H επιστροφή του Γιοακίμ Τρίερ στην μεγάλη οθόνη και η ολοκλήρωση της τριλογίας του Όσλο (είχαν προηγηθεί “Reprise”, “Oslo 31 August”) θέτει φαινομενικά στο επίκεντρο της θεματικής μία γυναίκα, αλλά στην πραγματικότητα μέσα από το δικό της πρόσωπο δείχνει το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει δύο άντρες. Η πρωταγωνίστριά μας λειτουργεί επομένως σαν ένα κάτοπτρο που πάνω της εκτίθενται προβληματισμοί και παθογένειες της ανδρικής φύσης. Άκσελ και Έιβιντ αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους του σεναρίου που έφτασε να διεκδικεί το OSCAR, όπως κι αυτό της καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Γιούλα ή Τζούλι, ένα νεαρό κορίτσι που συνεχώς ακροβατεί χωρίς να έχει τη δύναμη να αποφασίσει ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσει με σαφήνεια. Ιατρική, ψυχολογία, φωτογραφία. Η ενηλικίωσή της μοιάζει να είναι ένας διαρκής πειραματισμός. Την μοίρα της ορίζει η παρορμητικότητα. Οι συνθήκες στη Σκανδιναβία της δίνουν τη δυνατότητα να δοκιμάσει κι όταν είναι σίγουρη να ακολουθήσει τον τομέα που έχει επιλέξει. Στον Νότο της Ευρώπης όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Για την Γιούλα η “ανεργία” είναι συνειδητή επιλογή, για αρκετούς νέους όμως είναι απόρροια της σήψης ενός συστήματος που τους οδηγεί στην εξαθλίωση.
Το πρώτο σημαντικό κοινωνικό σχόλιο αφορά τη ζωή ενός “άριστου μαθητή”. Την πίεση που δέχεται, τη συνεχή αξιολόγηση, το συνεχές ανέβασμα του πήχη των προσδοκιών. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί, πόσο μάλλον να οριοθετήσει τα θέλω και τις προτεραιότητές του. Εδώ βρίσκουμε ένα κοινό και με το δικό μας παιδαγωγικό σύστημα. Αφού πέρασε απ΄αυτό το στάδιο η πρωταγωνίστριά μας νιώθει την ανάγκη να εκτονωθεί, αλλά δε βρίσκει τον τρόπο. Η γνωριμία της με τον καταξιωμένο σκιτσογράφο, Άκσελ την εγκλωβίζει ακόμα περισσότερο στα αδιέξοδά της. Για να ξεφύγει πρέπει εικόνα και ήχος να παγώσουν.
Ακόμα κι όταν συμβεί αυτό όμως βρίσκεται στην πραγματικότητα στη σκιά μίας άλλης αρσενικής παρουσίας. Δεν προλαβαίνει να πάρει αέρα κι απόσταση. Οι διαρκείς αλλαγές την αποσυντονίζουν ακόμα περισσότερο. Στο βάθος υπάρχει πάντα μία αόρατη παρουσία να την κρίνει. Το διαισθάνεται μέσα της κι ας μην το εξωτερικεύει. Τη στοιχειώνει, τη βασανίζει, αρκετές στιγμές δεν την αφήνει να είναι ο εαυτός της. Αυτή την μορφή όμως έχει πάρει κι η ζωή σήμερα. Σκληρή ως αδυσώπητη, ικανή να θέσει στο περιθώριο αν της αφήσεις το περιθώριο.
Βραβευμένη για την ερμηνεία της στις Κάννες η Ρενάτε Ρέινσβε πετυχαίνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Μέσα από τη δική της λάμψη αντικατοπτρίζει τον κόσμο δύο άλλων ανθρώπων, στον οποίο συμμετέχει κι η ίδια. Στο πλευρό της τοποθετείται ο σταθερός πρωταγωνιστής της τριλογίας Άντερς Ντάνιέλσεν Λίε και ο νεαρότερος Χέρμπερτ Νόρντουρμ. Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει τον χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο, ίσως τον πιο ευάλωτο θα ήταν ο ιδανικός χαρακτηρισμός για την περίπτωσή της. Άλλωστε υπάρχει μία σκηνή που ο Έιβιντ λέει, “δεν είμαι άλλωστε κι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο” … Θεωρώ πως αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει κι όλα τα παραπάνω σχετικά με το παιχνίδι της αντανάκλασης των προσωπικοτήτων ανάμεσα στο τρίγωνο.
Ακριβώς αυτό το λεπτοκεντημένο σημείο κάνει το έργο να ξεχωρίζει ως κινηματογραφικό εγχείρημα. Οι αναφορές στην κλιματική αλλαγή και τις καταστροφικές συνέπειές της, κυρίως μέσα από το πρόσωπο Έιβιντ δίνουν επίκαιρο τόνο και χαρακτήρα. Μαζί τους το σχόλιο για τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και τις αρρώστιες που μας κατακλύζουν. Αλήθεια εκτός της πανδημίας, σκεπτόμενοι τον κύκλο σας πόσοι άνθρωποι υποφέρουν από αυτοάνοσα νοσήματα και μορφές καρκίνου; Ο Τρίερ δε θέλει να αφήνει τίποτα στην τύχη του και μας καλεί να ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ με φόντο το παρόν και το μέλλον.