in

New Year΄ s slip Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

New Year΄ s slip Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Ό,τι κάνεις την Πρωτοχρονιά, λένε, θα το κάνεις ολόκληρο το χρόνο. Προ στιγμήν λοιπόν το σκέφτηκε. Εννοώ το σκέφτηκε πριν ανοίξει το ντουλάπι. Αλλά καθώς από μια σκέψη κρέμονται όλα, κάνοντάς τη, γλίστρησε. Κι άρχισε να απαριθμεί πρωτοχρονιάτικα δώρα με το χέρι πάνω στο πόμολο.

Πρώτα εκείνο το φορητό mp-3, με τις κοινές τους μουσικές. Δεν μακροημέρευσε. Σε κάτι καλοκαιρινές διακοπές στην Κρήτη το έκρυψε μέσα σ΄ ένα σακίδιο, για να περάσει από παραλία σε παραλία, το σακίδιο βράχηκε, κι από τότε το φορητό βρήκε τα όριά του μία και για πάντα. Ήταν το δεύτερο. Το πρώτο που του είχε πάρει τό ΄χασε, κατεβαίνοντας από το τρένο προς Πάτρα, ανήμερα το Πάσχα. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια ο καταμερισμός ήταν “Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά μαζί, το Πάσχα με τους δικούς μου”, και ο καταμερισμός δεν έσπασε ποτέ, μέχρι που έσπασαν.

Σειρά είχαν οι μπλε παντόφλες με το πούπουλο και το κορδόνι. Απίστευτα ζεστές. Τράβα-λύσε το κορδόνι, όμως, κατάφερε και του τρύπησαν. Ανοίξαν από δυο μεριές και οι δύο, κι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα αποδώ κι αποκεί. Και έτσι πήραν κι αυτές την άγουσα πριν από την ώρα τους, φέρνοντάς του στο μυαλό το γνωστό γνωμικό με τα μεταξωτά βρακιά, που ταίριαζε γάντι και στις πουπουλένιες παντόφλες.

Και βέβαια η φωτογραφική μηχανή. Μια κόκκινη ψηφιακή Κόντακ.

Μετά από μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο, σαν ανασκόπηση τελευταία μέρα του χρόνου, είχαν καταλήξει σε ένα μαγαζί στη Στουρνάρη, στημένο ίσα για τις γιορτές μετά τα “Δεκεμβριανά” – κυριολεκτικά απ΄ το μηδέν. Ήταν η τελευταία σε κόκκινο και σχεδόν την άρπαξε απ΄ τη βιτρίνα. Μετά το ταξίδι τους στο Βερολίνο (ή μήπως ήτανε ο γάμος του Μ.; Τέλος πάντων.), η μηχανή έπαψε ως διά μαγείας να τραβάει βίντεο και η οθόνη της έφερε πλέον εμφανή τα σημάδια της κακομεταχείρισης. Είχε προλάβει ευτυχώς να καταγράψει το κεφάλι της Νεφερτίτης από δέκα ή δώδεκα διαφορετικές μπάντες –αν είχε φωνή θα μίλαγε η έρμη η βασίλισσα. Και μαζί με την επιβλητική Αιγυπτία, θα μίλαγε και η δωροθέτρια, οι γκριμάτσες της οποίας ήταν, όπως και να το κάνουμε, το αγαπημένο θέμα του φακού. Το γεγονός, όμως, ότι ο φωτογράφος την έστηνε κάθε τρεις και λίγο μπροστά, να του κάνει τον καραγκιόζη, είχε αρχίσει να της κλονίζει τα νεύρα. Λίγο μετά χάθηκε ο φορτιστής, για να πάρει άλλον ήθελε ειδική παραγγελία στην εταιρεία, ε, και σήμερα-αύριο, σήμερα-αύριο, η ψηφιακή έμεινε τελικά στη βιβλιοθήκη να σκονίζεται.

“Τα δώρα που πληγώναμε”. Πόσες φορές την είχε κάνει αυτή τη σκέψη; Εκείνης της άρεσε να σχολιάζει με τη λέξη “παραπραξία” τις γκάφες με νόημα που έκαναν οι γνωστοί της: “παραπραξία” –του εξηγούσε–, “ή αλλιώς Freudian slip. Είναι όταν κάνουμε ή λέμε πράγματα μισοασύνειδα-μισοσυνειδητά”. Λες και επί τούτου για να υπονομεύσουμε καταστάσεις. Λες κι επί τούτου, ώστε μαζί με τις καταστάσεις, να υπονομεύσουμε και τον εαυτό μέσα σ΄ αυτές. “Τα δώρα που πληγώναμε”. Κάθε φορά που το σκεφτόταν, δάγκωνε τα δάχτυλα. Κι έπειτα ολόκληρη τη γροθιά. Αυτό δεν ήταν παραπραξία. 

Συνέχισε να απαριθμεί. Το μυθιστόρημα του Κόχουτ, που το άρχισε αλλά δεν το τελείωσε ποτέ. Το μαύρο σακίδιο της αδελφής της, πάλι Πρωτοχρονιά – του το έκλεψαν σ΄ ένα πάρτυ. Οι δύο τόμοι του Τσέχοφ, δώρο από τη μητέρα της – ως τώρα δεν αξιώθηκε ούτε τον ένα να διαβάσει. Το μπουρνούζι, πρώτο σύμβολο της συγκατοίκησής τους. “Είσαι ο φετιχισμός του εμπορεύματος αυτοπροσώπως”, τον ειρωνεύτηκαν σε άπταιστα μαρξιστικά οι φίλοι του. Και η συζήτηση κόπηκε εκεί, πριν δηλαδή φτάσει στις ριγωτές πράσινες-λαδί πιτζάμες, που για να λέμε την αλήθεια τώρα, ήτανε κάπως γεροντίστικες. “Μα πού στο διάολο έχουν χαθεί αυτές οι πιτζάμες;”.

Στάθηκε λίγο ακόμα μπροστά στο ντουλάπι. 

Το τελευταίο της δώρο, πρώτη Πρωτοχρονιά χωριστά, ήταν ένα ημερολόγιο τοίχου μεταλλικό, με δύο τετράγωνα μαγνητάκια. Το ένα το βάζεις στο μήνα, το άλλο στον αριθμό. Κι έτσι το έχεις όλο το χρόνο. Όλα τα χρόνια. Πάνω γράφει “Αu petit bistrot”. Λέγαν από καιρό να ανοίξουν ένα τέτοιο μαζί, και είχαν βρει και με ποια δύο θα έμοιαζε – το ένα στην Αθήνα και το άλλο στη Θεσσαλονίκη. Μόνο που τον τελευταίο καιρό ζοριζόταν ακόμα και για τα τσιγάρα του, κι αυτοί που τα ξέρουν καλύτερα αυτά, λένε ότι τα όνειρα δεν είναι ποτέ τζάμπα. “Αu petit bistrot”. Σαν κλείσιμο του ματιού. Απλό και κομψό, σαν τα χέρια της, το πήρε στα δικά του και της είπε ευχαριστώ μέσα σε αναφιλητά. 

Άνοιξε επιτέλους το ντουλάπι. Το μπλε φούτερ παντελόνι φόρμας, δώρο κι αυτό, ήταν σφηνωμένο στην παράδοξη θέση του, ανάμεσα στα βιβλία που είχε αγοράσει ο ίδιος τελευταία. Το τράβηξε, το γύρισε από την καλή, και αγνοώντας τον φούξια λεκέ στο ένα μπατζάκι –ποιο γαμημένο ρούχο πήγε και ξέβαψε πάνω του στο πλυντήριο;–, το φόρεσε σα να του το είχε βγάλει μόλις από το περιτύλιγμα. “Καλή χρονια”, είπε ειρωνικά. Φυσικά δεν απάντησε κανείς. Έκανε όμως λιγότερο κρύο.

Πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Του Κώστα Βαξεβάνη

Μυστήριο και Γοητεία από την ανεπανάληπτη “Γαλάζια Ντάλια”