George Steiner, Νοσταλγία του Απολύτου, Άγρα, σελ. 114
Τέλος του χρόνου και σκέφτηκα πως θα ταίριαζε στη στήλη να κλείσει το καταραμένο 2020 με ένα απολογιστικό βιβλίο.
Τι είδους, όμως, απολογισμό μπορούν να κάνουν σήμερα κείμενα που γράφηκαν το 1974; Εκφωνήθηκαν, καλύτερα, από το καναδικό ραδιόφωνο, το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, στο πλαίσιο των Διαλέξεων Massey, που δίνουν επί σειρά ετών και μέχρι σήμερα, αρχής γενομένης το 1961, κορυφαίοι διανοούμενοι του κόσμου.
Νομίζω, λοιπόν, πως το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει με απολογιστικό τρόπο στο μέτρο που καταπιάνεται με καίρια και διαχρονικά ζητήματα, τότε όσο και τώρα -τη νεωτερικότητα, την «παρακμή», το τέλος εποχής, αλλά και την αίσθηση αυτού του τέλους.
Σχολιάζοντας μια εποχή, από την οποία κι έπειτα οι άνθρωποι στη Δύση, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, δεν πιστεύουν πια πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα, μια εποχή διάχυτου πεσιμισμού, που διαρκώς επιτείνεται, μιλάει εξίσου και για εμάς.
Η βασική ιδέα του Στάινερ είναι πως η διάχυτη «δυσφορία» του δυτικού ανθρώπου συνδέεται ισχυρά με την ολοκληρωτική απομάγευση του κόσμου του, η οποία ακολούθησε την είσοδο στη σύγχρονη εποχή.
Ο «θάνατος του Θεού», κατά τη γνώμη του, δημιούργησε «αυτό το σκοτάδι στη μέση», που έκτοτε αποδείχτηκε αδύνατο να πληρωθεί -μ’ όλο που επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου.
«Ο μαρασμός ενός μεγάλης εμβέλειας χριστιανικού δόγματος άφησε μιάν αταξία ή ένα κενό στη θέση βασικών αντιλήψεων για την κοινωνική δικαιοσύνη, για τη σημασία της ανθρώπινης ιστορίας, για τις σχέσεις ανάμεσα στο νου και το σώμα, για το ρόλο της γνώσης στη διαμόρφωση της ηθικής διαγωγής μας» (σελ. 13).
Πάνω σε αυτό το κοσμοϊστορικό δεδομένο διαμορφώθηκε μια, έντονη όσο ποτέ άλλοτε, ακόρεστη δίψα για μια νέα καθολική εξήγηση, μια εγγυημένη καθησυχαστική προφητεία.
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί ένα καταρχήν παράδοξο: το γεγονός, δηλαδή, πως όλα τα αφηγήματα -με κατεξοχήν επιστημονικές αξιώσεις- που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, ειδικά στον 20ό αιώνα, στην πλήρη αποδόμηση της θεολογικής κοσμοαντίληψης, όλες οι συστηματικές προβληματικές της «υποψίας», κατέληξαν, σύμφωνα με τον Στάινερ να μιμούνται στενά αυτό που είχαν οριστικά προηγουμένως διαλύσει. Για να αποδειχτεί πως
«σε όλες τις μεγάλες μάχες αρχίζουμε να μοιάζουμε στους αντιπάλους μας» (σελ. 17).
Γι’ αυτό τα μεγάλα αποδομητικά αφηγήματα του αιώνα, που προσδιόρισαν σε τεράστιο βαθμό την κίνηση του κόσμου, επεδίωξαν να αποκτήσουν -ή ισχυρίστηκαν πως είχαν- όλα τα στοιχεία της προηγούμενης κοσμοαντίληψης: καθολικότητα της εξήγησης, ρυθμιστικά κείμενα ως η θεμελιώδης «παράδοση», ορθοδοξία εναντίον της αίρεσης, καίριες μεταφορές, χειρονομίες και σύμβολα. Σαν να επρόκειτο για θεολογίες της υποκατάστασης.
Ο μαρξισμός, ο φροϋδισμός, η δομιστική ανθρωπολογία του Λεβί-Στρως, μ’ όλο τον «υλιστικό» τους χαρακτήρα, μ’ όλο τον ορθολογικό τους χαρακτήρα -το «ορθολογικό μεγαλείο» τους- μ’ όλο πως αποτελούν «μνημεία λογικής», πραγματική αποθέωση της οργανωτικής δύναμης της ορθολογικής σκέψης, δεν είναι εν τέλει παρά «μυθολογίες». Η συστηματικότητα, η λογική συνοχή, η μεθοδολογική ευρηματικότητα δεν αίρουν αυτό το στοιχείο.
Γιατί, σύμφωνα με τον Στάινερ, όλα ξεκινούν με μια αρχική αληθινή αθωότητα μέχρις ότου μια φρικτή καταδίκη τα αλλάζει δραματικά και κάνει τη ζωή αφόρητη.
«Η εν λόγω αίσθηση μιας μακρινής καταστροφής, μιας κοσμικής ατίμωσης […] μας παρουσιάζεται, με όλη τη δύναμη του τρόμου που προκαλεί […] Η ανάγκη για εξήγηση, για μια ιστορική τοποθέτηση, γίνεται ακόμη πιο πιεστική. Ρωτήστε πού συνέβη αυτό το φοβερό πράγμα. Πού σφάλαμε; Γιατί εξοστρακιστήκαμε από τον Κήπο της Εδέμ;» (σελ. 21).
Για τον μαρξισμό η απάντηση βρίσκεται στον πρωταρχικό ταξικό διαχωρισμό, στην έλευση του Κράτους, της εκμετάλλευσης και της συνακόλουθης καταπίεσης, της απάνθρωπης υποτέλειας, που έγινε η μοίρα μας για χιλιάδες χρόνια, στο σύνολο σχεδόν της ιστορικής διαδρομής από τη γεωργική επανάσταση κι έπειτα. Η άρση αυτής της συνθήκης είναι εφικτή και επιδιώξιμη, σύμφωνα με το Μαρξ. Αλλά, για τον Στάινερ, οι υλικές προϋποθέσεις αυτής της άρσης είναι τόσο απίθανο να πραγματοποιηθούν, ώστε η Δευτέρα Παρουσία συγκροτεί ένα πιο αληθοφανές ενδεχόμενο. Από αυτήν την άποψη, η μαρξική Νοσταλγία για το Απόλυτο δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει αναγκαστικά έναν κοσμικό πεσιμισμό, απολύτως συμβατό με την κατάσταση των πνευμάτων τα τελευταία πενήντα χρόνια τουλάχιστον.
Με τον φροϋδισμό, τα πράγματα είναι ακόμη καθαρότερα:
«Δύο θεότητες, δύο θεοί, δύο κυρίαρχοι παράγοντες, κυβερνούν και διαιρούν την ύπαρξή μας, εξηγεί ο Φρόυντ, […] ο Έρως και ο Θάνατος. Η μεταξύ τους σύγκρουση καθορίζει τους ρυθμούς της ύπαρξης, της αναπαραγωγής, της σωματικής και ψυχικής εξέλιξης. Όμως, στο τέλος -αντίθετα από κάθε διαισθητική, ενστικτώδη προσδοκία, αντίθετα από όλες τις ελπίδες μας- ο πιο δυνατός αυτός που βρίσκεται πιο κοντά στις ρίζες του ανθρώπου, δεν είναι ο Έρως αλλά ο Θάνατος. Εντέλει, το είδος δεν αγωνίζεται για την επιβίωση και τη διαιώνιση, αλλά για την ανάπαυση, την τέλεια ακινησία. Στο οραματικό φροϋδικό πρόγραμμα, η έκρηξη της οργανικής ζωής που οδήγησε στην ανθρώπινη εξέλιξη ήταν ένα είδος τραγικής ανωμαλίας, μια σχεδόν μοιραία υπερβολή. Συνοδεύτηκε από άφατο πόνο και οικολογική ερήμωση. Αυτό το ξεστράτισμα της ζωής και της συνείδησης, όμως, αργά ή γρήγορα θα λάβει τέλος. Μια εσωτερική εντροπία έχει τεθεί σε λειτουργία. Η δημιουργία θα συναντήσει ξανά τη γαλήνη, καθώς η ζωή θα επανέρχεται στη φυσική κατάσταση της ανόργανης ύλης. Η λίμπιντο βρίσκει την ολοκλήρωσή της στο θάνατο» (σελ. 43).
Ο δε Λεβί-Στρως, ξεκινώντας από τους Θλιμμένους Τροπικούς, αναφωνεί «πολύ αργά, πάρα πολύ αργά». Είμαστε καταδικασμένοι. Το μέλλον είναι μια Γη απαλλαγμένη από την ανθρωπότητα, απολυτρωμένη από τα σκουπίδια της ανθρώπινης απληστίας, που περιφέρεται ψυχρή και άδεια στα σκοτάδια του έρημου διαστήματος. «Το απόγειο της ανθρωπολογίας, της επιστήμης του ανθρώπου, θα είναι η «εντροπιολογία», υποστηρίζει. Στα γαλλικά, το λογοπαίγνιο είναι επιτυχημένο, οι δύο λέξεις προφέρονται το ίδιο, anthropologie -entropologie. Θα βρει την κορύφωσή της στην επιστήμη της εντροπίας, την επιστήμη της εξάλειψης» (σελ. 64).
Με τα λόγια του ίδιου του Λεβί-Στρως από τον τέταρτο τόμο των Μυθολογικών, όπως τα παραθέτει ο Στάινερ,
«Συγχρόνως, όμως, έχουμε την πραγματικότητα της μη ύπαρξης την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ενιαία με την ύπαρξη, μια και η μοίρα του είναι να ζει και να αγωνίζεται, να σκέφτεται και να πιστεύει και, προπάντων, να διατηρεί το θάρρος του, δίχως να αποχωρίζεται ποτέ την αντίξοη βεβαιότητα ότι στο παρελθόν δεν ήταν παρών σε τούτη τη γη, ότι η παρουσία του εδώ δεν θα διαρκέσει αιώνια και ότι, με την αναπόφευκτη εξαφάνισή του από τη επιφάνεια ενός επίσης καταδικασμένου να χαθεί πλανήτη, ο μόχθος του, τα βάσανά του, οι χαρές, οι ελπίδες και τα έργα του θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Καμιά συνείδηση δεν θα επιβιώσει ώστε να διατηρήσει την ανάμνηση της εφήμερης δράσης του, πέρα από μερικά ίχνη που γρήγορα σβήνουν. Έχοντας εξαλειφθεί από έναν κόσμο με πρόσωπο στο εξής αδιάφορο, όλα αυτά δεν είναι παρά μια σύντομη μαρτυρία της αλλοτινής παρουσίας του -εν ολίγοις, δεν θα υπάρχει τίποτα» (σελ. 66).
***
Ο Στάινερ μιλάει το φθινόπωρο του 1974. Περιγράφει τις μεγάλες θεωρίες της εποχής και ισχυρίζεται πως, ακριβώς εξαιτίας της ανάγκης, αλλά και της αντικειμενικής αδυναμίας, να καλύψουν τη δεδομένη «απαίτηση» για επιστροφή στο απολεσμένο, ασφαλές Απόλυτο, καταλήγουν σε έναν ακραίο πεσιμισμό σε ό,τι αφορά τοις προοπτικές της ανθρωπότητας. Όσο για τον Φρόυντ και το Λεβί-Στρως νομίζω πως έχει δίκιο. Με το Μαρξ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, έστω κι αν η βαρβαρότητα δεν έπαψε ποτέ, για τους μαρξιστές, να είναι ισχυρό ενδεχόμενο για το μέλλον. Όπως κι αν έχει, πάντως, η εποχή χαρακτηρίζεται από την κορύφωση της συζήτησης για την «κρίση του μαρξισμού» -ο Αλτουσέρ είναι η εμβληματική περίπτωση- και την προσπάθεια αυτή η ραγδαία κρίση να υπερβαθεί και μέσα από τη συνέργεια των -αναμφισβήτητα πεσιμιστικών στις προγνώσεις τους- άλλων δύο «αφηγημάτων», της Ψυχανάλυσης και της Δομιστικής Ανθρωπολογίας. Θα ακολουθήσουν ποικίλοι μεταδομισμοί και μεταμοντερνισμοί και θα αμφισβητηθεί η ίδια η δυνατότητα της «αλήθειας».
Αλλά ήδη τότε, «για πρώτη φορά στη δυτική παράδοση, παρατηρείται επίσης, και νομίζω αυτό είναι πολύ πιο επίφοβο, μια συμφωνία, ένας αποσυντονισμός ανάμεσα στην αλήθεια και την ανθρώπινη επιβίωση, ανάμεσα στη λογική αναζήτηση της αλήθειας και τα αντιτιθέμενα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η αλήθεια δεν μπορεί μόνο να μας ελευθερώσει, αλλά και να μας καταστρέψει» (σελ. 99). Η αλήθεια μπορεί να είναι σκοτεινή, τρομακτική. Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη του, η αλήθεια έχει μέλλον.
Ωστόσο, δεν έχει ο ίδιος να προσκομίσει καμία σχετική απόδειξη. Άλλωστε, τόσο οι μαρξιστές όσο και οι άλλοι «θιγόμενοι» θα είχαν πολλά να απαντήσουν σε όσα θέτει.
Μ’ όλα αυτά, όμως, δεν παύει τα ερωτήματα και τα σχόλια του να είναι πολλές φορές ιδιαίτερα διεισδυτικά, και επομένως πολύ παραγωγικά και για όσους βάζει στην θέση του αντιπάλου.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως βρισκόμαστε σε μια εποχή μετάβασης, μια τρομερή εποχή, στην οποία ο ζόφος, ο φόβος εμφανίζονται πολύ ισχυρότεροι από την ελπίδα.
Ο Στάινερ βοηθάει να σκεφτούμε όντας εντός μιας τέτοιας εποχής.
ΥΓ. Είναι εντυπωσιακό και θέλω να το πω. Ακόμη και κορυφαίοι στοχαστές εμφανίζουν κάποιες φορές ογκώδη άγνοια σε θέματα έξω από το πεδίο τους. Ο Στάινερ θεωρεί πως ο θερμικός θάνατος που πάει μαζί με την αύξηση της εντροπίας, που τόσο την υπολήπτεται ως έννοια, σημαίνει «υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας του σύμπαντος», ενώ σημαίνει το ακριβώς αντίθετο -την πορεία του προς μια θερμοκρασιακή ισορροπία που τείνει στο απόλυτο μηδέν!
Ευτυχώς, επί του προκειμένου, δεν αλλάζει τίποτε στην ποιότητα της επιχειρηματολογίας του.