Σήμερα το απόγευμα ο απεργός πείνας Δημήτρης Κουφοντίνας, αρνήθηκε να του τοποθετηθεί νέος ορός ενυδάτωσης, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες της ιστοσελίδας eksegersi.gr αρκέστηκε σε ένα τράβηγμα του χεριού και ένα λιτό «τέλος», όταν οι γιατροί προσπάθησαν να του τοποθετήσουν το νέο ορό.
Στο ρεπορτάζ της ιστοσελίδας αναφέρεται πως οι γιατροί ζήτησαν από τη συνήγορό του να πάει στη Λαμία για να υπογράψει παρουσία της χαρτί ο απεργός πείνας, τη στιγμή που ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει τις αισθήσεις του, έχει πλήρη καταλογισμό και μπορεί να καταστήσει μόνος του σαφή τη βούλησή του στους γιατρούς.
Ο ορός που είχε χορηγηθεί στον Δ. Κουφοντίνα τις τελευταίες μέρες, υπήρξε μονόδρομος για την ενυδάτωση του οργανισμού του, καθώς αδυνατούσε να πιει νερό, κάτι που σε μεγάλο βαθμό μετατρέπει την απεργία πείνας και σε απεργία δίψας.
Μετά από 46 ολόκληρες μέρες, ο απεργός είναι σε τραγική κατάσταση με τις πιθανότητες για ομαλή έκβαση για την υγεία και τη ζωή του, να μειώνονται ώρα με την ώρα.
Παρέμβαση του Κώστα Γαβρά προς τον πρωθυπουργό
«Απευθύνω έκκληση στον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού, να τηρήσει την υποχρέωσή του στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και των νόμων και να διατάξει την επιστροφή του καταδικασμένου κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα στη φυλακή όπου εξέτιε την ποινή του, δηλαδή στις Φυλακές Κορυδαλλού» δήλωσε στην Εφημερίδα των Συντακτών ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, ενώ την ίδια στιγμή, ακόμα και λίγο πριν το -επιθυμητό όπως όλα δείχνουν για την κυβέρνηση- τέλος χιλιάδες είναι οι άνθρωποι του πολιτισμού, του πνεύματος και της εργασίας, τα σωματεία και οι οι φορείς, ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, που ζητούν να μην υπάρξει νεκρός απεργός πείνας και να εφαρμοστεί ο νόμος όπως ψηφίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση.
Ανάρτηση στο προσωπικό του ιστολόγιο με Ρίτσο
Την ίδια στιγμή, ο ίδιος, μέσω ανθρώπου που διαχειρίζεται το προσωπικό του ιστολόγιο, ανήρτησε το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Επιλογικό»:
«Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.»