O αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γρηγόρης Βαλσαματζής, σε μια συνέντευξη του στην Καθημερινή το 2009, καταθέτει τη δραματική εμπειρία του, η οποία «περνάει στα ψιλά». «Άρχισα να παρατηρώ, λέει, ότι αυξάνονταν ραγδαία οι περιπτώσεις ασθενών οι οποίοι δεν εντάσσονταν σε καμία από τις «παραδοσιακές» κατηγορίες ασθενών. Δεν είναι καταθλιπτικοί, δεν είναι νευρωτικοί, δεν είναι σχιζοφρενείς».
Ο Βαλσαματζής μιλά, ήδη από το 2009, για τους «οριακούς», μία σχετικά νέα ομάδα ασθενών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έντονη αστάθεια στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στη συμπεριφορά τους, στα συναισθήματά τους, στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Αυτή εκφράζεται συνήθως με έντονες εκδηλώσεις θυμού -προς τους άλλους ή προς τον εαυτό τους. «Οδηγούνται εύκολα σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, όπως χρήση ουσιών ή αλκοόλ, αυτοτραυματισμούς ή ακόμα και στην αυτοκτονία, στην προσπάθειά τους να επιλύσουν το πρόβλημα που τους βασανίζει. Όπως η Χριστίνα, που πληγώνοντας τον εαυτό της, κάθε φορά που τσακωνόταν με τον πατέρα της, μετατόπιζε την εστία του πόνου της», εξηγεί.
«Η διαταραχή είναι εξαιρετικά κοινή, καθώς οι οριακοί ασθενείς αντιστοιχούν στο 20-30% των περιστατικών που φθάνουν στα εξωτερικά ψυχιατρικά ιατρεία. Οι περισσότεροι γιατροί δεν μπορούν ακόμα να «αναγνωρίσουν» αυτά τα περιστατικά -τα κατατάσσουν απλώς στους καταθλιπτικούς ή τους αυτοκτονικούς. Άλλος επιβαρυντικός παράγοντας είναι ότι αποτελούν εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις ασθενών, αφού δεν συνεργάζονται εύκολα. Και αυτό δεν το αντέχουν ούτε οι γιατροί».
Και σήμερα; Τί γίνεται άραγε σήμερα; Πόσο έχουν αυξηθεί τα συγκεκριμένα περιστατικά; Κι ακόμη, τι γίνεται με τα περιστατικά που δεν τολμούν να φτάσουν ποτέ στα εξωτερικά ιατρεία ή να χτυπήσουν την πόρτα ενός «ειδικού», αγνοώντας τόσο οι ίδιοι, όσο και ο περίγυρος τους, τη σοβαρότητα της κατάστασης τους. Ποιος είναι σήμερα ο επιπολασμός της διαταραχής αυτής στην ελληνική κοινωνία, μετά από μια μνημονιακή εξαετία;
Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν απαντά, κανείς δεν ασχολείται. Η προσωπική μου εμπειρία είναι πολύ δραματικότερη αυτών των διαπιστώσεων του καθ. Βαλσαματζή, καθώς η βασική αιτία εγκαθίδρυσης της οριακότητας συναρτάται, από όλες σχεδόν τις «σχολές» της ψυχολογίας, με το ανεκπλήρωτο της ανάγκης Ασφάλειας στην πολύ πρώϊμη παιδική ηλικία. Η απώλεια των γονιών, οι τραυματικοί αποχωρισμοί, μια συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα και ένας απών πατέρας, είναι το καλύτερο θερμοκήπιο για την «παγίδευση» του ατόμου στην Οριακή Διαταραχή. Και όλοι ξέρουμε πολύ καλά, από τη βιωμένη εμπειρία μας, τι συνέβη στη μεταπολιτευτική οικογένεια, αλλά και πόσο οι συνθήκες αυτές έχουν εκτροχιαστεί στην τελευταία περίοδο, αναπαράγοντας ένα τραγικό σπιράλ Οριακότητας, που θα βυθίζει όλο και πιο πολύ και τις επόμενες γενιές στη δίνη ενός αβάσταχτου εσωτερικού κενού.
Η άγνοια που επιθυμεί να εξωραϊσει το πρόβλημα, παρουσιάζοντας το ως μια «παραξενιά» ή ως μια χαρακτηρολογική ιδιομορφία, οι μονωμένες και εκλογικευμένες διαπροσωπικές σχέσεις, τα νεοελληνικά ταμπού σε σχέση με την ψυχική υγεία, είναι μερικοί από τους παράγοντες που δεν επιτρέπουν την «αποκάλυψη» και διαιωνίζουν το πρόβλημα.
Αλλά δεν μπορούμε άλλο να αποκρύπτουμε, ακόμη και από τον ίδιο μας τον εαυτό, τουλάχιστον τα βασικά κριτήρια που θα πρέπει να μας υποψιάσουν ότι δεν πρόκειται απλά για κάποια ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα μας, αλλά για μια σοβαρή εσωτερική σύγκρουση, την οποία δεν ελέγχουμε.
Έτσι, θα μπορούσε κανείς μεταξύ των κριτηρίων, προειδοποιητικών «σινιάλων», να συμπεριλάβει:
α)τον διαρκή φόβο -ακόμη και της αντιληπτής- εγκατάλειψης και τον επώδυνο τρόπο με τον οποίο το άτομο προσπαθεί να την αποφύγει (εγκαταλείποντας πρώτο, μην τυχόν και εγκαταληφθεί), γεγονός που οδηγεί σχεδόν πάντα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα εξαιρετικά ασταθών διαπροσωπικών σχέσεων. Και όλο αυτό μπορεί να διαμορφώνει μια εντελώς στρεβλή εικόνα για τον ίδιο τον εαυτό του ατόμου, που είναι «κακό» και «του αξίζει να τιμωρηθεί». Ο σεναριακός τρόπος σκέψης, που θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο «αι….κι εσύ κι ο γρίλος σου» είναι επίσης εντελώς χαρακτηριστικός, καθώς ένα μόνιμο «μην τυχόν», κινηματογραφεί την πραγματικότητα πριν καν αυτή βιωθεί ως εμπειρία.
β)την παρορμητικότητα που μπορεί να εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς της ζωής, όπως η επικίνδυνη οδήγηση, η χρήση ουσιών, η κατάχρηση του αλκοόλ, ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια, η σπατάλη χρημάτων, οι κρίσεις βουλιμίας, το σεξ χωρίς προφυλάξεις κ.λπ. Αυτή η παρορμητικότητα, μπορεί να φτάσει και μέχρι την αυτοκτονική συμπεριφορά.
γ) τις ιδιαίτερα ασταθείς σχέσεις, καθώς το άτομο μπορεί να εξιδανικεύει εύκολα κάποιον και το ίδιο εύκολα να τον υποτιμά στη συνέχεια.
δ) τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων, καθώς ένας φαύλος κύκλος άγχους-λύπης-θυμού, ο πανικός, η οργή και η απόγνωση, εναλλάσσονται με διαστήματα καλής διάθεσης.
Πολύ περισσότερα σχετικά μπορεί να βρει κανείς αναζητώντας το λήμμα «Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας» ή «BorderlinePersonalityDisorder-BPD».
Αλλά πέρα απ’ όλα, σε μια κοινωνία που «νοσεί» σε όλα τα επίπεδα, είναι εξαιρετικά χρήσιμος ο ρόλος των γονιών σε σχέση με τα παιδιά τους, τόσο στο να αποτρέψουν την αναπαραγωγή του Οριακού μοντέλου, όσο και στο να το εντοπίσουν όσο γίνεται πιο έγκαιρα. Άλλο τόσο, είναι κρίσιμος ο ρόλος των συντρόφων, των φίλων αλλά και του στενού περιβάλλοντος, στο να κατορθώσει να «δει» το πρόβλημα, αποφεύγοντας να το κρύψει κάτω απ’ το χαλί της δύσκολης, έτσι ή αλλιώς, καθημερινότητας.
Μα πάνω απ’ όλα είναι πολύ σπουδαίο, και σίγουρα απαιτεί μεγάλη γενναιότητα και αυτογνωσία, να τολμήσει να αναγνωρίσει κανείς στον ίδιο του τον εαυτό τα πιθανά οριακά του χαρακτηριστικά και να ξεκινήσει το «μεγάλο ταξίδι της αναγέννησης» που του αξίζει.
Πηγή: thepressproject.gr