Κώστας Δεσποινιάδης, Ο ανυπότακτος Άρης Αλεξάνδρου. Ανάμεσα στο Κιβώτιο και την Εξέγερση της Κροστάνδης, Πανοπτικόν 2019
«Εγώ είμαι εδώ επειδή το πιστεύω»
Είναι φέτος η τέταρτη χρονιά που ανεβαίνει στο σανίδι το Κιβώτιο, η παράσταση του Φώτη Μακρή πάνω στο αριστουργηματικό ομώνυμο έργο του «Αριστοτέλη Βασιλειάδη». Ο Άρης Αλεξάνδρου –γιατί γι’ αυτόν πρόκειται– έγραψε το Κιβώτιο μεταξύ 1966 και 1972, το περισσότερο δηλαδή μέσα στη Χούντα, αυτοεξόριστος στο Παρίσι – αυτός, που ήξερε από πρώτο χέρι την εξορία και τη φυλακή στην Ελλάδα: Μούδρο, Μακρόνησο, Άη Στράτη, Γυάρο.
Γράφοντας για το «Κιβώτιο» στον Ρίτσο, το Νοέμβρη του ’72, λέει ο ίδιος:
[Α]σχέτως της όποιας αξίας του έχω την αίσθηση ότι είναι από τα κείμενα που σου δίνονται μία και μόνη φορά στη ζωή σου (γιατί, το ξαναλέω, δεν το έγραψα εγώ, κάποιος άλλος τόγραψε και θα ξανάρθει άραγε;) (σ. 25).
Στις 27 και 28 Μαΐου, λοιπόν, αυτό το χάρισμα της μιας και μόνης φοράς επιστρέφει ως θεατρικό έργο στη Θεσσαλονίκη – στο θέατρο «Αμαλία». Η παράσταση είναι καλή ευκαιρία να γνωρίσει κανείς έναν συγγραφέα ολιγογράφο, όπως ο Αλεξάνδρου. Ολιγογράφο: για λόγους βιοπορισμού, το μεταφραστικό του έργο υπερβαίνει κατά πολύ το συγγραφικό. Τι κίνητρο έχει κανείς γι’ αυτή τη «γνωριμία», το εξηγεί πειστικά η μαρτυρία του Κώστα Δεσποινιάδη, έκδοση που βγήκε από το –διαρκώς σε εγρήγορση– Πανοπτικόν, και αφιερώνεται στην Καίτη Δρόσου, σύντροφο του Αλεξάνδρου, που συνέβαλε στην έκδοση αφηγούμενη ιστορίες και δίνοντας πρόσβαση σε αρχειακό υλικό.
***
Το ενδιαφέρον του Δεσποινιάδη για τον Αλεξάνδρου ούτε τωρινό είναι, ούτε πρωτίστως λογοτεχνικό. Ως εκδότης, ο ίδιος έβγαλε το 2015, για δεύτερη φορά μετά το 1975, την Εξέγερση της Κροστάνδης. Ως μελετητής του, γνωρίζει την ποίηση του Αλεξάνδρου από το Ακόμα τούτη η άνοιξη (1946). Ως αναγνώστης και μεταφραστής, επιπλέον, ξέρει τις μεταφράσεις των Γκόρκι, Ντοστογέφκσι, Μαγιακόφσκι, Τολστόι, Αραγκόν, Όσκαρ Ουάιλντ, Μωπασάν (σ. 9). Μεταφράσεις που, αν και αναλήφθηκαν για να βγάλει τα προς το ζην ο Αλεξάνδρου, αντί πρόχειρες, είναι εδώ και δεκαετίες ό,τι εννοούμε με τη λέξη «κλασικές».
Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, ωστόσο, τον αναρχικό Δεσποινιάδη είναι ο Αλεξάνδρου ως πρότυπο της αναρχικής απαίτησης να συμφωνούν τα λόγια με τις πράξεις των ανθρώπων. Ο Αλεξάνδρου, μας λέει ο Δεσποινιάδης, «ήταν από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις όπου έργο και άνθρωπος είναι Ένα» (σ. 11).
Προς δικαίωση και του τίτλου που διάλεξε για το βιβλίο του, ο Δεσποινιάδης αφηγείται το πιο κυριολεκτικό από τα τεκμήρια της ανυποταξίας του Αλεξάνδρου: την άρνησή του να καταταγεί στο στρατό εν μέσω εμφυλίου, το 1947. Και μαζί τη δεύτερη άρνησή του, το 1953, όταν συλλαμβάνεται ως ανυπότακτος, να συνεργαστεί με τον αστυνομικό που του προτείνει να κάνει τον άρρωστο. Η εποχή –σωστότερα: το μετεμφυλιακό κράτος– δεν συγχωρεί την ακεραιότητα. Ο Αλεξάνδρου περνά στρατοδικείο, καταδικάζεται και φυλακίζεται.
Στη Γυάρο ζει μια δεύτερη εξορία μέσα στην εξορία: την απομόνωση από τους ορθόδοξους κομμουνιστές συγκρατούμενους – συνέχεια, για τον ίδιο, ενός καθοριστικού πρότερου βιώματος: της διαγραφής, από τη «Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση», του παιδικού του φίλου Χρήστου Θεοδωρόπουλου, που οι πρώην σύντροφοι απομονώνουν ως πράκτορα και ελεεινολογούν ως «φραξιονιστή».
Στο στόχαστρο των κρατικών μηχανισμών (167 έγγραφα περιελάμαβανε ο φάκελός του Αλεξάνδρου στην Ασφάλεια μέχρι που πέθανε), απομονωμένος από τους κομματικούς, και αγνοημένος για χρόνια από την αριστερή κριτική, ο ίδιος, δείχνει ο Δεσποινιάδης, στρέφεται με δριμύτητα τόσο απέναντι στο κράτος, όσο και απέναντι στην Αριστερά – κάθε απόχρωσης.
Γράφει ο Αλεξάνδρου στον Δημήτρη Ραυτόπουλο της Επιθεώρησης Τέχνης, στα 1976:
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι οι μαρξιστές, σε όποια απόχρωση κι αν ανήκουν (μπολσεβίκοι, τροτσκιστές, μαοϊκοί) είναι συκοφάντες και δολοφόνοι (σ. 53).
Υπό το πρίσμα αυτό, το «Κιβώτιο» δεν είναι ούτε πηγή πληροφοριών για τον ελληνικό εμφύλιο, στο φόντο του οποίου γράφεται – ούτε απλά ένα έργο με φιλοσοφικές ή ψυχαναλυτικές συνδηλώσεις. Είναι μια πολιτική αλληγορία. Μια σπαρακτική, και μαζί άτεγκτη, καταγγελία του κομματικού μαρξισμού. Με τη γραφίδα του Δεσποινιάδη τώρα,
[…] μπορεί το Κιβώτιο, τη μεταφορά του οποίου διέταξε το κόμμα, να ήταν άδειο, αλλά η «επιχείρηση Κιβώτιο» δεν είναι το νόημα του αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση, είναι η αναίρεση αυτού του νοήματος από την ηγεσία, είναι αυτή η ηγεσία που έχει αδειάσει το Κιβώτιο από το περιεχόμενό του (σ. 35).
Η ίδια ματιά καθοδηγεί το βλέμμα του Αλεξάνδρου και στα χρόνια που γράφει την εμβληματική ιστορική μελέτη για την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης. Ο Αλεξάνδρου γεννήθηκε στη Ρωσία ένα χρόνο μετά την Κροστάνδη, το 1922. Τον καιρό δε που έγραφε το βιβλίο,
είχε έρθει σε επαφή με ρώσους αναρχικούς που ζούσαν εξόριστοι στο Παρίσι, όπως ο Αλεξάντερ Σκιρντά, και συνδέθηκε φιλικά μαζί τους. Ο Σκιρντά και οι άλλοι αναρχικοί φίλοι του της Fédération Anarchiste Libertaire, βοήθησαν τον Αλεξάνδρου να βρει υλικό στο αναρχικό βιβλιοπωλείο Publico, όπως για παράδειγμα φύλλα της εφημερίδας των εξεγερμένων Ιζβέστια, δυσεύρετες φωτογραφίες ή τη γραμμένη στα ρώσικα μπροσούρα του επικεφαλής των εξεγερμένων Στέπαν Πετριτσένκο, Η αλήθεια για τα γεγονότα της Κροστάνδης, 1921 (σ. 36).
«Η εξέγερση της Κροστάνδης», θα πει ο Αλεξάνδρου, «δεν ήταν μόνο μια ένοπλη σύγκρουση, μα και μια σύγκρουση ιδεολογική, που εκφράστηκε με άρθρα στις εφημερίδες, προκηρύξεις, λόγους σε συνέδρια και επιτροπές. Μια σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του κρατισμού και στους οπαδούς του ελευθεριακού κομμουνισμού» (γράμμα προς τον εκδότη Χρίστο Φυτράκη, 19.6.1975, σ. 49).
«Ελπίζω» –γράφει ο ίδιος αλλού, σαρκάζοντας την παλαιοκομμουνιστική πρακτορολογία– «οι αναγνώστες να καταλάβουν πόσο “αντεπαναστάτες» και “όργανα της Αντάντ” ήταν οι ναύτες της Κροστάνδης» (σ. 50). Μ’ όλη τη δηλωμένη αναρχική μεροληψία του, ωστόσο, στο βιβλίο παρουσιάζονται όλες οι απόψεις, ώστε να σχηματίσει ο αναγνώστης ιδίαν άποψη» (σ. 38-9). Μεροληψία και εντιμότητα μπορούν, πρέπει, να πηγαίνουν μαζί.
***
Για τον συγγραφέα, ο Αλεξάνδρου εκπροσωπεί «μια αναρχική, ηθική στάση μακριά από δογματισμούς και φανατισμούς, που εκτός από την προσωπική κρίση και συνέπεια που εκπορεύεται από τη συνείδηση του ατόμου […] δεν διεκδικεί καμιά απόλυτη αλήθεια […]» (σ. 56). Ειδικότερα η «Κροστάνδη» του, γράφει ο Δεσποινιάδης, αφορά την «καθοριστική στιγμή της στρέβλωσης και του ξεστρατίσματος μιας κομμουνιστικής επανάστασης, και το γεγονός που καθορίζει όλα όσα συνέβησαν μετέπειτα σε ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα ανά τον κόσμο (σ. 49).
Αν αυτά εξηγούν γιατί ο Αλεξάνδρου «έρχεται από το μέλλον», είναι εδώ που βρίσκονται και οι δικές μου δεύτερες σκέψεις πάνω στη ματιά του Δεσποινιάδη: Ήταν άραγε η Κροστάνδη καθοριστικότερη για το ξεστράτισμα της ρωσικής επανάστασης – καθοριστικότερη κι από τις ήττες στη Φινλανδία, τη Γερμανία, την Πολωνία, που απομόνωσαν τη ρωσική επανάσταση, εκτινάσσοντας τον αυταρχισμό σε βαθμό παράνοιας στο εσωτερικό της Ρωσίας;(1)
Ήταν «συκοφάντες και δολοφόνοι» όλοι ανεξαιρέτως «οι μαρξιστές» – ακόμα και αυτοί που δολοφονήθηκαν για να στερεωθεί η σταλινική φρίκη; Ήταν, αλλιώς ειπωμένο, ευθεία η γραμμή που οδήγησε τα πράγματα από τον Λένιν στον Στάλιν – κι ακόμα χειρότερα: ήταν νομοτελειακή η λογική της ηθικοπολιτικής εξόντωσης του εσωτερικού εχθρού μετά τον Μαρξ της Πρώτης Διεθνούς, όπως υπαινίσσεται κάπου ο Αλεξάνδρου (βλ. επιστολή στον Δημήτρη Ραυτόπουλο 1.3.1976, σ. 52-3);
Αν η ιστορία δεν έχει από μόνη της σκοπό, μπορεί ωστόσο να πει κανείς στην Αργυρώ Κοκοβλή, που έφυγε πρόσφατα, πως μια ζωή στον κίνδυνο ήταν άσκοπη – ζωή ξοδεμένη για ένα κιβώτιο αδειανό; Εξαντλείται η ιστορία η δική της, όπως και χιλιάδων κομμουνιστών, στην αποτίμηση των λαθών (και των αισχών) της «ηγεσίας»;
Εντέλει, και με πιο σύγχρονους όρους: Είναι μόνο αναρχική απαίτηση η συμφωνία λόγων και έργων; Και μια σύγχρονη αναρχική ματιά είναι, απλά, μια ηθική ατομική στάση, «ταυτοτική» και «ιδιοσυγκρασιακή»; Είναι, τέλος, αναπόφευκτα απορριπτική η κριτική σε κάθε Αριστερά ανεξαιρέτως; Ή, αντίθετα, μπορεί μια τέτοια κριτική να διασώζει την ιστορική κληρονομιά του ελευθεριακού κομμουνισμού, μεριμνώντας την ίδια στιγμή για την ενίσχυση των «επαναστατικών συγγενειών»; Κρατάω, αντί απάντησης, μια «στιγμή» του Άρη Αλεξάνδρου στο βιβλίο του Δεσποινιάδη:
Ενώπιον των αντιπάλων του δήλωνε «κομμουνιστής», για να μην τους δώσει τη χαρά μιας δήλωσης φρονημάτων, ενώ στους κομμουνιστές πρώην συντρόφους του δήλωνε ότι δεν ανήκει πουθενά […]
———————————
(1) Στο σημαντικό έργο του Furies (Οι Ερινύες), ο Αμερικανός ιστορικός Άρνο Μάγερ προτείνει τον όρο «εσωτερίκευση» (internalization) της επανάστασης. Με αυτόν εξηγεί πόσο κόστισε στην επαναστατική Ρωσία η απομόνωση και η στροφή της προς τα μέσα: προς τις άμεσες ανάγκες της διοίκησης και της οικονομίας – τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και των ξένων επεμβάσεων, όσο κυρίως μετά: με την ήττα της επανάστασης στην Φινλανδία (1918), τη Γερμανία και την Ουγγαρία (1919) και το «φρενάρισμα» των μπολσεβίκων στην Πολωνία, το 1920. Αυτή η τελευταία, γράφει ο αναρχικός μπολσεβίκος Βικτόρ Σερζ στις «Αναμνήσεις» του, είναι η «μοιραία χρονιά».