in

Ο δωσιλογισμός στο απυρόβλητο; Του Τάσου Κωστόπουλου

Ο δωσιλογισμός στο απυρόβλητο; Του Τάσου Κωστόπουλου

«Εγνώσθη εις τον λαόν ότι ο γερμανός διοικητής σκοπεύει να αντικαταστήση τον νομάρχην δι’ εμού. Πλείστοι με συμβουλεύουν να αναλάβω, έτεροι όχι»

Βαΐτσης Βάγιας (προσωπικό ημερολόγιο, εγγραφή της 8/2/1944)

 

Tο δικαστικό ημερολόγιο παίζει καμιά φορά περίεργα παιχνίδια.

Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου επρόκειτο να εκδικαστεί -χθες- στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών η αγωγή των παιδιών ενός κατοχικού νομάρχη εναντίον ελληνικού εκδοτικού οίκου και μιας ξένης πανεπιστημιακού, για την επιδίκαση αποζημίωσης 300.000 ευρώ προκειμένου να αποκατασταθεί η «τιμή και υπόληψή» τους, που (υποτίθεται ότι) έχουν θιγεί από την απλή υπενθύμιση της κατοχικής πολιτείας (και μεταπολεμικής ατιμωρησίας) του εκλιπόντος γονιού τους.

Εκ πρώτης όψεως, η υπόθεση θυμίζει την προπέρσινη δίωξη του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ για τις (όντως προβληματικές, από επιστημονική και πολιτική άποψη) διατυπώσεις του σχετικά με την αντίσταση των Κρητικών στη ναζιστική εισβολή και κατοχή.

Η δίωξη εκείνη, με τον «αντιρατσιστικό» Ν. 4285/2014 που ποινικοποιεί την «άρνηση γενοκτονιών», έληξε ως γνωστόν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: τη ρητή αναγνώριση από το δικαστήριο της αντισυνταγματικότητας της παραπάνω διάταξης, ως αντίθετης στην ελευθερία του λόγου και της επιστημονικής έρευνας, και τη συνακόλουθη απαλλαγή του Γερμανού ιστορικού.

Τούτη τη φορά τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά, αλλά εξίσου προβληματικά.

Κατ’ αρχάς, το λογοκριτικό εγχείρημα δεν στηρίζεται σε μιαν άκρως αμφιλεγόμενη διάταξη ενός ειδικού νόμου αλλά στο άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα περί «προσβολής της προσωπικότητας»· η σχετική δε πρωτοβουλία ανήκει όχι στο ελληνικό κράτος, αλλά αποκλειστικά και μόνο σε ιδιώτες –τα τέκνα του «θιγόμενου».

Μαζί με την άρση της υποτιθέμενης «προσβολής του ονόματός τους» από τη μνεία περιστατικών πασίγνωστων στην τοπική κοινωνία, οι ενάγοντες ζητούν επί της ουσίας να επιβληθεί δικαστικά στους ιστορικούς η υποχρεωτική συμμόρφωσή τους με την εκδοχή που τα στελέχη της κατοχικής «Ελληνικής Πολιτείας» πρόβαλλαν για τις επιλογές και τη δράση τους.

Ποια «προσβολή»;

Η Σύρος το 1940 Η Σύρος το 1940 | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 2013 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Αλεξάνδρεια» το βιβλίο της Αγγλίδας ιστορικού Σίλα Λεκέρ «Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο».

Πρόκειται για την ελληνική μετάφραση της διδακτορικής διατριβής της, που είχε εκδοθεί το 2009 στο Λονδίνο, βασισμένη κυρίως στο πλούσιο αρχείο που άφησε πίσω της η ιταλική κατοχική διοίκηση.

Μερικούς μήνες αργότερα (4/4/2014), τρεις Ελληνες πολίτες υπέβαλαν αγωγή κατά της συγγραφέως, του εκδοτικού οίκου και του εκδότη, ισχυριζόμενοι ότι το βιβλίο «προσβάλλει βάναυσα τη μνήμη» του εκλιπόντος από το 2003 πατέρα τους Βαΐτση Βάγια, νομάρχη Κυκλάδων κατά τους τελευταίους μήνες της γερμανικής κατοχής του νησιού, «με ψευδείς, προσβλητικές και ονειδιστικές αναφορές στο πρόσωπό του, αλλά και με σκαιούς χαρακτηρισμούς όπως “δωσίλογος” και “κουίσλινγκ».

Ενάγοντες είναι ο μηχανολόγος Ιωάννης Βάγιας, η συνταξιούχος διευθύντρια του ΕΛΟΤ Ελένη Βάγια και η συνταξιούχος διευθύντρια του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου, Ασπασία Βάγια –απόφοιτες, οι δύο τελευταίες, ελβετικών πανεπιστημίων.

Την αγωγή συνέταξε ο δικηγόρος Αντώνης Βγόντζας –ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, γενικός γραμματέας υπουργείων στις κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, υποψήφιος βουλευτής του κόμματος το 2015 και μέλος του ΕΣΡ μεταξύ 1989 και 1994.

Αριστερά, το επίμαχο βιβλίο. Δεξιά, το τοπικό περιοδικό με το ημερολόγιο και τα απομνημονεύματα του Βαΐτση Βάγια, με προπολεμική φωτογραφία του (1927) στο εξώφυλλο

 
Θα περίμενε κανείς ότι το κείμενο που προκάλεσε την αντίδραση των θιγμένων κατιόντων αποτελεί τυπικό δείγμα καταγγελτικού λόγου, τόσο συχνού άλλωστε στις δημόσιες συζητήσεις για τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην Κατοχή. Αμ δε!

Το επίμαχο χωρίο, που η αγωγή θεωρεί ότι προσβάλλει «ψευδώς» και «βάναυσα» τη μνήμη του νομάρχη της δωσίλογης «Ελληνικής Πολιτείας», είναι τόσο συγκρατημένο στις διατυπώσεις του ώστε θα μπορούσε ενδεχομένως να κατηγορηθεί για το ακριβώς αντίθετο:

«Σε μερικούς κατοίκους του νησιού παραμένουν ζωντανά τα αισθήματα πικρίας για το γεγονός ότι οι δωσίλογοι δεν παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη. Υπάρχει διαμάχη στο νησί για την περίπτωση του Βαΐτση Βάγια, που υπηρέτησε ως νομάρχης υπό τους Γερμανούς.

Οπως οι ομόλογοί του στην κυβέρνηση των κουίσλινγκ στην Αθήνα, ο Βαΐτσης Βάγιας επικαλέστηκε ως δικαιολογία ότι αξιωματούχοι της κεντρικής κυβέρνησης “τον έπεισαν” να αναλάβει το αξίωμα και πως υπέκυψε στην απειλή των Γερμανών ότι αν δεν αναλάμβανε το αξίωμα, θα το ασκούσαν οι ίδιοι.

Αποκτώντας ευρεία υποστήριξη όταν ανέλαβε το αξίωμα, προστατεύτηκε αποτελεσματικά από καταδίκη κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Επωφελήθηκε επίσης από το υπόγειο ρεύμα της διαίρεσης στην κοινωνία της Σύρου που συνδεόταν με θρησκευτικές συμπάθειες.

Μερικοί κάτοικοι του νησιού συνέχισαν να βλέπουν πιο ευνοϊκά τους Γερμανούς, οι οποίοι κατείχαν τις Κυκλάδες από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Νοέμβριο του 1944, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί ήταν πιο μνησίκακοι απέναντι στον Καρακαλά [δήμαρχο επί ιταλικής κατοχής, που φυλακίστηκε προσωρινά] παρά στον Βαΐτση. Ο Βαΐτσης μοιάζει να βγήκε από την κατοχή με σχετικά καθαρό μητρώο, παρότι υπάρχει ακόμη διαμάχη για το πρόσωπό του.

Βασικά η επιδίωξη να διωχθούν οι δωσίλογοι λειτουργούσε εναντίον της επικρατούσας επιθυμίας των κατοίκων του νησιού να επιστρέψουν στην ομαλότητα της ειρηνικής εποχής και να αφήσουν πίσω τους τα καταστροφικά γεγονότα της κατοχής» (σ. 294-5).

Ας δούμε, τώρα, πώς περιγράφουν αυτά τα πραγματικά περιστατικά ο γιος και οι δύο κόρες του Βαΐτση Βάγια, στο κείμενο της αγωγής τους:

«Ο πατέρας μας διετέλεσε από την 1.6.1944 έως την 10.10.1944 Νομάρχης Κυκλάδων, αποδεχόμενος τον σχετικό διορισμό του υπό τις ακόλουθα ιστορικά αποδεδειγμένες συνθήκες και για τους ακόλουθους ιστορικά ξεκάθαρους και διαφανείς λόγους:

Τον Απρίλιο του 1944 ο παππούς μας Ιωάννης Βάγιας, συνταξιούχος Γυμνασιάρχης, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα, εδέχθη την επίσκεψη των Πέτρου Ευριπαίου (Βουλευτή Κυκλάδων) και Πέτρου Ράλλη (Πρώην Υπουργού) οι οποίοι του ανέφεραν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον Νομάρχη Κυκλάδων Τόπακα (που είχαν υποδείξει οι Γερμανοί και που θεωρούνταν ανεπιθύμητος από τους Συριανούς) από άλλον, διότι διαφορετικά θα τοποθετούνταν Γερμανός αξιωματικός στη θέση του Νομάρχη με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τον τοπικό πληθυσμό.

Αυτοί υπέδειξαν τον πατέρα μας Βαΐτση Βάγια. Ο τελευταίος αρχικά αρνήθηκε, όμως δέχθηκε έντονες πιέσεις και παροτρύνσεις από κορυφαίους παράγοντες της τοπικής κοινωνίας και τελικώς απεδέχθη την πρόταση, καθώς επείσθη ότι επρόκειτο περί λύσης εθνικής ανάγκης.

Ορκίστηκε Νομάρχης στα τέλη Μαΐου 1944 και ανέλαβε καθήκοντα την 1η Ιουνίου 1944».

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επιστημονικές δεξιότητες για να διαπιστώσει κανείς πως οι ενάγοντες υποστηρίζουν ό,τι ακριβώς αναπαράγει, ως ισχυρισμούς του πατέρα τους, και η εναγόμενη Αγγλίδα ιστορικός.

Ως μοναδική πηγή του βιβλίου για την επίμαχη παράγραφο μνημονεύονται, άλλωστε, τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα και αποσπάσματα ημερολογίου του ίδιου του Βάγια (υποσ. 124).

Η μόνη διαφορά είναι πως η Λεκέρ αποστασιοποιείται διακριτικά απ’ αυτήν την εκδοχή, περιγράφοντάς την -όπως όφειλε- σαν προσωπικές δικαιολογίες του γράψαντος, ενώ οι ενάγοντες την αναγορεύουν σε «ιστορικά αποδεδειγμένες συνθήκες», απαιτώντας τη δικαστικά επιβεβλημένη αποδοχή της από τους πάντες.

Το επιχείρημα των κουίσλινγκ

Πεινασμένα παιδιά της Ερμούπολης, στη διάρκεια της Κατοχής. Πεινασμένα παιδιά της Ερμούπολης, στη διάρκεια της Κατοχής. | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Η προβολή της «ανάγκης» κάποιου εγχώριου μεσολαβητή ανάμεσα στον πληθυσμό και τους κατακτητές, ως νομιμοποιητικό επιχείρημα για τη θεσμική συνεργασία με τους τελευταίους, δεν αποτελεί βέβαια πρωτοτυπία του Βαΐτση Βάγια, αλλά πάγιο ισχυρισμό όλων όσοι ανέλαβαν ηγετικά πόστα στη διάρκεια της Κατοχής.

Για να σταθούμε σε μία μόνο, εμβληματική περίπτωση: το ίδιο ακριβώς υποστήριξε για τη δική του πολιτεία ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο διοικητής του Γ’ Σ.Σ. που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και σχημάτισε την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση.

«Ητο απαραίτητος και αναπόφευκτος ο σχηματισμός της Κυβερνήσεως», διαβάζουμε στα απομνημονεύματά του, «διά να δύναται να λειτουργήση αποτελεσματικώς η Κρατική Μηχανή και να μη εξαρθρωθή. Αι Αρχαί Κατοχής δεν είχον την ανάγκην της Κυβερνήσεως. Αύται είχον την δύναμιν να ικανοποιούν τας ανάγκας των χωρίς να ενδιαφέρωνται διά την τύχην και τα συμφέροντα του πληθυσμού της Ελλάδος. Είτε υπήρχε Κυβέρνησις είτε όχι, αύται εξυπηρετούντο με την βίαν, με την αρπαγήν και με την έκδοσιν κατοχικών μάρκων. […] Η ενασκηθείσα πολιτική μας υπαγορεύθη υπό της επιθυμίας να αποφευχθή παντί σθένει η ανάμιξις των εισβολέων εις την Διοίκησιν και την εκτελεστικήν εξουσίαν. Διά τούτο παρενετιθέμεθα διαρκώς μεταξύ κατακτητών και Ελληνικού λαού, ίνα ανακουφίζωμεν αυτόν» (Γεώργιος Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1959, σ. 169).

Την ποιότητα αυτής της «ανακούφισης» την ένιωσαν, βέβαια, στο πετσί τους οι Ελληνες των αστικών κέντρων τον χειμώνα της μεγάλης πείνας που ακολούθησε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το πρόσωπο που διόρισε τον Βάγια νομάρχη Κυκλάδων.

Υπουργός Εσωτερικών των κατοχικών κυβερνήσεων Λογοθετόπουλου (1942-43) και Ράλλη (1943-44), πολιτικός προϊστάμενος της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο Αναστάσιος Ταβουλάρης υπήρξε κατά κοινή ομολογία ένας από τους πιο μισητούς αξιωματούχους της εποχής.

Το φθινόπωρο του 1944 εγκατέλειψε την Ελλάδα ακολουθώντας τη Βέρμαχτ και λίγο αργότερα καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων (31/5/1945).

Διορίστε με κι ας κλαίω

Σεπτέμβριος 1943. Γερμανικό υδροπλάνο στη Σύρο, κατά τη διαδοχή των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής Σεπτέμβριος 1943. Γερμανικό υδροπλάνο στη Σύρο, κατά τη διαδοχή των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής | 

Αυτά όσον αφορά το γενικό πλαίσιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Βαΐτση Βάγια, τα ίδια τα ντοκουμέντα που επικαλούνται οι ενάγοντες αφήνουν να διαφανεί μια πολύ διαφορετική ιστορία από το απλοϊκό σχήμα που προβάλλουν σαν «ιστορικά αποδεδειγμένη» αλήθεια.

 Τα απομνημονεύματα και τα δημοσιευμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του αποδεικνύουν ότι, πολύ προτού «πειστεί» να αναλάβει τη νομαρχία, ο εν λόγω δικηγόρος είχε φροντίσει να πιάσει επαφή με τους αξιωματούχους που διόρισαν οι ναζί.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1943, έξι μέρες μετά την κατάληψη της Σύρου από τους Γερμανούς και την παράδοση της εκεί ιταλικής φρουράς, μαθαίνει «ότι κατόπιν παραιτήσεως του δημάρχου Θεοδώρου Καρακαλά, ο γερμανός διοικητής ανέθεσεν την δημαρχίαν εις τον Δημ. Κούτσην και τα καθήκοντα του νομάρχου εις τον Αλκιβιάδην Βατιμπέλαν» (σ. 5).

Αμέσως σπεύδει να τους προσφέρει τις συμβουλές του: «21/9. Κατήλθον εις την πόλιν και συνήντησα τον Αλκ. Βατιμπέλαν, όν συνεχάρην διά την ανάληψιν της νέας θέσεώς του, υπέδειξα δε εις τούτον ωρισμένας μεταβολάς, τας οποίας πρέπει να ενεργήση εις την διοίκησιν. Συνεχάρην και τον δήμαρχον. Επληροφορήθην δε και τα ονόματα του Δημοτικού Συμβουλίου» (σ. 5-6).

 Αξιοσημείωτη είναι επίσης η προσπάθεια του Βάγια και των παιδιών του να ελαχιστοποιήσουν το χρονικό διάστημα της θητείας του στην επίμαχη θέση.
Η πρόταση διορισμού του τοποθετείται λ.χ. στα απομνημονεύματά του (και στο κείμενο της αγωγής) τον Απρίλιο του 1944.

Από το ημερολόγιό του μαθαίνουμε ωστόσο ότι «ο λαός» της Σύρου έχει μάθει ήδη από τις 8 Φεβρουαρίου πως ο Γερμανός διοικητής τον προορίζει γι’ αυτήν τη θέση (σ. 9) κι ότι στις 27 Μαρτίου ο ίδιος παρέλαβε επιστολή του πατέρα του, με την περιγραφή του σχετικού παρασκηνίου (σ. 10)· δύο μέρες αργότερα, έγραψε μάλιστα στον πατέρα του ότι δέχεται την προσφερόμενη θέση (σ. 10).

Το διάταγμα πάλι του διορισμού του είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πριν από τα μέσα Απριλίου (σ. 10).

Το ζήτημα δεν είναι καθόλου δευτερεύον, καθώς από την ελαχιστοποίηση αυτή επιχειρείται να συναχθεί ο «στιγμιαίος» χαρακτήρας της συνεργασίας του με τις κατοχικές αρχές.

Αλλά και γιατί ο ίδιος, σε μετακατοχικό δημοσίευμά του, που οι ενάγοντες επικαλούνται σαν αξιόπιστο τεκμήριο, ισχυρίστηκε ότι με πρωταπριλιάτικη επιστολή του προς τον πολιτευτή Ευριπαίο απέρριψε «διαρρήδην την γενομένην πρότασιν» («Ελευθέρα Σκέψις» 9/10/1945).

 Εξίσου εύγλωττη αποδεικνύεται μια επιστολή του Στυλιανού Γονατά [ηγετικού στελέχους της (ακρο)δεξιάς πτέρυγας του Κόμματος Φιλελευθέρων, ηγέτη του δωσίλογου ΕΔΕΣ Αθηνών και εμπνευστή της σύστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας] προς τον νεότερό του Βάγια, όταν αυτός ζήτησε τη γνώμη του για το ζήτημα.
Φωτοτυπία της επιστολής παρατίθεται στο ίδιο τεύχος των «Συριανών Γραμμάτων» με το ημερολόγιο και τις αναμνήσεις του παραλήπτη, δεν περιλαμβάνεται όμως στα πειστήρια που επικαλούνται οι ενάγοντες· κατά πάσα πιθανότητα, επειδή ακόμη κι ο Γονατάς εκφράζει αρκετές επιφυλάξεις για τον διορισμό του πατέρα τους:

«Αθήναι 6 Απριλίου 1944

Αγαπητέ Βαΐτση

Ο σεβαστός και αγαπητός πατέρας σου μου έκαμεν προ ημερών την ερώτησιν εάν θα έπρεπε να αποδεχθής πρότασιν των κ.κ. Ευριπαίου και Π. Ράλλη περί διορισμού σου ως νομάρχου Κυκλάδων. Εγώ απήντησα ότι εις ομοίας περιστάσεις, απεκλείσαμεν μεν τας κυβερνητικάς ευθύνας, αλλά προκειμένου περί άλλων μη υπουργικών θέσεων, αφίνομεν τους φίλους μας ελευθέρους να αποφασίσουν, μη κρίνοντες την τυχόν αποδοχήν άλλης θέσεως ως αντικειμένης εις τας προς το κόμμα υποχρεώσεις των. Απέκειτο δε εις τους ιδίους, εκ της διαχειρίσεως του αξιώματός των, να εξέλθουν εξ αυτού ενισχυμένοι ή μειωμένοι.

Ο πατέρας σου παραπονείται ότι έχεις την γνώμην ότι δεν σου διετύπωσε σαφώς τας απόψεις μου. Δεν έχεις δίκαιον. Υπήρξε πλέον ή ακριβής και απέναντί σου και απέναντί μου. Επανερχόμενος λοιπόν σου λέγω ότι δεν σε παρακινώ εις το να αναλάβης την Νομαρχίαν, αλλ’ εάν συ κρίνης ότι αναλαμβάνων θα οφελήσεις τους συμπολίτας σου και θα σου αναγνωρίσουν ούτοι την τοιαύτην υπηρεσίαν σου τότε καμμία δεν υπάρχει αντίρρησις εις το να αναλάβης.

Πάντως το ποτήριον τούτο είνε μάλλον μικρόν υπό τας παρούσας συνθήκας, των οποίων την διάρκειαν δεν γνωρίζομεν. Καλόν θα ήτο να είχες εξασφαλίση προηγουμένως ωρισμένας Κυβερνητικάς υποσχέσεις υπέρ του νομού σου.

Καλόν Πάσχα. Με αγάπην

Στ. Γονατάς».

 Στα απομνημονεύματά του ο Βάγιας περιγράφει ανακριβώς την παραπάνω επιστολή σαν απόλυτα «θετική» για τον διορισμό του, αποσιωπώντας τις σχετικές επιφυλάξεις του συντάκτη της (σ. 26).
Το δημοσιευμένο τμήμα του ημερολογίου του αποσιωπά πάλι αυτήν την αλληλογραφία, περιγράφει όμως μια συνάντησή του με τον Γονατά στην Αθήνα ένα μήνα αργότερα (6/5/1944), κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στον διορισμό και την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του.

Βασικό κριτήριο αναδεικνύεται εδώ η δυνατότητα αξιοποίησης του κατοχικού αξιώματος ως εφαλτήριου για μελλοντική πολιτική καριέρα, η δε άποψη «τινών», ότι παρόμοια συνεργασία «αποτελεί σφάλμα», θεωρείται «μη σοβαρό επιχείρημα».

Φως φανάρι πως ο φιλόδοξος νέος αναζητούσε απλώς άλλοθι για να αδράξει την ευκαιρία, αλλά και στηρίγματα για τα μετακατοχικά χρόνια:

«6/5. Συζητήσεις σχετικά και κυρίως εάν πρέπει να αποδεχθώ την θέσιν του νομάρχου. Μολονότι πολλοί οι αντιρρησείοντες, εν τούτοις ουδείς σοβαρά επιχειρήματα εξέθηκεν. Ο κ. Γονατάς, τον οποίον επεσκέφθην και ο οποίος μου έκαμε την τιμήν να με καλέση και εις γεύμα, μου εξέθηκε μετά περισσής σαφηνείας τους λόγους κατά τους οποίους πρέπει να αποδεχθώ την θέσιν ταύτην. Κατά τούτους, εφ’ όσον πιστεύω ότι μπορώ να ωφελήσω την πόλιν και τας Κυκλάδας και να αποκομίσω πολιτικά οφέλη μελλοντικά, και συγχρόνως να μην έλθω εις αντίθεσιν προς τους συμπολίτας μου διά τινων αντιλαϊκών μέτρων, πρέπει να αποδεχθώ. Την γνώμην ταύτην ασπάζομαι και εγώ, μολονότι θα υπάρχουν και τινες φρονούντες ότι υπό την σημερινήν κατάστασιν ανάμιξις τινός αποτελεί σφάλμα» (σ. 16).

Σοσιαλιστής, μα τι σοσιαλιστής;

Μάρτιος 1944. Γερμανικά στρατεύματα σε νησί του Αιγαίου Μάρτιος 1944. Γερμανικά στρατεύματα σε νησί του Αιγαίου | Β. ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το απόσπασμα του ημερολογίου που αφορά την πρώτη συνάντηση του νεοδιόριστου Βάγια με την κεφαλή της γερμανικής διοίκησης του νησιού (21/4/1944).

Με εμφανή ικανοποίηση καταγράφονται οι συστάσεις του προκατόχου του προς τον εκπρόσωπο της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, όχι μόνο για το ήθος του αλλά και για τις «σοσιαλιστικές αρχές» του:

«Σήμερον επεσκέφθην την Γερμανικήν Διοίκησιν, διά να λάβω άδειαν αναχωρήσεως εις Αθήνας. Επεσκέφθην τον κ. Αλκιβιάδην Βατιμπέλαν, όστις μοι είπεν ότι γενομένης συζητήσεως με τον γερμανόν πολιτικόν διοικητήν ωμίλησε προς τούτον ενθέρμως παρουσία του δημάρχου κ. Κούτση, ειπών ότι δεν σας λέγω περισσότερα διότι πρόκειται περί συγγενούς μου. Ερωτήσατε όμως οιονδήποτε θελήσετε και θα μάθετε ότι ο νέος νομάρχης είναι ηθικός, τίμιος και μάλιστα σοσιαλιστικών αρχών.

Ο Γερμανός ηυχαριστήθη μεγάλως, ειπών ότι τέλος πάντων θα έχομεν ένα νομάρχη νέον, διά να συνεννοηθώμεν. Μετ’ ολίγον ενεφανίσθη και ο Γερμανός, προς όν με συνέστησεν ο κ. Βατιμπέλας. Εξεδήλωσε εξαιρετικήν χαράν και με βαθείαν υπόκλισιν έσπευσε και μου προσέφερε κάθισμα.

Μου προσέθεσεν ότι πρέπει να σπεύσω να αναλάβω. Του απήντησα ότι θα μεταβώ εις Αθήνας να εξετασθώ υπό ιατρών και, εάν ήθελον πεισθή ότι είμαι υγιής, θα σπεύσω να αναλάβω, εάν όχι, θα παραιτηθώ» (σ. 13).

Οσο για την αιτία των δισταγμών του, την αφήνει να διαφανεί η περιγραφή του, στις αμέσως επόμενες σειρές, μιας στιχομυθίας του την προηγουμένη με τον δήμαρχο της Ερμούπολης.

Ο τελευταίος, διαβάζουμε, τον προέτρεψε ν’ αναλάβει το πόστο «διά να εξυπηρετήση τον κόσμον, διότι εάν πας τις αρνείται, τι θα γίνη η πόλις; Δεν βλέπεις, λέγει, εμένα, ο οποίος υβρίζομαι, και όμως σύρω υπομονετικώς τον σταυρόν του μαρτυρίου;».

Στόχος δημόσιων καταγγελιών και προπηλακισμών (σ. 9-10), ο ιδιότυπος αυτός Ιησούς δεν αποτελούσε ιδιαίτερα ενθαρρυντικό παράδειγμα.

Σαν αποδεικτικό στοιχείο «πατριωτισμού» επιστρατεύεται, τέλος, από τους ενάγοντες ακόμη και η εξύμνηση του πατέρα τους από την κατοχική τοπική εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στην προμετωπίδα της οποίας γραφόταν ελληνογερμανιστί ότι «εκδίδεται τη συγκαταθέσει des Herrn Inselkommandanten» [=του κυρίου Διοικητού της Νήσου], δίπλα σε γερμανικά πολεμικά ανακοινωθέντα κι αναδημοσιεύσεις προπαγανδιστικών άρθρων της χιτλερικής «Der Angriff» που εξέδιδε στο Βερολίνο ο Γιόζεφ Γκέμπελς.

Το κατοχικό φύλλο που, μαζί με το Γ’ Ράιχ, υμνούσε και τα έργα του διορισμένου νομάρχη Το κατοχικό φύλλο που, μαζί με το Γ’ Ράιχ, υμνούσε και τα έργα του διορισμένου νομάρχη | 

«Αντιστασιακός»;

Οι ενάγοντες δεν περιορίζονται όμως στη δικαιολόγηση της θητείας του πατέρα τους στην κατοχική τοπική διοίκηση ή την προβολή του ελαφρυντικού κάποιων «φιλολαϊκών» πεπραγμένων του σ’ αυτήν τη θέση –της άσκησης λ.χ. «πιέσεων» στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό «ώστε να συμπεριληφθούν και οι Κυκλάδες στη διανομή τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού που προορίζονταν για Αθήνα και Πειραιά» ή της συμφωνίας του με ντόπιους βιομηχάνους για τη διανομή τροφίμων και υφασμάτων στους απόρους.

Ισχυρίζονται, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δραστηριότητα, διενεργώντας «κατασκοπία υπέρ των Αγγλων», σε συνεργασία μάλιστα μ’ έναν αξιωματικό που ανήκε στο ΕΑΜ.

Ως τεκμήριο αυτής της δραστηριότητας επικαλούνται το πόρισμα της ΕΔΕ που πραγματοποίησε μεταπολεμικά ο λοχαγός Δημήτριος Σκούμπης και δημοσιεύτηκε ως τμήμα της προαναφερθείσας δημόσιας απολογίας του Βάγια («Ελευθέρα Σκέψις» 9/10/1945).

Για τη σοβαρότητα αυτού του πορίσματος, που κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο νομάρχης «επολιτεύθη πάντοτε εντός αυστηρώς Εθνικών πλαισίων», ενδεικτική είναι η διαπίστωση του συντάκτη του πως ο Βάγιας «μισούσε θανασίμως» τους Γερμανούς, «ώς και η ολότης άλλωστε των Ελλήνων»· η ύπαρξη χιλιάδων ένοπλων και άοπλων συνεργατών του κατακτητή, που ορκίζονταν στο όνομα του Φίρερ και υμνούσαν δημόσια τη Νέα Τάξη του χιλιόχρονου Ράιχ, αποτελούσε δηλαδή οφθαλμαπάτη.

Το πόρισμα Σκούμπη υιοθετήθηκε κατόπιν από τον Νικόλαο Αρώνη, νομάρχη Κυκλάδων που διορίστηκε τρεις μήνες μετά τη Βάρκιζα από την ακροδεξιά κυβέρνηση Βούλγαρη.

Σχετική έκθεσή του, που ενσωματώθηκε στο ίδιο δημοσίευμα, χαρακτηρίζει ανενδοίαστα τις κατοχικές αρχές «νόμιμες», σε αντιδιαστολή προς τους «επαναστάτας του ΕΑΜ», με τους οποίους -διαβάζουμε- ο «εθνοπρεπής» Βάγιας «απαξίωσε να συναλλαχθή και να συνεργασθή» κατά την απελευθέρωση!

Για τον χαρακτήρα της επίμαχης ΕΔΕ, αποκαλυπτικό είναι το ειρωνικό σχόλιο με το οποίο η εφημερίδα του ΕΑΜ υποδέχτηκε το σχετικό δημοσίευμα:

«Αν πρόκειται κανείς να μαζεύει δέκα φίλους του και στα κρυφά, χωρίς κανείς να παίρνει χαμπάρι -και βέβαια ουδενός αντιλέγοντος- να δημιουργεί ντοκουμέντα, τότε ετοιμάσου κύριε Αρώνη, που δίνεις, φαίνεται, πολύ εύκολα τις αναγνωρίσεις, να γράψεις βεβαιώσεις εθνικής δράσης και πολλών κατορθωμάτων και… για τον Πάτροκλο ακόμα, που θα διατηρεί ασφαλώς δέκα φίλους από την εποχή της μελιτζάνας και του Μαστόρο, για να πουν περί των δημοσίων υπηρεσιών του» («Κυκλαδική Φωνή», 21/10/1945).

Το ίδιο άρθρο ειρωνεύεται επίσης ανοιχτά τον βασικό ισχυρισμό του πρώην νομάρχη για τα κίνητρα του διορισμού του:

«Οσο για τον κίνδυνο του διορισμού Γερμανού αξιωματικού, παρακαλείται ο κ. Βάγιας να μας πη σε ποιο άλλο μέρος διορίστηκε τέτοιος, για να πιστέψουμε το επιχείρημα».

Αφήνει, τέλος, σαφείς μπηχτές για την κατοχική πολιτεία του στο κομβικό ζήτημα της επισιτιστικής και λοιπής βοήθειας προς τον πληθυσμό:

«Παρακαλούμε να μας πει πώς διένειμε τα τρόφιμα των δυστυχισμένων ναυτεργατών, σε ποιους επήγαιναν τα τσιγάρα των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ.».

Ο Βάγιας μήνυσε την εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμηση, αλλά αυτή, εν μέσω Εμφυλίου και παρά το εχθρικό για το ΕΑΜ κλίμα των ημερών, αθωώθηκε πανηγυρικά (9/12/1946).

Παρόμοιοι ισχυρισμοί μυστικής «φιλοσυμμαχικής» δραστηριότητας δεν είναι βέβαια καθόλου εύκολο να επαληθευθούν.

Πόσο μάλλον αφού -σύμφωνα με την αγωγή των παιδιών του- ο Βάγιας υποτίθεται ότι τις πληροφορίες τις παρείχε στους Αγγλους όχι απευθείας, αλλά μέσω τρίτου (του υφισταμένου του διευθυντή της Νομαρχίας).

Εξίσου αποκαλυπτικός είναι και ο ισχυρισμός των εναγόντων πως ο πατέρας τους έπαιρνε από τον ΕΑΜίτη λοχαγό πληροφορίες «για τις κινήσεις του εχθρού» που αυτός «είχε συγκεντρώσει ή ακούσει από τον αγγλικό σταθμό».

Περίεργη στ’ αλήθεια «κατασκοπία»: να «πληροφορεί» κάποιος τους Συμμάχους για όσα οι ίδιοι είχαν ήδη ανακοινώσει μέσω ραδιοφώνου!

Ως τεκμήριο υπέρ του πατέρα τους, οι ενάγοντες επικαλούνται, τέλος, το «μετάλλιον εξαιρέτων πράξεων» που ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Ρέντης του απένειμε στο αποκορύφωμα του Εμφυλίου (16/9/1948), με το σκεπτικό ότι, ως κατοχικός νομάρχης, «προσήνεγκεν εν τω εσωτερικώ της χώρας υψίστας υπηρεσίας σχετιζομένας τόσον με την Ασφάλειαν και τήρησιν της εννόμου Τάξεως, όσον και με την ενίσχυσιν των μαχομένων δυνάμεων διά παροχής πληροφοριών προς ευόδωσιν του αγώνος».

Την «παροχή πληροφοριών», ο υπουργός την πληροφορήθηκε λογικά από την έκθεση Αρώνη· πολύ πιο εύγλωττη για την αξία του μεταλλίου είναι ωστόσο η επιβράβευση της «τηρήσεως της εννόμου Τάξεως» επί γερμανικής κατοχής.

Την ίδια εποχή, άλλωστε, εκατοντάδες αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας στελέχωναν τον ελληνικό στρατό.

Ανάμεσά τους, ως μέραρχος μάλιστα, και ο τέως υποδιοικητής των ταγματασφαλιτών της Εύβοιας, Χρήστος Γερακίνης, διάσημος για μια ημερήσια διαταγή του σχετικά με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ (4/6/1944): «απώλειαι ημετέρων, είς Γερμανός βαρέως τραυματίας»…

Η τοπική μνήμη

Το βέβαιο είναι πως, όταν τη δεκαετία του 1980 ο Βαΐτσης Βάγιας δοκίμασε να επικυρώσει αυτούς τους ισχυρισμούς του με την επίσημη αναγνώρισή τους από το κράτος, έφαγε κανονικά πόρτα:
 Η αίτησή του να αναγνωριστεί σαν «αντιστασιακός» απορρίφθηκε στις 19/2/1988 από την αρμόδια πρωτοβάθμια επιτροπή του Π.Δ. 379/1983, υπό την προεδρία δικαστικού, με το σκεπτικό ότι:
(α) «διετέλεσε Νομάρχης Κυκλάδων κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, διορισθείς από την προδοτική ψευδοκυβέρνηση Ράλλη με την έγκριση των γερμανών κατακτητών», και

(β) «από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προέκυψε αντιστασιακή του δράση».

Κατά της αναγνώρισης είχε ταχθεί και το Παράρτημα Κυκλάδων της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ).

 Εξίσου άκαρπη αποδείχτηκε η προσφυγή του Βαΐτση Βάγια στη δευτεροβάθμια επιτροπή που πρόβλεπε το διάταγμα.
Η ομόφωνη απορριπτική απόφασή της (16/11/1988) υπήρξε μάλιστα ακόμη πιο κατηγορηματική, όσον αφορά την αποτίμηση των κατοχικών πεπραγμένων του: «ο διορισμός», διαβάζουμε, «και η παραμονή του προσφεύγοντα σα νομάρχη της κυβέρνησης του Ιω. Ράλλη, η οποία σε κάθε περίπτωση θεωρούνταν και ήταν όργανο του εχθρού, συνιστά συνεργασία με τους κατακτητές».

Οσο για τον διχασμό της τοπικής κοινωνίας, που οι ενάγοντες θεωρούν ανύπαρκτο και κάθε σχετική αναφορά συκοφαντική, αποκαλυπτικές είναι οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1996 στο εσωτερικό του εκεί Δικηγορικού Συλλόγου όταν έγινε γνωστό ότι το Δ.Σ. είχε αναγορεύσει τον Βαΐτση Βάγια επίτιμο πρόεδρό του.

Δεκαοχτώ δικηγόροι κατήγγειλαν επώνυμα αυτήν την ενέργεια, με βάση ακριβώς το κατοχικό παρελθόν του (εφ. «Κοινή Γνώμη», 26/2/1997).

Μια σειρά από ζητήματα παραμένουν, φυσικά, ακόμη ανοιχτά: οι τοπικές συμμαχίες που επέτρεψαν σ’ έναν κατοχικό νομάρχη ν’ αποφύγει μεταπολεμικά κάθε τιμωρία, οι κερδισμένοι από τον πολύνεκρο λιμό του 1941 και τη μετέπειτα επισιτιστική βοήθεια, η έκταση της συνεργασίας μιας μερίδας του εγχώριου πληθυσμού με τους κατακτητές.

Η διαλεύκανσή τους είναι υπόθεση των ιστορικών, με βάση τις διαθέσιμες πηγές, την αξιολόγηση και τη συγκριτική αποτίμησή τους.

Σ’ αυτό το έργο, τα δικαστήρια δεν έχουν καμία απολύτως δουλειά.

  Διαβάστε
 
► Sheila Lacoeur, Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο (Αθήνα 2013, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Το βιβλίο που προκάλεσε τη μήνυση για «προσβολή της προσωπικότητας» των τέκνων του τελευταίου κατοχικού νομάρχη Κυκλάδων.
 
► «Από ανέκδοτο κατοχικό ημερολόγιο του Βαΐτση Βάγια» και «Ο Βαΐτσης Βάγιας μιλά στον Δημήτρη Βαρθαλίτη» (περ. Συριανά Γράμματα, 41 [1.1998], σ. 3-17 και 17-34).
Η εκδοχή του τελευταίου κατοχικού νομάρχη για τη ζωή και την πολιτεία του στη διάρκεια της Κατοχής. Στο εισαγωγικό σημείωμα του τεύχους, ο Βάγιας σκιαγραφείται διακριτικά ως «άνθρωπος με καταφανείς πολιτικές φιλοδοξίες από την αρχή του δημόσιου βίου του», ο οποίος -σε αντίθεση με άλλους συμπολίτες του- «προσεγγίζει τα τεκταινόμενα στην πηγή τους, μετέχει σ’ αυτά και δίνει πληροφορίες από πρώτο χέρι».
 
► Χρήστος Λούκος, «Οι πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις στη μετακατοχική Σύρο» (περ. Μνήμων, 32 [2011-2012], σ. 177-204).
Λεπτομερής ανάλυση του τοπικού πολιτικού σκηνικού, με αναφορές στην πρώιμη μεταπολεμική δραστηριότητα (και) του Βαΐτση Βάγια.
 
► Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη (Αθήνα 2014, εκδ. Πόλις).
Εξαιρετική ανάλυση της ποινικής μεταχείρισης του δωσιλογισμού από το μετακατοχικό κράτος των εθνικοφρόνων. Επισήμανση των διαφοροποιήσεων αυτής της αντιμετώπισης ανάλογα με τις επιμέρους μορφές συνεργασίας, αλλά και των ιδεολογικών συμφραζόμενων της όλης διαδικασίας.
 
► Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη (Αθήνα 2005, εκδ. Φιλίστωρ).
Η αποσιώπηση του ένοπλου δωσιλογισμού της Κατοχής, ως προϋπόθεση και συστατικό στοιχείο της σταδιοδρομίας των φορέων του στο μεταπολεμικό ελληνικό κράτος.

πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ελληνικό Δίκτυο «Φίλοι της Φύσης»: H ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πει ΟΧΙ στη CETA

Γελάτε αλλά δεν είναι αστείο