Πέρασε λίγος, αλλά πυκνός χρόνος από το γεγονός που συνέβη στο καρναβάλι της Καστοριάς με τον τοπικό βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι σκέψεις και απόψεις που ακολουθούν αφορούν την αριστερή δημοκρατική προβληματική για την οποία τέτοια γεγονότα πάντα δίνουν αφορμή να αναπτύσσεται.
Απλά και όσο γίνεται περιληπτικά παρατηρούμε ότι μπορεί κανείς εξαρχής να οδηγηθεί σε δύο αντιθετικά μεταξύ τους δημοκρατικά επιχειρήματα όσον αφορά την ατομική αλλά και συλλογική – κομματική αποδοχή μιας τέτοιας συμπεριφοράς.
Α. Το πρώτο επιχείρημα, αυτό της μη αποδοχής, βασίζεται στην υποχρέωση του δρώντος να υπολογίζει και να σέβεται τα ιδεολογικά – κοσμοθεωρητικά πιστεύω κάθε μέρους της κοινωνίας, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό είναι μεγάλο ή/και πλειοψηφικό. Για τον δημοκράτη αριστερό, αυτός ο σεβασμός δεν μπορεί βέβαια να προέρχεται από μία θεμελιακή πραγματιστική πολιτικο-ιδεολογική αντίληψη. Απομένουν έτσι δύο αιτίες:
1. Απλώς μία ωφελιμίστικη μεθοδολογία αύξησης της εκλογικής πελατείας.
2. Μία βαθύτερη και «ανέκπτωτη» δημοκρατική πεποίθηση υπέρ της απαίτησης ενός πιστού να μη σατιρίζεται και προσβάλλεται η πίστη του ακόμη και με την έννοια απλής χρήσης στοιχείων της (σύμβολα, μυστήρια κ.λπ.) για την προσβολή όχι αυτής της ίδιας, αλλά μίας πολιτικής κατάστασης (Μνημόνιο), όπως και πραγματικά συνέβη στην περίπτωση αυτή.
Β. Το δεύτερο δημοκρατικό επιχείρημα που οδηγεί, αντίθετα, στην αποδοχή αυτής της συμπεριφοράς βασίζεται επίσης σε αυτό που θα ονομάζαμε ιδεώδες της γνήσιας δημοκρατίας-ελευθερίας. Είναι αυτό που επιτρέπει σε μία δημοκρατική κοινωνία την κριτική και τη σάτιρα -αν δεν ταυτίζεται κιόλας με αυτά- των πάντων εντός αυτής.
Είναι προφανές ότι εδώ η έννοια του προαναφερθέντος σεβασμού χάνει τη σημασία της, όταν μάλιστα ιδωθεί μέσα από τη συμβατική κοινωνική ανοχή που παρέχει η καρναβαλίστικη λαϊκή παράδοση σε τέτοιου είδους δρώμενα.
Μετά τη σύντομη αυτή αντιπαράθεση των αντιθετικών θέσεων μένει να εξετάσουμε προσεκτικότερα αν τελικά προκύπτουν διλημματικές καταστάσεις όσον αφορά την ατομική και κυρίως τη συλλογική στάση της Αριστεράς. Το δίλημμα βέβαια δεν ανάγεται στο ερώτημα περί του αναφαίρετου δικαιώματος κάποιου ανθρώπου να είναι, όπως έλεγε ο Μπ. Ράσσελ, «ή παπάς ή ζευγάς», αφού η κατάφαση εδώ είναι δεδομένη. Ούτε προφανώς ανάγεται στο οντολογικό – γνωσεολογικό επίπεδο περί ύπαρξης «ιερότητας», «μυστηρίων» ή «απόκρυφων» και «πνευματικών» οντοτήτων, όπου η φιλοσοφική-επιστημονική κοσμοθεωρητική αντίληψη της Αριστεράς είναι τελεσίδικα αποφατική.
Εξαρχής παρατηρούμε ότι πρέπει μάλλον να αποκλείσουμε την ωφελιμιστική αιτιολόγηση Α1, διότι από μόνη της ακυρώνει όλη τη Β και έτσι δεν τίθεται καν θέμα ύπαρξης διλήμματος μεταξύ των Α και Β. Απομένουν επομένως οι Α2 και η Β που ίσως μπορεί να συναρθρώνουν ένα τέτοιο δίλημμα. Αν εξετάσουμε την περίπτωση Α2, βλέπουμε ότι η δημοκρατική πεποίθηση του κρίνοντος δεν είναι και τόσο ανέκπτωτη, όπως τη χαρακτηρίσαμε, διότι αυτός αποδέχεται την ακύρωση της Β εκ μέρους του πιστού. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται «δημοκρατικώ δικαιώματι» η δυνατότητα σε όποιο θρησκευτικό, μυστικιστικό κ.λπ. δόγμα να τίθεται εκτός της κριτικής εντός της δημοκρατικής κοινωνίας και άρα να στέκεται παράλληλα ή και υπεράνω της δημοκρατίας ως ελευθερίας έκφρασης, κατά το νόημα της Β. Μόνο αν αποδεχθούμε αυτή τη δυνατότητα-εξαίρεση, μπορεί η σύμπλεξη των Α και Β να είναι διλημματική, αλλιώς είναι ψευδοδιλημματική.
Η λακωνική κεντρική – κομματική ανακοίνωση που έγινε με αφορμή το συμβάν, υιοθετώντας, έστω και με χαλαρά καταδικαστικό τρόπο, την εκδοχή Α, δυστυχώς δείχνει τουλάχιστον προβληματική και αβασάνιστη. Κρίνει, όπως γράφει, ως μη αποδεκτή τη συμπεριφορά «…που προσβάλλει τα ιερά μυστήρια οποιασδήποτε θρησκείας και συνακόλουθα τους πιστούς της». Οφείλουμε να παρατηρήσουμε τη σημασιολογική χαλαρότητα χρήσης των εννοιών, όπως π.χ. αυτή του «προσβάλλω», η οποία ενέχει ισχυρά τη συνυποδηλωτική σημασία του «επιτίθεμαι». Κυρίως όμως είναι η σχεδόν ταυτολογική μεταφορά της προσβολής από την έννοια της θρησκείας, πίστης -και δη των ιερών μυστηρίων- στον πιστό άνθρωπο. Κοινότοπα, οφείλουμε να επισημάνουμε τη μέγιστη οντολογική διαφορά των δύο σημαινόμενων. Το περιεχόμενο του ανθρώπου που ενεργοποιεί τη σκέψη και τη δράση του μέσα στη ζωή είναι πολύ πλούσιο, για να μπορεί το κάθε θρησκευτικό δόγμα, μυστικισμός ή άλλη παρόμοια ιδεολογική σκευή πάντα και όλο να το χειραγωγεί. Αυτό αποτελούσε άλλωστε ανά τους αιώνες (τουλάχιστον από την εποχή των Ιώνων φιλοσόφων) το πεδίο επίδρασης κάθε κριτικής, απελευθερωτικής και προοδευτικής σκέψης.
Περιπτώσεις σαν αυτή που εξετάσαμε εδώ ουσιαστικά αναδεικνύουν τις βασικές ενυπάρχουσες εντάσεις που λειτουργούν περισσότερο στην ανανεωτική Αριστερά, εντάσεις που υπάρχουν δυνάμει στο εγχείρημα αυτό και υποδηλώνονται στους ευαγγελισμούς οι οποίοι εκφράζονται συχνά ως «σοσιαλισμός με δημοκρατία», «δημοκρατικός κομμουνισμός» κ.ά. Θεωρούμε, π.χ., ότι ο σεβασμός της άποψης του ένθεου μαρξιστή Τ. Ίγκλετον ότι «υπό το πρίσμα της χριστιανικής πίστης ο όρος «αθεϊστικός ανθρωπισμός» δεν είναι τόσο λανθασμένος όσο οξύμωρος, αφού σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει εντελής ανθρωπιά χωρίς Θεό», δεν σημαίνει και την αποδοχή της μη ύπαρξης «αθεϊστικού ανθρωπισμού». Αποτελεί ευχής έργο (έργο αισιόδοξο, αλλά όχι εύκολο) και ευτυχή εξέλιξη -με την όποια συνδρομή της διαλεκτικής αντιθέσεων και εντάσεων- για μία γόνιμη και όχι φθοροποιό συνύπαρξη με αυτές.
Αναδημοσίευση από την Αυγή.