Ασίλλε Μπέμπε, Νεκροπολιτική. Το άρθρο, Εκδόσεις των Συναδέλφων 2020, σσ: 84
Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λέγεται συχνά, ότι δηλαδή ένας χρόνος πανδημίας μας έκανε να συνηθίσουμε το θάνατο· όλη αυτή η κινητοποίηση «για να μην υπάρξει νεκρός απεργός πείνας» είναι ένας μόνο από τους λόγους να αμφιβάλλουμε. Σίγουρα, από την άλλη, υπάρχει ένα κατώφλι – ένας απροσδιόριστος αριθμός θανάτων που, για τους κυβερνώντες, είναι ανεκτός, στο βαθμό που θεωρούν ότι δεν κινδυνεύουν οι ίδιοι, βιολογικά, από τον ιό, και πολιτικά, από όσους φαίνεται πως εξοικειωνόμαστε. Η ανεκδιήγητη Παπαευαγγέλου προσδιόρισε το κατώφλι και αριθμητικά: «το ποσοστό των ασθενών που χάνουν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ [είναι] πολύ μικρό. 20% νομίζω». Αυτό που, ωστόσο, δεν μετριέται, αλλά μετράει περισσότερο, είναι πόσους αντέχουμε εμείς.
Όπως και νάχει το πράγμα, το καθημερινό μέτρημα απωλειών έχει αφήσει ήδη ίχνος στις λέξεις που χρησιμοποιούμε γι’ αυτό που συμβαίνει. Στα χρόνια των μνημονίων, για παράδειγμα, μιλήσαμε πολύ για «βιοπολιτική»: για μια σειρά από επεμβάσεις, μετρήσεις, ρυθμιστικούς ελέγχους και μηχανισμούς που εφαρμόστηκαν στον πληθυσμό, σε κάθε πτυχή της ζωής, για να υπολογίσουν σχεδόν τα πάντα και να μας επιστρέψουν σε μια «ομοιόσταση» – να μας κάνουν «κανονική» χώρα και «κανονικούς» ανθρώπους. Τώρα, στον ένα χρόνο της πανδημίας, όλο και συχνότερα λέμε και γράφουμε για «θανατοπολιτική», λοξοκοιτάζοντας τον Αγκάμπεν: «Αν, σε κάθε νεωτερικό κράτος», λέει, «υπάρχει μια γραμμή η οποία οριοθετεί το σημείο στο οποίο η απόφαση περί της ζωής μετασχηματίζεται σε απόφαση περί του θανάτου και η βιοπολιτική δύναται έτσι να αντιστραφεί σε θανατοπολιτική» (Homo sacer, σ. 194).
Ο Καμερουνέζος φιλόσοφος Ασίλλε Μπέμπε πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, μιλώντας για «νεκροπολιτική»:
[…] τα όρια της κυριαρχίας, τα κύρια χαρακτηριστικά της, είναι το να σκοτώνει ή να αφήνει κάποιον να ζήσει. Κυρίαρχος είναι αυτός που ασκεί έλεγχο στη θνητότητα και ορίζει τη ζωή ως την επίδειξη και την εκδήλωση της εξουσίας
[…] η πολιτική θέτει σήμερα ως πρωταρχικό και απόλυτο στόχο της τον φόνο του εχθρού της, με το προκάλυμμα του πολέμου, της αντίστασης ή του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας (σ. 10-11).
Για να εκτιμήσουμε την αξία του επιχειρήματος, βοηθάει να θυμόμαστε ότι ο Φουκώ –βασική αναφορά του Μπέμπε, όπως και του Αγκάμπεν–, ξεχωρίζει τρεις τρόπους άσκησης της εξουσίας: ο αρχαιότερος, η κυριαρχία, είναι πράγματι η εξουσία να θανατώσεις ή να αφήσεις να ζουν. Οι μεταγενέστεροι –δηλαδή η πειθαρχία (εξουσία μέσω μηχανισμών όπως η φυλακή, το άσυλο, το σχολείο) και η ασφάλεια (εξουσία πάνω σε έναν πληθυσμό με σκοπό τη διατήρηση των κινδύνων στα ελάχιστα/ανεκτά επίπεδα και τη ρύθμιση των ροών σε ένα περιβάλλον)– συνυπήρξαν με την κυριαρχική εξουσία, αλλά κάνοντάς τη λιγότερο σημαντική.
Ισχυρίζομαι ότι δεν είναι ζήτημα φιλοσοφικού γούστου ή ψυχολογικής διάθεσης, το αν θα προτιμήσουμε τον «αισιόδοξο» Φουκώ (γιατί μας δείχνει μια λιγότερο βάναυση και πιο «θετική»/παραγωγική εξουσία)· τον «απαισιόδοξο» Αγκάμπεν (που θεωρεί το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης ως «βιοπολιτικό παράδειγμα της νεωτερικότητας»)· ή τον ακόμα πιο «απαισιόδοξο» Μπέμπε, που υποστηρίζει ρητά πως
η εξουσία του θανάτου θολώνει τα όρια μεταξύ αντίστασης και αυτοκτονίας, θυσίας και λύτρωσης, μαρτυρίου και ελευθερίας (σ. 76).
Μπορεί ο Μπέμπε να ακολουθεί ως ένα σημείο τον Φουκώ, παραδεχόμενος ότι «η κατοχή της όψιμης νεωτερικότητας είναι μια ακολουθία πολλαπλών εξουσιών: πειθαρχικής, “βιοπολιτικής” και “νεκροπολιτικής” (σ. 49). Όμως το επιχείρημά του, ότι σε τελική ανάλυση η πολιτική είναι αγώνας για τη θανάτωση του αντιπάλου, είναι γεμάτο προβλήματα. Το πρώτο: είναι επιχείρημα ανιστορικό. Η δουλεία, ο γαλλικός Τρόμος του 1793-4, η στρατιωτικοποίηση της εργασίας στη σοβιετική Ρωσία, ο ναζισμός, η αποικιοκρατία, το αφρικανικό απαρτχάιντ, η σφαγή της Ρουάντα, ο πόλεμος στο Κόσοβο, η εξολόθρευση των Παλαιστινίων και οι επιθέσεις αυτοκτονίας των φονταμενταλιστών – όλες, κυριολεκτικά, οι μελανές σελίδες τριών αιώνων, προτείνονται υπέρ της θέσης ότι πολιτική και θάνατος είναι πραγματικότητες αξεδιάλυτες.
Το δεύτερο και κυριότερο: αν τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης, τρομοκρατίας και επανάστασης ή αντίστασης, θυσίας και ελευθερίας, είναι όρια ρευστά (σ. 54), τότε ο πολιτικός αγώνας (για την ειρήνη, την αντίσταση, την ελευθερία) δεν έχει κανένα σταθερό θεμέλιο. Αν όλα περιστρέφονται γύρω από το θάνατο, είναι τελείως ασαφές πού βρίσκονται οι δυνάμεις της ζωής: αυτοί που κατάργησαν τη δουλεία, που σταμάτησαν επαναστατώντας τον πόλεμο, που νίκησαν το ναζισμό – και που σήμερα αγωνίζονται για να μη συνηθίσουμε το θάνατο.
Έχει κάτι το ελκυστικό να περιγράφεις μια ασφυκτική πραγματικότητα με τα πιο μελανά χρώματα. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος, αντί να πετύχεις την αφύπνιση, να προσθέτεις ψηφίδες στην ήδη διάχυτη απόγνωση.
One Ping
Pingback:ΝΕΚΡΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ: ΚΡΙΤΙΚΗ Ή ΑΠΟΓΝΩΣΗ; – Bouquiniste