Το καλοκαίρι του 2021, εκτός από τις μαύρες ειδήσεις της πανδημίας, έφερε στο προσκήνιο μια άλλη αναπτυσσόμενη «ασθένεια», την κλιματική κρίση. Η είδηση ερχόταν από την Βόρεια Ελλάδα και τις μυδοκαλλιέργειες καθώς η υπερθέρμανση στα νερά του Θερμαϊκού κόλπου κατέστρεψε τη μισή παραγωγή των μυδιών αλλά και του γόνου, δηλαδή την παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Οι μυδοκαλλιεργητές έβλεπαν τότε κάτι που τα επόμενα χρόνια θα γινόταν πιο άμεσα ορατό και σε άλλους κλάδους, την κλιματική αλλαγή στη ζωή τους και στις καλλιέργειες. «Είμαστε οι πρώτοι που βιώσαμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Κώστας Βερβίτης, τότε πρόεδρος του οστρακοαλιευτικού συλλόγου «Ποσειδών» του Δήμου Δέλτα, της περιοχής που καλλιεργείται το 90% των μυδιών της χώρας. Δυστυχώς, από εκείνη την χρονιά τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί και οι λύσεις που προτείνονται βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα, με τους μυδοκαλλιεργητές να νιώθουν συχνά εγκαταλελειμμένοι.
«Η μυδοκαλλιέργεια στον Θερμαϊκό κόλπο, και στην Ελλάδα γενικότερα, ξεκίνησε εδώ και περίπου 40 με 50 χρόνια, τη δεκαετία του ’80 δειλά δειλά και κυρίως τη δεκαετία του ’90. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 έφτασε στο ζενίθ της, δημιουργώντας μια καλή μορφή πρωτογενούς παραγωγής αλλά και αποκέντρωσης, γιατί αφορά την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (Κύμινα, Μάλγαρα, Χαλάστρα, Κλειδί Ημαθίας και Κίτρος Πιερίας). Υπάρχουν και μερικές μονάδες στο Στρυμονικό, μεταξύ Χαλκιδικής και Καβάλας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αφορά τις περιοχές του Θερμαϊκού κόλπου» αναφέρει ο Ιωάννης Γιάντσης, επίκουρος καθηγητής στο εργαστήριο Αλιείας του τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ μιλώντας στο Alterthess.

Αθροίζοντας καταστροφές
Στα Κύμινα, σε ένα από τα σκάφη των μυδοκαλλιεργητών, μας περίμενε ο Κ. Βερβίτης. Διανύσαμε μια τεράστια έκταση ορυζώνων μέχρι να φτάσουμε στις εκβολές του Αξιού ποταμού, σε ένα τοπίο εντυπωσιακό όσον αφορά την μορφολογία του. Ο Μάιος σηματοδοτεί την αρχή της καλλιέργειας, όπου οι μυδοκαλλιεργητές βάζουν τα μύδια στα κρυστάλλια, αναμένοντας την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάπτυξής τους το καλοκαίρι. Ο κ. Βερβίτης δεν ήταν αισιόδοξος και πώς να είναι αθροίζοντας απανωτές καταστροφές;
«Ξεκινάμε μετά από μια πολύ μεγάλη καταστροφή πέρυσι, το καλοκαίρι του 2024, που είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση όλου του γόνου, αλλά και κάποιου ποσοστού των μυδιών που υπήρχαν για να πωληθούν. Οι καλλιεργητές αυτή τη στιγμή είναι σε δεινή θέση γιατί δεν έχει δοθεί κάποια αποζημίωση από το κράτος, ούτε κάποια βοήθεια κι όλοι προσπαθούν μόνοι τους να αντεπεξέλθουν σε όλη αυτή τη ζημία που έχουν υποστεί τα προηγούμενα χρόνια» αναφέρει ο Κ. Βερβίτης, τονίζοντας πόσο συνδεδεμένη είναι με τον τόπο η μυδοκαλλιέργεια. Στα Κύμινα μόνο υπήρχαν 60 μονάδες με το σύστημα longline και παλαιότερα ήταν η βασική ασχολία πολλών οικογενειών. Στην Κεντρική Μακεδονία, οι εν ενεργεία μονάδες υπολογίζονταν στις 200, με τις περισσότερες να αφορούν οικογενειακές επιχειρήσεις. Με το πέρασμα του χρόνου και λόγω των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί, πολλοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα. «Παραγωγοί δεν έχουν μύδια να πουλήσουν, οικογένειες έχουν μείνει χωρίς εργασία, με αποτέλεσμα και το εργατικό δυναμικό που απασχολούσαν να έχει μείνει έναν ολόκληρο χειμώνα χωρίς δουλειά» εξηγεί ο κ. Βερβίτης, δείχνοντας μας τα άδεια πλέον από μυδοκαλλιεργητές σκάφη.
Δείτε το βίντεο: Γιατί πεθαίνουν τα μύδια στον Θερμαϊκό κόλπο;
Τα μύδια είναι βασικό εξαγώγιμο προϊόν και η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση όσον αφορά τις ποσότητες παραγωγής ετησίως. Την περίοδο του Covid, λόγω και των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα, ήρθε το πρώτο πλήγμα για τους μυδοκαλλιεργητές που δεν κατάφεραν να εξάγουν νωρίς, με αποτέλεσμα οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν στον Θερμαϊκό να οδηγήσουν για πρώτη φορά σε μαζική θνησιμότητα. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες χρονιές με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2024, όπου λόγω των ξαφνικών θαλάσσιων καυσώνων τα ποσοστά θνησιμότητας άγγιξαν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής.
Οι θαλάσσιοι καύσωνες σκοτώνουν τα μύδια
Πώς αναπτύσσεται η μυδοκαλλιέργεια μας εξηγεί πιο αναλυτικά ο Ιωάννης Γιάντσης, εμβαθύνοντας λίγο περισσότερο στο πρόβλημα. «Πάνω στα βαρέλια που συνήθως βλέπουμε να επιπλέουν στη θάλασσα δημιουργείται το σύστημα longline, δηλαδή το σύστημα μακράς γραμμής όπου ζούνε τα μύδια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, από τη στιγμή που θα συλλεχθούν μέχρι να φτάσουν στο εμπορικό μέγεθος. Τρέφονται ως διηθηματοφάγοι οργανισμοί, φιλτράρουν το θαλασσινό νερό και κατακρατούν φυτοπλαγκτόν, ζωοπλαγκτόν, οργανική ουσία διαλυμένη, οτιδήποτε άλλο μικρό οργανισμό. Έτσι, επιλέγουν τα πλούσια σε οργανική ουσία νερά, όπως είναι και η περίπτωση των εκβολών του Αξιού, από τα τέσσερα ποτάμια που εκβάλλουν εκεί φέρνοντας μαζί τους οργανική ύλη». Όπως συνεχίζει, η μυδοκαλλιέργεια έχει μηδενικά έξοδα διατροφής καθώς τα μύδια τρέφονται από το θαλασσινό νερό, δεν συνιστούν κάποια μορφή περιβαλλοντικής ρύπανσης γιατί ζουν στο φυσικό τους περιβάλλον, δεν απαιτούν χρήσεις γης, καθώς βρίσκονται ούτως ή άλλως στη θάλασσα. Φυσικά είναι ευαίσθητα στη ρύπανση καθώς κατακρατούν ό,τι υπάρχει στο νερό.
«Σε αντίθεση με τους άγριους πληθυσμούς μυδιών, που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, σε βράχους κτλ και έχουν το πλεονέκτημα να βγαίνουν και εκτός νερού λόγω του φαινομένου της άμπωτης και της παραλίας, τα μύδια των μυδοκαλλιεργητών έρχονται αντιμέτωπα με τις υψηλές θερμοκρασίες 24 ώρες το 24ωρο» αναφέρει ο καθηγητής, δηλώνοντας ότι το καλοκαίρι του 2024 καταγράφηκαν θερμοκρασίες άνω των 30 βαθμών κελσίου σε περίπου 1,5 μέτρα από την επιφάνεια για περίπου 10 μέρες. Πρόκειται για θερμοκρασίες πολύ υψηλότερες των αντοχών των μυδιών που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αντέχουν μέχρι τους 27 βαθμούς κελσίου. «Το θερμικό και το οξειδωτικό στρες που δημιουργείται στα μύδια προκαλούν και τα φαινόμενα θνησιμότητας» συμπληρώνει. Το αποτύπωμα της συνθήκης αυτής είναι τεράστιο στην παραγωγή, η οποία πριν από 20 χρόνια είχε πλησιάσει τους 40 χιλ. τόνους και σήμερα μπορεί να περιορίζεται στους 20-25 χιλ. τόνους. Μάλιστα κάποιες μονάδες μυδοκαλλιέργειας εκτιμάται ότι έχασαν το σύνολο της παραγωγής.
Η κλιματική κρίση μετέτρεψε σε hot spot τον Θερμαϊκό κόλπο
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (εργαστήριο Θαλάσσιας Τεχνικής και Θαλασσίων Έργων – Α.Π.Θ. ) αλλά και φορείς, όπως το ΕΛΚΕΘΕ, μελετούν την κατάσταση του Θερμαϊκού κόλπου, ήδη από τη δεκαετία του ‘80. Ανθρωπογενείς δραστηριότητες στο παράκτιο χώρο του κόλπου (βιομηχανική δραστηριότητα, γεωργία, κτηνοτροφία, λύματα) σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή αύξησαν σταδιακά τις πιέσεις που ασκούνται στον κόλπο.
Στην τελευταία τους έρευνα οι Γ. Κρεστενίτης, Γ. Ανδρουλιδάκης, Χ. Μακρής, Κ. Κομπιάδου κ.ά, διαπίστωσαν τη δραματική άνοδο της θερμοκρασίας τα τελευταία 50 χρόνια που επέφερε σημαντικές επιπτώσεις σε θαλάσσια είδη και υδατοκαλλιέργειες.
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, μιλώντας στο Alterthess, περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Ο βασικός τρόπος με τον οποίο παρατηρούμε την κατάσταση είναι, κυρίως, οι θερμικές αλλαγές του νερού του Θερμαϊκού κόλπου. Έχει παρατηρηθεί μια αύξηση γύρω στο μισό βαθμό ανά δεκαετία για την περιοχή του κόλπου, η οποία είναι λίγο παραπάνω από το μέσο όρο της Μεσογείου. Αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας, που δεν περιορίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας αλλά μπορεί να εντοπιστεί σε όλο το βάθος της στήλης του νερού, επηρεάζει όλο το οικοσύστημα και τους οργανισμούς που είναι πιο ευαίσθητοι σε τέτοιου είδους αλλαγές και επίπεδα θερμοκρασίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, τα τελευταία 34 χρόνια έχουν εντοπιστεί θερμοκρασίες και πάνω από 30 βαθμούς Κελσίου. Αυτοί οι λεγόμενοι θαλάσσιοι καύσωνες είναι και πιο συχνοί και μεγαλύτερης διάρκειας απ’ ότι μπορεί να εμφανίζονταν παλαιότερα. Έτσι, αν συνδυάσει κανείς, όπως λέει, τη διάσταση της κλιματικής κρίσης στη θάλασσα με την ανθρωπογενή δραστηριότητα, η οποία μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα π.χ. ευτροφισμού, λόγω των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων, κατανοεί γιατί η κατάσταση γίνεται ολοένα χειρότερη. «Αυτό που έχουμε παρατηρήσει είναι ότι η αύξηση της θερμοκρασίας και η συχνότητα των θαλάσσιων καυσώνων στον Θερμαϊκό είναι πιο έντονη απ’ ότι σε άλλες περιοχές του Αιγαίου και με αυτήν την έννοια μπορούμε να τον ορίσουμε ως hot spot. Από εκεί πέρα η έννοια αυτή συνδέεται και με τις επιπτώσεις στους μυδοκαλλιεργητές που ξέρουμε ότι είναι από τις σημαντικότερες καλλιέργειες στον κόλπο».
Στο διάγραμμα βλέπουμε την ένταση των θαλάσσιων καυσώνων Ιανουάριος-Αύγουστος 2024 που συνυπολογίζει τη θερμοκρασία και τις μέρες διάρκειας τους (Πηγή: Journal of Marine Science and Engineering)
Το πανεπιστήμιο έχει σημάνει κίνδυνο, δεν υπάρχουν, όμως, αυτιά να το ακούσουν
Μπορεί άραγε να αναστραφεί η κατάσταση; Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης εξαρτάται από στρατηγικές που θα πρέπει να ακολουθηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, η συστηματική παρακολούθηση των διαφόρων παραγόντων και παραμέτρων που αφορούν το φαινόμενο στον Θερμαϊκό κόλπο είναι κάτι που θα βοηθούσε στη λήψη αποφάσεων και εφαρμογή διαφορετικών πολιτικών. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδεικνύει και η έκθεση και βεβαιώνει και ο Γ. Ανδρουλιδάκης, δεν υπάρχει ούτε συστηματική παρακολούθηση του Θερμαϊκού κόλπου τα τελευταία χρόνια, ούτε καν φορέας που θα μπορούσε να επιβλέψει ολιστικά τα προβλήματα του για να προτείνει και τις κατάλληλες λύσεις. «Αντιλαμβάνεστε ότι μια μη υγιής θάλασσα, επηρεάζει όλους σχεδόν τους οργανισμούς και ολόκληρο το οικοσύστημα, κάτι που επηρεάζει με τη σειρά του, όχι μόνο οικονομικά την περιοχή, όπως βλέπουμε με το παράδειγμα των μυδοκαλλιεργειών, αλλά και άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (δημόσια υγεία, τουρισμός)». Και σε αυτήν την περίπτωση, η παρέμβαση της Πολιτείας έρχεται πολύ αργότερα από την εμφάνιση του προβλήματος, και όπως τονίζει και ο ίδιος, δεν συνδέεται με πολιτικές πρόληψης. «Το να δοθούν αποζημιώσεις στους μυδοκαλλιεργητές είναι σημαντικό, αλλά δε φτάνει για να λύσεις το πρόβλημα, τη στιγμή που δεν γνωρίζεις, ούτε ενδιαφέρεσαι να μάθεις με έναν τρόπο πιο ολιστικό για το τι συμβαίνει και χρησιμοποιώντας έρευνες και δεδομένα να χαράξεις συγκεκριμένες πολιτικές» τονίζει.

Τα προβλήματα που έχει επιφέρει η κλιματική κρίση στη μυδοκαλλιέργεια αποτελούν βασικό αντικείμενο μελέτης του Εργαστηρίου Αλιείας του ΑΠΘ. Επιστήμονες από κοινού με μυδοκαλλιεργητές αναζητούν λύσεις προσπαθώντας να αναστρέψουν, έστω μερικώς, τη θλιβερή κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Κάποιες από τις λύσεις που ερευνώνται είναι η μεταφορά μονάδων μυδιών σε περιοχές με χαμηλότερες θερμοκρασίες (Θράκη, Κεντρική Ελλάδα, Ήπειρο). Ωστόσο, μια συνολική απομάκρυνση της μυδοκαλλιέργειας από την πλούσια σε οργανική ύλη περιοχή του Αξιού δεν θεωρείται δόκιμη, καθώς, όπως επισημαίνει ο κ. Γιάντσης «ακόμη και αν είχαμε μικρότερες θνησιμότητες, εν τέλει θα είχαμε μικρότερη παραγωγή».
Έτσι, ένα από τα ερευνητικά προγράμματα που βρίσκεται σε εξέλιξη επικεντρώνεται σε μεθόδους πρόληψης της απώλειας παραγωγής. «Με τη βοήθεια της χρήσης αισθητήρων και παρακολούθησης της κατάστασης του νερού (οξυγόνο, θερμοκρασία, ph, χλωροφύλλη) επιχειρούμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα που να συνδέει τη φυσιολογία των μυδιών με κάποιους φυσικούς μοριακούς δείκτες και να χτυπάει ένα καμπανάκι όταν επίκειται θνησιμότητα λόγω καυσώνων. Κάποιοι καλλιεργητές, αν είναι εφικτό, μπορούν να επισπεύσουν τη συγκομιδή και τη πώληση, άλλοι να επιλέξουν να βγάλουν τα μύδια από το νερό για μερικές μέρες» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αυτή η λύση, ωστόσο, δεν μπορεί να εξυπηρετήσει την πλειονότητα των παραγωγών.
«Εμείς στοχεύουμε μέσω ενός ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, να φτιάξουμε έναν οστρακογεννητικό σταθμό, δηλαδή να αναπτύξουμε κάποιες μεθόδους τεχνητής αναπαραγωγής μυδιών, επιλέγοντας πιο ανθεκτικούς γονότυπους, τις οποίες μετά να δώσουμε στην πολιτεία για να κάνει κάτι σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα». Οι μέθοδοι αυτές συνίστανται στο εξής και δεν σχετίζονται με γενετική τροποποίηση: «Αυτό που βρήκαμε μέσω ενός διδακτορικού που ολοκληρώθηκε πρόσφατα είναι ότι μέσα σε εκατομμύρια μύδια κάποιοι γονότυποι που έχουν εξελιχθεί μέσω φυσικής επιλογής προσφέρουν ανθεκτικότητα στα μύδια για τις υψηλές θερμοκρασίες. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει στοχευμένα με την βοήθεια της γενετικής βελτίωσης, έτσι ώστε να καλλιεργήσουμε πιο ανθεκτικούς πληθυσμούς που να ανταπεξέρχονται καλύτερα στα φαινόμενα υψηλής θερμοκρασίας και λιγότερου διαθέσιμου οξυγόνου».
Και ενώ στο ΑΠΘ δημιουργείται ένας εντελώς εξειδικευμένος χώρος που να αναπτύσσει μεθόδους τεχνητής αναπαραγωγής, η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει -σε αντίθεση με όλη την Ευρώπη- στη δημιουργία δημόσιων οστρακογεννητικών σταθμών που να λειτουργούν προς όφελος των παραγωγών.
«Δεν είναι κάτι μακρινό, δεν είναι κάτι εξωπραγματικό, γιατί μπορώ να σας πω ότι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί η υδατοκαλλιέργεια πέστροφας. Στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν τρεις κρατικοί ιχθυογεννητικοί σταθμοί. Αυτό θα βοηθούσε τους καλλιεργητές, θα τους έδινε τον γόνο των οστρακοειδών για να συνεχίσουν μόνοι τους την αναπαραγωγή, αλλά θα οδηγούσε και στην ανάπτυξη άλλων μορφών οστρακοκαλλιέργειας που θα έδινε και ένα πολύ καλό οικονομικό κίνητρο σε πολλούς παραγωγούς και θα βοηθούσε στην αποκέντρωση και θα λειτουργούσε πολύ ευνοϊκά για τον κλάδο. Δυστυχώς αυτό λείπει ακόμα, αλλά πιστεύω και ελπίζω να γίνει στο μέλλον» συμπληρώνει ο Ιωάννης Γιάντσης.
Στο ερώτημα τι έκαναν τα αρμόδια Υπουργεία για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, η απάντηση ήταν ακόμη πιο αποκαρδιωτική: «Είναι ευθύνη της Πολιτείας να δώσει βάρος στη μυδοκαλλιέργεια, μέχρι τώρα ήταν κάτι εντελώς άγνωστο. Δηλαδή όταν μιλούσα με στελέχη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, μου έλεγαν ότι δεν γνώριζαν. Δεν γνώριζαν ότι έχουμε ένα προϊόν που καλλιεργείται στις περιοχές αυτές και εξάγεται κατά 90%, ούτε ότι οι κλάδοι της μυδοκαλλιέργειας και της οστρακοκαλλιέργειας σε μια χώρα με αυτή την τοπογραφία και τη βιοποικιλότητα, έχουν προοπτική. Οπότε αν υπάρχει μια ευθύνη της Πολιτείας, λοιπόν, εγώ θα την εστίαζα εκεί: ότι δεν γνωρίζει το κομμάτι αυτό της πρωτογενούς παραγωγής, το οποίο δεν το γνωρίζουμε γενικά και οι περισσότεροι ίσως, αλλά θα έπρεπε να το γνωρίζουμε».
Για τον κ. Βερβίτη τα πράγματα είναι πλέον οριακά στο σήμερα ενώ οι σκέψεις για το πώς τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν, αν τελικά αλλάζουν, αφορά κάτι πολύ μελλοντικό. Για τον ίδιο, πρέπει να ενισχυθούν οι παραγωγοί που έχασαν το εισόδημά τους το 2025, για να μπορέσουν να δουλέψουν ξανά για το 2026. Διαφορετικά, όπως λέει, οι περισσότεροι θα εγκαταλείψουν τη δουλειά τους.
Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Η παρατεταμένη ζέστη χτυπά και την κτηνοτροφία-Τα βουβάλια της Κερκίνης χρειάζονται νερό και δροσιά
Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας