Δημήτρης Κυρτάτας, Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2025, σελ. 152
Εκ φύσεως δούλος είναι όποιος μπορεί να είναι κτήμα κάποιου άλλου (και γι’ αυτό είναι κτήμα άλλου) και τέτοιος άνθρωπος είναι όποιος έχει όσο λογικό χρειάζεται μόνο για να έχει την αίσθηση, όχι όμως και τη νόηση
Αριστοτέλης
Ο Μαρξ χαρακτήριζε τον Αριστοτέλη Φιλόσοφο -με κεφαλαίο Φ. Κανέναν άλλο δεν προόριζε για μια τέτοια τιμή. Στο Κεφάλαιο δεν χρειάζεται καν η επεξήγηση: η αναφορά είναι στον Φιλόσοφο.
Νομίζω πως όποιος έχει μια συστηματική σχέση με την ιστορία της φιλοσοφίας, εν πολλοίς, θα συμφωνήσει. Ο Αριστοτέλης, κι αν δεν είναι ο μοναδικός, ανήκει στους ελάχιστους κορυφαίους.
Το αρχικό παράθεμα, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί κατάπληξη. Είναι τόσο ανόητο, που σκέφτεσαι να αμφισβητήσεις την γνησιότητά του. Ωστόσο, είναι του Αριστοτέλη. Ο οποίος μας εξηγεί πόσο φυσικό και δίκαιο πράγμα είναι η δουλεία. Ο δούλος, μη διαθέτοντας νόηση, είναι αντίστοιχος των ζώων. Κατάλληλος για υποζύγιο. Το πράγμα, μάλιστα, γίνεται ακόμη χειρότερο με την απόφανσή του ότι “ Η φύση […] έχει καθορίσει τον προορισμό της γυναίκας και του δούλου”.
Νομίζω, όμως, ότι, μ’ όλη την ισχυρή διατύπωση, δεν το πιστεύει απολύτως. Αλλιώς γιατί, σε άλλο σημείο του έργου του, νοιάζεται να πει πως η δουλεία θα καταργηθεί μόνο όταν τεχνητά όντα -ρομπότ τα λέμε από τις αρχές του 20ου αιώνα- θα αναλάβουν όλες τις δουλειές; Ποιος ενδιαφέρεται για το μέλλον φυσικών όντων, που “προορισμός” τους είναι η επίμοχθη σωματική εργασία;
Το πιστεύει δεν το πιστεύει, πάντως, το ξεφούρνισε.
Και η εξήγηση, νομίζω, βρίσκεται στο γεγονός πως, για τη μεγάλη πλειοψηφία των αρχαίων μας, Ελλήνων και Ρωμαίων, ολιγαρχικών ή δημοκρατικών, ”φασιστών” τύπου Κριτία ή ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών, όπως ο Κλεισθένης, ο Εφιάλτης ή οι Γράκχοι, ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής είναι μια πραγματικότητα τόσο αυτονόητη, που περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Γι’ αυτό και ελάχιστοι σκέφτηκαν πάνω σε αυτήν. Και, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Αριστοτέλη, δεν το έκαναν με ιδιαίτερη επιτυχία.
Δούλοι υπήρχαν από τις απαρχές της γραπτής ιστορίας. Η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, η Ασσυρία, η Χεττιτική Αυτοκρατορία και πιο κοντά σε εμάς η Μυκηναϊκή Ελλάδα είχαν δούλους. Αναλάμβαναν, συχνά, μάλιστα, εκστρατείες για να αποκτήσουν σκλάβους.
Ήταν, λοιπόν, κοινωνίες με δούλους. Όπως κοινωνίες με δούλους συνέχισαν να υπάρχουν για αιώνες μετά από την πτώση της Ρώμης και μέχρι πολύ πρόσφατα.
Προσοχή στην ονομασία. Μιλάω για κοινωνίες με δούλους και όχι για δουλοκτητικές κοινωνίες. Ο λόγος είναι πως δεν επρόκειτο για κοινωνικούς σχηματισμούς, που βασίζονταν κυριαρχικά στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής. Που σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος δεν παράγονταν από ανθρώπους σε σκλαβιά.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, από τους αρχαϊκούς χρόνους κι έπειτα, και στη Ρώμη, πολύ πριν από την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας, με συμβατική χρονολογία το 31 π.Χ., έχουμε να κάνουμε με σχηματισμούς, που κυριαρχούνται καθοριστικά από τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής.
Δεν είναι μόνο η παρουσία πολυάριθμων σκλάβων, που εργάζονταν στα χωράφια και σε όλους σχεδόν τους παραγωγικούς τομείς -στην Αθήνα ήταν εκατοντάδες χιλιάδες και στην Ελλάδα συνολικά πολύ περισσότεροι, ενώ στη Ρώμη της αυτοκρατορικής ακμής ήταν πολλά εκατομμύρια.
Ίσως, μ’ όλη τη βαριά σκιά μιας τέτοιας απόφανσης, η δημοκρατία ανάμεσα στους ελεύθερους, αλλά και ο εκπληκτικός πολιτισμός, οι πρωτοφανείς εξελίξεις στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, εκείνων των εποχών συνδέεται ισχυρά με μια δουλοκτητική πραγματικότητα στην ακμή της.
Ίσως και όχι, αλλά η υποψία είναι εκεί και μας προκαλεί.
Σίγουρα, πάντως, κατά τη γνώμη μου, δύσκολα τεκμηριώνεται το επιχείρημα του Καστοριάδη πως η αθηναϊκή δημοκρατία θεμελιώθηκε στο βάση του “ριζικού κοινωνικού φαντασιακού” μιας κοινωνίας, που βάσιζε την ύπαρξή της στην εργασία των ελεύθερων. Σήμερα, αλλά και στην εποχή του -είναι χαρακτηριστικό πως η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Κυρτάτα, από τον Πολίτη είναι του μακρινού 1987- την εποχή, δηλαδή, που ο Καστοριάδης διατύπωνε, συχνά από την Τήνο, την άποψή του, ήταν φως φανάρι πως η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν, μαζί και ταυτοχρόνως, μια σκληρότατη δουλοκτητική δικτατορία, που, πολλές φορές, αντιμετώπιζε τους αναρίθμητους σκλάβους της χειρότερα κι από πράγματα. Είναι σαν ο Καστοριάδης να έπασχε από το ίδιο είδος τύφλωσης, που έκανε τους ευφυέστατους, κατά τα άλλα, προγόνους μας να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό τους “τάιζαν” και τους πρόσφεραν τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο, που τόσο καλά αξιοποίησαν, σαν να ήταν αόρατοι. Νομίζω πως η αστοχία, για να χρησιμοποιήσω μια επιεική διατύπωση, οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην ανάγκη του θεωρητικού της “αυτοθέσμισης” να διαχωριστεί ριζικά από τον Μαρξ- για μια σειρά από λόγους. Μεταξύ των οποίων και η -παράδοξη, νομίζω- ιδέα περί του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα του μαρξικού έργου. Η ειρωνεία είναι προφανής. Αυτός που θέτει την άμεση δημοκρατία ως το κατεξοχήν χειραφετητικό πρόταγμα αντιμετωπίζει τους πανταχού παρόντες -όπου παράγεται ο υλικός πλούτος- σκλάβους ως υποσημείωση σε μια εποποιΐα!
Την ίδια στιγμή, ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, βασιζόμενοι κατεξοχήν στο έργο του Μαρξ, διαμορφώνουν την θεωρητική σκευή και την εμπειρική στήριξη για την διερεύνηση των αρχαίων κοινωνιών, που, χωρίς την κυριαρχία των δουλοκτητικών παραγωγικών σχέσεων θα ήταν αγνώριστες. Σύμφωνα με την ανάλυση του Κυρτάτα, ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής επέτρεπε τη μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση των άμεσων παραγωγών.
Ο Κυρτάτας είναι γνωστός -όσο γνωστοί είναι οι σοβαροί ερευνητές στη χώρα, που ακκίζεται γελοιωδώς πως ακουμπάει, μέσα από μια συνεχή πορεία, τον Αριστοτέλη!- για την εξαιρετική δουλειά του πάνω στην Ύστερη αρχαιότητα, όταν “εθνικοί και χριστιανοί βίωναν μια εποχή αγωνίας”, για να θυμηθούμε τον Dodds. Όπως και για την εξίσου σπουδαία, που αφορά τον πρώιμο χριστιανισμό μέχρι και την αρχική εγκαθίδρυσή του ως επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους.
Το βιβλίο, που μου δίνει την ευκαιρία να κάνω αυτές τις πρόχειρες σκέψεις, φαίνεται να μην ανήκει, λοιπόν, στο άμεσο ερευνητικό του πεδίο. Κι όμως ανήκει. Ειδικά το καταληκτικό κεφάλαιο, με τίτλο “Η παρακμή της δουλοκτητικής οικονομίας”, αφορά την Ύστερη αρχαιότητα και εξηγεί, μεταξύ άλλων, τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εντός της.
Ο Κυρτάτας παρακολουθεί το θέμα του με τρόπο διαυγή, με παιδαγωγική έγνοια θα μπορούσε να πει κάποια. Το βιβλίο αποτελεί επιστημονική εργασία και αφηγηματικό κατόρθωμα.
Αρχικά ξεκαθαρίζει πως οι δούλοι έχουν τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ώστε, πριν επιχειρηθεί οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση, είναι αναγκαίο να ξέρουμε για ποιους δούλους μιλάμε. Αφιερώνει έτσι το πρώτο κεφάλαιο αναλύοντας τις κατηγορίες των δούλων -στα μεταλλεία και στις τέχνες, στα χωράφια και στον οίκο, με βαριά σωματική εργασία, αλλά και ως παιδαγωγούς, αλλά και τραπεζίτες και εταίρες. Αφού χαρτογραφήσει το πεδίο, στο 2ο κεφάλαιο, ασχολείται με τους δούλους ως έννοια -ως νομική κατηγορία, ως κοινωνική βαθμίδα, ως κοινωνική τάξη.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στις διαδικασίες γένεσης της δουλοκτητικής οικονομίας, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση -χαρακτηριστική είναι η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στους δούλους της Αθήνας και τους είλωτες της Σπάρτης. Ακόμη, άλλο πράγμα ήταν οι κοινωνίες με δούλους, που προϋπήρξαν του τρόπου παραγωγής, που ήταν βασισμένος στην εργασία δούλων. Ο Κυρτάτας, στο 3ο κεφάλαιο, αναφέρεται και στις διαδικασίες βάσει των οποίων οι συγκεκριμένες αρχαίες κοινωνίες οδηγήθηκαν στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής. Ως μαρξιστής δίνει μεγάλο βάρος στα κρίσιμα επεισόδια της ταξικής πάλης, που χαρακτήρισαν ιστορικά αυτές τις κοινωνίες.
Το βιβλίο, όπως ήδη σημείωσα, ολοκληρώνεται με την ανάλυση των αιτίων, που οδήγησαν στην παρακμή, έως τη διάλυση, των δουλοκτητικών κοινωνικών σχηματισμών. Σύμφωνα με τον Κυρτάτα, η φθίνουσα προσφορά δούλων, η κρίση του εξαγωγικού εμπορίου, η πτώση του ποσοστού κέρδους υπήρξαν οι καθοριστικοί λόγοι.
Η δουλοκτητική κοινωνία, από τον 1ο, κιόλας, αιώνα, άρχισε να παρουσιάζει σοβαρότατα προβλήματα αναπαραγωγής. Από τον 4ο κι έπειτα, η προϊούσα παρακμή μπορεί να εννοηθεί, πλέον, ως σχεδόν “αναπότρεπτη” μετάβαση σε έναν νέο τρόπο παραγωγής. Το “αναπότρεπτο”, όμως, της μαρξικής θεωρίας δεν έχει καμιά σχέση με το “αναπόφευκτο” ενός, κυρίαρχου για πολύ καιρό, ορισμένου “μαρξισμού”. Ενός “μαρξισμού”, ο οποίος, θέλοντας να εμφανίσει ό,τι γινόταν στις χώρες του (αν)ύπαρκτου ως αναγκαίο, παρουσίαζε και τα ιστορικά στάδια ως αναπόφευκτες αναγκαιότητες.
Ο Κυρτάτας τελειώνει με μια καίρια μεθοδολογική παρατήρηση. Καίρια γιατί, εκτός των άλλων, είναι η μόνη που αφήνει χώρο στον, όσο είναι δυνατόν, συνειδητό κοινωνικό μετασχηματισμό, που είναι αναγκαία -εδώ ταιριάζει το “αναγκαία”- προκειμένου να είναι δυνατή η χειραφετητική πολιτική.
Να πώς τελειώνει:
«Όπως […] έλεγε ο Μαρξ, εξηγώντας της μέθοδό του σε ανθρώπους που ήδη στην εποχή του νόμιζαν ότι είχε προτείνει “μια ιστορικοφιλοσοφική θεωρία της γενικής εξελικτικής πορείας που η μοίρα είχε ορίσει για όλα τα έθνη“, ανάλογες συνθήκες σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. “Μελετώντας καθεμιά από αυτές τις μορφές εξέλιξης ξεχωριστά και συγκρίνοντάς τες εκ των υστέρων μπορούμε να βρούμε εύκολα το νήμα που εξηγεί αυτό το φαινόμενο, αλλά δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στο νήμα αυτό χρησιμοποιώντας ως γενικό αντικλείδι μια γενική ιστορικοφιλοσοφική θεωρία, της οποίας η βασική αρετή βρίσκεται στην υπεριστορικότητά της”».
***
Ο Κυρτάτας, εδώ και χρόνια επιμελείται τη σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, με τίτλο Διάλογοι με την αρχαιότητα, η οποία μας προσφέρει ευσύνοπτα κείμενα της ύστερης αρχαιότητας, που, παρουσιάζοντας βιώματα, συναισθήματα, πράξεις και πρακτικές “ζωντανών ανθρώπων” της πολύ μακρινής εκείνης εποχής μας δίνει τη δυνατότητα όχι απλώς να εξηγήσουμε, αλλά να κατανοήσουμε –«να μπούμε στην θέση» αυτών των υποκειμένων. Σπεύσατε.
ΥΓ. Χρησιμοποιώ πάντα εισαγωγικά, όταν αναφέρομαι σε “μαρξισμούς”, σεβόμενος την παρακαταθήκη του Μαρξ πως «δεν είναι μαρξιστής».