Καρλ Πολάνυι, Ο φασιστικός ιός. Κείμενα της περιόδου 1923-1960 (μτφρ.: Μαρία Β. Μαρκαντωνάτου), Τόπος, Αθήνα, σσ. 327
Στο προηγούμενο σημείωμα, ο Χρήστος Λάσκος έγραφε εδώ για τον Μεγάλο μετασχηματισμό – ένα έργο ιστορικής και ανθρωπολογικής κριτικής της οικονομίας της αγοράς, που γράφει ο Καρλ Πολάνυι στα 1944 – σε εποχή που η οικονομική θεωρείται ακόμα σχεδόν αυτονόητα κοινωνική επιστήμη. Ο Πολάνυι αναδεικνύει εκεί τις κοινωνικές επιπτώσεις της επικράτησης του οικονομικού φιλελευθερισμού από τον 19ο αιώνα μέχρι τον φασισμό: «Η νίκη του φασισμού», λέει μεταξύ άλλων, στον Μεγάλο μετασχηματισμό, «κατέστη αναπόφευκτη, επειδή οι φιλελεύθεροι παρεμπόδισαν όλες τις μεταρρυθμίσεις που περιλάμβαναν σχεδιασμό, ρύθμιση και έλεγχο».
Στο σημερινό σημείωμα συζητάμε μια συλλογή κειμένων του Ουγγρο-εβραίου συγγραφέα που μόλις πρόσφατα αποκτήσαμε στα ελληνικά, χάρη στη δουλειά της καθηγήτριας Μαρίας Μαρκαντωνάτου, συνιδρύτριας της Διεθνούς Εταιρείας Καρλ Πολάνυι. Τα κείμενα της συλλογής είναι επικεντρωμένα στον φασισμό. Δεν μιλούν, όμως, κυρίως για την πολυσυζητημένη αυταρχική και αντισημιτική διάστασή του: η έμφαση είναι κυρίως στην οικονομία και τη φιλοσοφία του – ή, σωστότερα, στην αντίθεση πολιτικής και οικονομίας που τον χαρακτηρίζει, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα μεταξύ 1923 και 1960, διάστημα στο οποίο τα περισσότερα δεν κυκλοφορούν – θα βγουν μετά το θάνατό του, μετά δηλαδή το 1964.
Αν και κείμενα με ισχυρό το αποτύπωμα της εποχής, όλα τους διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Όχι άδικα, ο Πολάνυι παραμένει από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς στις κοινωνικές επιστήμες, μαζί (σε τελείως άλλα συμφραζόμενα) με τον Φουκώ. Αποτελεί αναφορά μαρξιστών, αν και μη μαρξιστής ο ίδιος. Και το έργο του έχει εμπνεύσει συγγραφείς που σήμερα διαβάζονται από ευρύ κοινό – με πρώτο τον, γνωστό στα καθημάς, Γερμανό οικονομολόγο και κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Στρεκ.
***
Ο Πολάνυι έχει υποστεί ο ίδιος τον φασισμό. Ως τυπική περίπτωση Εβραίου διανοούμενου του Μεσοπολέμου, βρίσκεται μονίμως σε κίνηση – και συχνά υπό διωγμό. Σπουδάζει νομικά και φιλοσοφία στη Βουδαπέστη, κάνει το διδακτορικό του στη Ρουμανία, επηρεάζεται από τον μπολσεβικισμό του Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία (ως το πραξικόπημα του Χόρτι που επαναφέρει τη μοναρχία), συνεργάζεται με τον Λούκατς και τον Μπερνστάιν και ζει την «κόκκινη Βιέννη». Εκεί βλέπει από πρώτο χέρι ότι το Πρόγραμμα για την Οικονομική Ανασυγκρότηση της Αυστρίας (1923) επιταχύνει, μέσω της λιτότητας, την πορεία της χώρας προς τον φασισμό. Κι εκεί παντρεύεται την Ιλόνα Ντουτσίνσκα, μια γυναίκα αποδιωγμένη από το κομμουνιστικό κόμμα, που επιμελείται το περιοδικό της παραστρατιωτικής οργάνωσης του αυστριακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Αν και εγγονός ραββίνου, ο Πολάνυι μεταστρέφεται στον χριστιανισμό, και γίνεται μέλος της οργάνωσης «Χριστιανική Αριστερά»: «η κοινωνιολογία», γράφει το 1934, «έγινε για μένα ταυτόσημη με τον χριστιανικό σοσιαλισμό» (σ. 43). Την ίδια χρονιά, μια διάλεξή του με τίτλο «Τι είναι ο φασισμός», διακρίνει ομοιότητες και διαφορές με τον κομμουνισμό:
Ομοιότητες: Αντισυνταγματικότητα, «επαναστατικότητα», χρήση βίας· κριτική στη δημοκρατία, στις ατομικές ελευθερίες, στην ισότητα· δικτατορική μορφή της νέας εξουσίας.
Διαφορές: Ο φασισμός διατηρεί τον καπιταλισμό ως σύστημα ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ανάγει τους σοσιαλιστές σε βασικούς αντιπάλους του. Σε αντίθεση με τον φασισμό και τη «λαϊκή κοινότητά» του, ο κομμουνισμός δεν θεωρεί τη δικτατορία σκοπό αλλά μέσο, με στόχο την ελεύθερη και αταξική κοινωνία (σ. 137-138).
***
Επικαλούμενος τον πρώιμο Μαρξ και την «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», ο Πολάνυι δίνει ισχυρή σημασία στις παρατηρήσεις του νεαρού Μαρξ για τον ειδικά καπιταλιστικό διαχωρισμό της οικονομικής και της πολιτικής σφαίρας, και το ρόλο των συντεχνιών στη Γερμανία του 18ου αιώνα:
«Ο κορπορατισμός», είπε ο Μαρξ, είναι μια προσπάθεια να εδραιωθεί η οικονομική ζωή όπως το κράτος…» […] Για τον Χέγκελ, το να επιτραπεί στις συντεχνίες να παίξουν πολιτικό ρόλο αντί να εκχωρηθούν στα άτομα πολιτικά δικαιώματα θα παρεμπόδιζε τον διαχωρισμό μεταξύ πολιτικής και οικονομίας και θα τηρούσε το παλιό, μη δημοκρατικό «σύνταγμα». Αλλά η φράση του Μαρξ ίσχυε επίσης και για ένα μέλλον το οποίο, όταν τα έγραφε όλα αυτά, δεν είχε ακόμα έρθει. Ένα μέλλον στο οποίο ο διαχωρισμός πολιτικής και οικονομικής ζωής ήταν πια ένα εδραιωμένο γεγονός και στο οποίο ο φασισμός επιχειρούσε να ξεριζώσει την πολιτική δημοκρατία και πάλι με τη βοήθεια κορπορατικών μεθόδων [Στον φασιστικό κορπορατισμό] η οικονομική ζωή δεν περιοριζόταν, όπως πριν από έναν αιώνα, στις απλές επαγγελματικές τέχνες και τα μυστικά των επαγγελμάτων, αλλά απαρτίζονται από τεράστιες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που κυριαρχούσαν πάνω σε μια στρατιά εργατών χωρίς καμία ιδιοκτησία […] Ακόμα και η πλέον επιφανειακή περιγραφή των φασιστών συντεχνιών φανερώνει ότι ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε να αναλαμβάνουν τις λειτουργίες του κράτους στο εξαιρετικά αναπτυγμένο πεδίο των σύγχρονων βιομηχανικών σχέσεων (σ. 111)
Ο Πολάνυι υπερασπίζεται έναν αναθεωρημένο –στην πραγματικότητα, έναν σοσιαλδημοκρατικό μαρξισμό. «Η ταξική πάλη», γράφει, «δεν είναι η ύστατη πραγματικότητα. Η ύστατη πραγματικότητα είναι το συμφέρον της κοινωνίας συνολικά, το οποίο εξυπηρετείται από τη μέγιστη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής […] Οι εργατικές τάξεις θα μπορέσουν να ηγηθούν της κοινωνίας συνολικά, όχι εξυπηρετώντας τα δικά τους άμεσα υλικά συμφέροντα, αλλά προσαρμόζοντάς τα σε αυτά των αδιάφορων μαζών» (σ. 126-7). Με τη σημερινή εμπειρία, η πεποίθησή του ότι «ο μεταφασιστικός καπιταλισμός δεν μπορεί να αντισταθεί στη δημοκρατία και στη μετάβαση προς τον σοσιαλισμό» (σ. 55), φαίνεται απλά υπεραισιόδοξη.
Το ενδιαφέρον στη σκέψη του, ωστόσο, έγκειται στη διπλή στόχευση της κριτικής του.
Ο πρώτος στόχος είναι ο σοβιετικός μαρξισμός, γιατί θεωρεί την καθολική ψήφο και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς «προπέτασμα καπνού»: απλά και μόνο πολιτική υπερδομή του καπιταλισμού (σ. 130). Αντίθετα, ο Πολάνυι προτείνει ένα σχήμα όπου η επέκταση της καπιταλιστικής οικονομικής σφαίρας, σε βάρος της δημοκρατικής πολιτικής σφαίρας, όπως έγινε στην περίπτωση του κορπορατισμού («η οικονομία ως κράτος»), αφανίζει την δημοκρατία. Ο στόχος της Αριστεράς θα ήταν η αντίστροφη διαδικασία: η επέκταση της δημοκρατικής πολιτικής σφαίρας προς την πλευρά της οικονομικής – μια κίνηση που, για τον Πολάνυι καταλήγει στον σοσιαλισμό.
Ο δεύτερος αντίπαλος της κριτικής του Πολάνυι είναι η φιλελεύθερη αστική αντίθεση στη λαϊκή κυριαρχία, που για τον ίδιο βρίσκεται στη ρίζα του φασισμού. Απέναντι στους χαρτιστές, ο λόρδος Μακώλεϋ δήλωνε ότι ο πολιτισμός εδραζόταν στην ασφάλεια της περιουσίας: δεν γινόταν να εμπιστευτούμε την ανώτερη εξουσία σε μια τάξη που, χωρίς ηθικά φρένα, θα παραβίαζε την ασφάλεια της ιδιοκτησίας (σ. 61). «Με σύγχρονους όρους», λέει ο Πολάνυι, «άπαξ και γίνει το μοιραίο λάθος της εκχώρησης του δικαιώματος ψήφου στην εργατική τάξη, μόνο ο φασισμός μπορεί να σώσει τον καπιταλισμό (σ. 63).
Τα σενάρια της διάσωσης αποδείχτηκαν, βεβαίως, περισσότερα. Ο Πολάνυι, ωστόσο, σοσιαλδημοκράτης σε χρόνια που η σοσιαλδημοκρατία έχει ακόμα ρίζες στην εργατική τάξη, επιμένει:
Υπάρχει μια τάξη, η εργατική τάξη, που δεν έχει τίποτα να χάσει από αυτή την αλλαγή. Αν οι εργάτες επιθυμούν την αλλαγή, τίποτα δε θα σταθεί εμπόδιο στη θέλησή του. Και πρέπει να την επιθυμούν διότι, αν δεν το κάνουν, η κοινωνία συνολικά θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί (σ. 124).