελ. 199). Ο φτωχός έχει καθήκον να αξιοποιήσει τις μοναδικές ευκαιρίες, που παρέχει η οικονομία του ολοκληρωτικού ανταγωνισμού, προκειμένου να βελτιώσει την θέση του, γινόμενος επιχειρηματίας της εργατικής του δύναμης.

Η ευημερία του καπιταλισμού είναι συνώνυμη με την ευημερία του επιχειρηματία, ο οποίος συνιστά την προσωποποίηση του πολιτισμού. Καινοτόμος, ενεργητικός, ρηξικέλευθος, ανταγωνιστικός, αυτόνομος, στωικός, προσαρμοστικός είναι το στήριγμα της αστικής κοινωνίας.  Θεμελιώδης, επομένως, για την εγκαθίδρυση και μακροημέρευσή της είναι η περιστολή των φτωχών μέσα στα όρια του πλούτου των επιχειρηματιών. Ο «φιλάργυρος όχλος», κατά την έκφραση του Χέγκελ, πρέπει, με τη μέγιστη αυστηρότητα, να κατασταλεί. Ή να γίνει κι αυτός επιχειρηματίας -να πάψει να αποτελεί απαράδεκτη εν -όχληση για τους ιδιοκτήτες. Η ιδιοκτησία είναι η, κατεξοχήν, ευπρέπεια. Η εκμετάλλευσή της από τους μη -ιδιοκτήτες είναι η μέγιστη απρέπεια.

Το κράτος πρόνοιας αποτελεί όχι μόνο κλοπή των ιδιοκτητών, αλλά προσβολή της προσωπικότητάς τους!  Η εξαφάνισή του είναι το μείζον καθήκον του ισχυρού κράτους της ελεύθερης οικονομίας. Του κράτους «των επιχειρήσεων και του ανταγωνισμού, που αντιμετωπίζει με σαφήνεια τον προλετάριο ως εχθρό, καταστέλλοντας την ταξική πάλη, ολοκληρώνοντας την κοινωνία και οργανώνοντας την ελευθερία της εργασίας» (σελ. 105). ARBEIT MACHT FREI, που έγραφε και στην είσοδο του Άουσβιτς: Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, ο κορυφαίος ορντοφιλελεύθερος  Müller -Armack να θεωρεί το Mein Kampf ένα «εξαίσιο βιβλίο», τον εθνικοσοσιαλισμό δημιουργό μιας νέας μορφής δημοκρατίας, το ναζιστικό καθεστώς ως μια «εμφατική δημοκρατία», ένα ισχυρό κράτος που καθιστά αποτελεσματικά τα ελεύθερα κίνητρα των ιδιωτών, που «εξαναγκάζει τον άνθρωπο να είναι ελεύθερος».  Ο Χίτλερ είναι ένας αγαθοεργός δικτάτορας, μέρος και στήριγμα μιας «δημοκρατίας των φιλελεύθερων φίλων».

Επανέρχομαι στο καίριο ζήτημα της αναμόρφωσης των φτωχών. Για τους οποίους απαιτείται μια βιοπολιτική, που επιτρέπει την  εμπέδωση της επιχειρηματικής κουλτούρας στην νοοτροπία των κυβερνωμένων, διαμορφώνοντας την θέληση για ελευθερία σε όλη την κοινωνία. «Η βιοπολιτική έχει να κάνει με τη μετατροπή των ανυπάκουων προλεταρίων σε πρόθυμους και ατομικά υπεύθυνους επιχειρηματίες της εργατικής δύναμης. Είναι επιφορτισμένη να διεισδύει στη διανοητική οργάνωση των μισθωτών εργαζομένων για να εμφυτεύσει τις «ψυχο -ηθικές δυνάμεις της επιχείρησης στη νοοτροπία των κυβερνώμενων […]   Αντί να ζητάνε τη στήριξη της κοινωνικής πρόνοιας, οι μισθωτοί εργαζόμενοι πρέπει να μάθουν να αποδέχονται τον οικονομικό κίνδυνο, όμοια με έναν επιχειρηματία, ο οποίος διαβλέπει ευκαιρίες, όταν χτυπούν οι κακοτυχίες» (σελ. 211).

Όποιος αποτυγχάνει, «στερείται επιχειρηματικής αντοχής και αποφασιστικότητας και δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ηθικές δεσμεύσεις για να επιτύχει […] Συνεπώς, ο προλετάριος είναι κάποιος ο οποίος έχει απωλέσει την ηθική ικανότητα να ενεργεί σαν ένα πολιτισμένο μέλος μιας κοινωνίας ιδιωτικού δικαίου και να «αποδέχεται την ευθύνη» για τις δικές ή τις δικές της καταστάσεις και προοπτικές» (σελ. 216). Η οποία ευθύνη είναι πάντοτε ατομική.

Η προλεταριοποίηση και η φτώχεια είναι πολύ λίγο υλική κατάσταση και πολύ περισσότερο ψυχολογική. Την οποία ούτε οι υψηλότεροι μισθοί «ούτε και οι κινηματογράφοι» μπορούν να θεραπεύσουν. «Τα προβλήματα της εργατικής τάξης είναι προβλήματα προσωπικότητας», όπως τονίζει ο Röpke. Η απόπειρα να εξασφαλιστεί η υλική ασφάλεια είναι «ο πιο σίγουρος τρόπος […] για να έρθει η θλίψη». «Ο  αγώνας για υλική ασφάλεια εδώ και τώρα υπονομεύει και τη θρησκευτική ιδέα της αναβληθείσας για την άλλη ζωή ικανοποίησης και τη φιλελεύθερη ιδέα της αυτοδημιούργητης ιδιοκτησίας […] [Η] απαίτηση για υλική ασφάλεια δηλώνει μια επικίνδυνη προλεταριακή τρέλα. «[Η] απελευθέρωση από την ανάγκη» είναι «μια δημαγωγική κατάχρηση της λέξης «ελευθερία»» (σελ. 220).

Οι ζωτικά ικανοποιημένοι μισθωτοί δεν ζητούν κοινωνική πρόνοια. Βοηθούν τους εαυτούς τους, όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, και προσαρμόζονται στις πιέσεις της αγοράς πρόθυμα και με δική τους πρωτοβουλία. Εκλαμβάνουν την έλλειψη ιδιοκτησίας ως κίνητρο, για να αποδώσουν καλύτερα, βλέπουν την ανεργία σαν ευκαιρία για απασχόληση, θα αναζητήσουν, οικειοθελώς και με δική τους πρωτοβουλία, χαμηλούς μισθούς για τους εαυτούς τους ώστε να εξασφαλίσουν εργασία. «[Ε]ίναι εκείνοι που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις, ζουν θαρραλέα και υπομένουν τις ανασφάλειες της ζωής και τους κινδύνους, προσφέρουν επιπλέον ώρες ανεξάρτητης εργασίας για αν ανταποκριθούν στις ανάγκες επιβίωσης […] χωρίς να κυριεύονται από τη «λατρεία για το βιοτικό επίπεδο»» (σελ. 249). Για τους ορντοφιλελεύθερους, οι άνεργοι είναι θεμελιωδώς επιχειρηματίες υπό μετάβαση από μια μορφή απασχόλησης σε άλλη.

Το κράτος πρόνοιας πρέπει να εξαλειφτεί. Τιμώρησε την επιτυχία, μερίμνησε για τους αργόσχολους, πολιτικοποίησε τις κοινωνικές σχέσεις. Ο Röpke, λοιπόν, απορρίπτει ολοκληρωτικά το «σάπιο φρούτο» του κράτους πρόνοιας […] σαν το «ξυλοπόδαρο» μιας κοινωνίας ακρωτηριασμένης από τους προλετάριούς της. Γιατί, η τυραννία είναι ριζωμένη στη δημοκρατία. Η τυραννία πάντα κυβερνά «με τις μάζες […] ενάντια στην ελίτ που προάγει τον πολιτισμό» (σελ. 142). Μόνο μια εξέγερση των ελίτ μπορεί να αντιμετωπίσει την τυραννία των φτωχών. Ο φιλελευθερισμός πρέπει να είναι μαχητικός φιλελευθερισμός.

Ένεκα αυτών, ο Χάγεκ θα προτείνει το κοινοβούλιο, εφόσον υπάρχει, να υπόκειται στη δικαστική εξουσία, η οικονομική πολιτική να δεσμεύεται με συνταγματικό τρόπο, το δικαίωμα ψήφου να περιοριστεί στους άνω των 45 και να αποκλειστούν οι άνεργοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, που εξαρτώνται από το δημόσιο.  Αν υπάρχει κι ο Πινοσέτ,  ακόμη καλύτερα.

Ο Μπόνεφελντ, στο βιβλίο του, κάνει, κυριολεκτικά, φύλλο και φτερό  τον ορντο(νεο)φιλελευθερισμό, την μορφή της ιδεολογίας, που  κυριαρχεί συντριπτικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Κάνει ιστορία των ιδεών, αλλά, ακόμη περισσότερο, γράφει ένα πολιτικό βιβλίο, από τα πιο πολύτιμα για τη διαμόρφωση μιας αριστερής απάντησης, σήμερα. Κλείνει με ένα εκτεταμένο «εφαρμοσμένο» μέρος, στο οποίο μελετά την Ευρωπαϊκή Ένωση ως την πιο χαρακτηριστική στον κόσμο, εξαρχής σχεδιασμένη γι’ αυτό, επικράτεια του ορντοφιλελευθερισμού. Ειδικά η νομισματική ένωση έχει θεσμοθετήσει μια ακραία απορρυθμιστική δυναμική προς όφελος της ελεύθερης επιχειρηματικότητας, μετασχηματίζοντας τα κράτη -μέλη σε απλά εκτελεστικά όργανα των υπερεθνικών σχέσεων του νόμου, της αγοράς και του χρήματος. Ο Μπόνεφελντ παραθέτει, ως προς αυτό, την καίρια διατύπωση της Vivien Schmidt, σύμφωνα με την οποία, «ενώ η ΕΕ έχει πολιτική δίχως πολιτική διαδικασία, τα κράτη -μέλη καταλήγουν με πολιτική διαδικασία δίχως πολιτική» (σελ. 268).

Ο κόσμος της εργασίας στη χώρα μας έχει την πιο καταστροφική εμπειρία αυτού του γεγονότος. Σε μια αναφορά σε αυτό, ο Μπόνεφελντ, πολύ αποκαλυπτικά, σημειώνει: «Από το καλοκαίρι του 2015, η θεωρητικά κυβέρνηση κατά της λιτότητας εγκαθίδρυσε τον εαυτό της ως ισχυρή κυβέρνηση -δεν περιορίζεται απλώς στην εφαρμογή της λιτότητας, αλλά επίσης στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, στην ιδιωτικοποίηση εθνικών πόρων, στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων βασιζόμενη στην αγορά και στη συγκράτηση του κινήματος ενάντια στη λιτότητα» (σελ. 330).

Ο ορντοφιλελευθερισμός δεν θέλει απλώς να κατανικά τον αντίπαλο -θέλει να τον γελοιοποιεί. Ο εχθρός πρέπει να τσαλαπατιέται, να μην έχει επόμενη ευκαιρία.

***

Πρόκειται για μοναδικό βιβλίο. Η μετάφραση της Καλλιρόης Τάγκα είναι εξαιρετική, όπως και η ουσιαστική επιστημονική επιμέλεια του Απόστολου Δεδουσόπουλου, τα σχόλια του οποίου, όπως και η εισαγωγή, εμπλουτίζουν το βιβλίο σε ουσιώδη σημεία.

Η εκδοτική δουλειά είναι, όπως πάντα, ανάλογη της αξίας του angelus novus.

[1] Η ιδέα αυτή θα επιστρέψει με την κρίση του ’70, ως «δημοκρατική υπερφόρτιση».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Το κράτος ξεφτιλίζει τον πολιτισμό στα διατάγματα του να βάλουμε φραγμό»

Απορρίφθηκε η SLAPP αγωγή της «WRE ΕΛΛΑΣ» κατά της «Εφ.Συν.» και του Τάσου Σαραντή