Πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη ένας πυκνός και ψηλός φράχτης υψώθηκε στη Ναυαρίνου αποκόπτοντας/διασαλεύοντας παράλογα τη θέα στο Ανάκτορο του Γαλέριου. Ένας μοναδικός ανοιχτός αρχαιολογικός χώρος – αναπόσπαστο κομμάτι του οπτικού συνεχούς της Θεσσαλονίκης, ένας χώρος ζωντανός και ομαλά λειτουργικός, ανάσα και φως για όσες/ους μείναμε στο κέντρο, σήμερα, βίαια και ξαφνικά περιφράσσεται. Ένα νέο σύνορο χαράζεται, ο αστεακός χώρος κατατμείται.
Χθες μια πράξη εξουσιαστική, άλλος ένας πειθαρχικός περιορισμός – που μόνο πρόσθετη ανασφάλεια γεννά, έρχεται να κακοποιήσει το δημόσιο χώρο. Η Θεσσαλονίκη ξυπνά και βρίσκεσαι μπροστά σε μια νέα πράξη κρατικής ασυδοσίας – καμιά διαβούλευση, κανένα (ολοκληρωμένο) σχέδιο, καμιά μελέτη- άλογη απόφαση και η καθαρή επιβολή της. Ξανά ο κατατρεγμένος χώρος της πόλης γίνεται περισσότερο ανοίκειος για τους/τις κατοίκους την ίδια ώρα που κανονικοποιείται το σκληρό σύνορο, τα νέα κάγκελα που μας κυκλώνουν και πρέπει να συνηθίσουμε.
Η αισθητική της φυλακής ταιριάζει με το γκλόπ του μπάτσου, που έχει «πάρει ξανά μπρος» απέναντι στα επικίνδυνα στοιχεία, τους υγειονομικούς, τις φοιτήτριες, τα εργαζόμενα άτομα. Ο αστικός χώρος που οραματίζεται η αλαζονική και παραπαίουσα – μεταξύ σκανδάλων και εγκλημάτων- κυβέρνηση της ΝΔ, είναι ένας κλειστός χώρος αποκλεισμού και εξαίρεσης. Οι πολλοί, οι κάτοικοι, οι νέες, οι φτωχοί είναι απειλή και απέναντι της πρέπει να προστατευθούν με σιδεριές και φυλάκια. Οι πολλοί πρέπει να αποκοπούν από το παρελθόν – να μάθουν ότι δεν τους ανήκει ούτε αυτό. Οι νέες να μάθουν ότι δεν χωράνε στο δημόσιο χώρο.
Πολλά έχει υποφέρει η Θεσσαλονίκη στα χέρια του (σημερινού) υπουργείου του Πολιτισμού με πιο πρόσφατη τη βίαιη απόσπαση των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου και πιο τραγελαφική την «αρχαία» σύνθεση στην Αγίας Σοφίας. Από το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης μέχρι τους φράχτες στη Ναυαρίνου το «αποφασίζουμε και διατάζουμε» δίνει τον τόνο στις υποθέσεις. Από τις Μυκήνες μέχρι την μακρόχρονη εκποίηση ελληνικών αρχαιοτήτων σε συλλογές του εξωτερικού μια ιστορία εγκατάλειψης με δόσεις από «μπίζνες» ξετυλίγεται. Ο πολιτισμός τους είναι περίκλειστος για την πλειονότητα των πολιτών- και ας ρημάζει σιωπηλά και σκηνικό για τις ελίτ όταν χρειάζεται/πληρώνεται.
Η πόλη όμως τελικά είναι ο πληθυντικός χώρος της κοινωνίας, της εργασίας, των πολλών. Και αυτοί πρέπει να απαντήσουν με πράξεις, ώστε το μεταλλικό τείχος στη Ναβαρίνου να πέσει! Όχι μόνο ως χειρονομία συμβολικής άρνησης στις περιφράξεις αλλά ως αναγκαίο μέτρο για να ανασάνει η γειτονιά και να κρατηθεί ενεργή η σύνδεση με την Ιστορία της πόλης. Κάτοικοι, δημοτικές κινήσεις, επιστημονικοί σύλλογοι, σωματεία πρέπει να εργαστούν συλλογικά σε αυτή την κατεύθυνση, να βγουν στη δημόσια σκηνή της πόλης!
*Ο Κωνσταντίνος Τσούτσης είναι Αρχιτέκτονας Μηχανικός, μέλος ΔΣ ΣΑΔΑΣ -ΠΕΑ