Ernst Bloch, Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό. Για τη θρησκεία της Εξόδου και της Βασιλείας (μτφρ.: Πέτρος Γιατζάκης), Άρτος Ζωής 2019, σσ. 587
Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 10, 34-36
Διχαστικός, βίαιος, αντιπατριάρχης: αυτόν τον Ιησού (δεν) γιορτάζουμε αυτές τις μέρες μέσα και έξω από τις εκκλησίες – έστω με αποστάσεις και διπλές μάσκες. Διχαστικό, εχθρό της οικογένειας και της κοινωνικής τάξης μάς τον δείχνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Αλλά κι ο Ιωάννης δεν πάει πίσω:
Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους, καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (2, 13-16).
Κοινώς: μαζέψτε τα και φύγετε – όπου κατοικεί το ιερό, δεν χωράει η κερδοσκοπία.
Μολονότι πιο απόμακρη, η Παλαιά Διαθήκη δεν υπολείπεται: «Η Έξοδος», διαβάζαμε πέρσι τέτοιον καιρό τον Μάικλ Γουόλζερ, «γίνεται κατανοητή με πολιτικούς όρους, ως απελευθέρωση και επανάσταση […] Οι άντρες και οι γυναίκες που φθάνουν στη Χαναάν είναι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, άλλοι από τους άντρες και τις γυναίκες που έφυγαν από την Αίγυπτο» (Έξοδος και Επανάσταση, μτφρ.: Βαγγέλης Καργούδης, Άρτος Ζωής 2015, σ. 23).
Ειρήνη στα καλύβια, πόλεμος στα παλάτια
Με τα λόγια, τώρα, του Γερμανοεβραίου μαρξιστή Ερνστ Μπλοχ (1885-1977), φίλου του Λούκατς, του Μπένγιαμιν, του Μπρεχτ, του Κουρτ Βάιλ:
υπάρχει μονάχα εδώ (στη Βίβλο, δηλαδή), η έκκληση για εξέγερση. Πόλεμος στα παλάτια, ειρήνη στα καλύβια, εξέγερση ενάντια στον στολισμό των βωμών, ενώ ο φτωχός υποφέρει από αβάσταχτη και πικρή πείνα (σ. 26).
Τι σχέση έχει με αυτά ο εξημερωμένος Ιησούς – ο ακίνδυνος κήρυκας της υπομονής και της σταυρικής θυσίας πάνω στο γαϊδουράκι, όπως τον θέλει ο επίσημος χριστιανισμός; Από αυτή την αφετηρία γράφει το 1973 ο Μπλοχ τον Αθεϊσμό. Και ότι πρόκειται για πολεμική, το λέει η προμετωπίδα που επιλέγει – τα λόγια του Ιερού Αυγουστίνου: «Το καλύτερο στη θρησκεία είναι ότι γεννάει αιρετικούς. Μόνο ένας άθεος μπορεί να είναι ένας καλός χριστιανός, μόνο ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας καλός άθεος».
Πολεμική με δύο αντιπάλους
Ας προσέξουμε, όμως: το απαιτητικό βιβλίο του Μπλοχ είναι πολεμική με δύο αντιπάλους: Ο πρώτος είναι, βεβαίως, ο χριστιανισμός «όπως τον παρασκεύασαν οι λύκοι για τα πρόβατα, για να παραμείνουν δηλαδή τα πρόβατα για πάντα πρόβατα» (σ. 275). Είναι ο θεοκρατικός, εξουσιαστικός χριστιανισμός: αυτός που πήγε τους αιρετικούς και τις μάγισσες στη φωτιά, ο ίδιος που με τον Λούθηρο έσφαξε τους εξεγερμένους Γερμανούς χωρικούς, που το 1525 αποκεφάλισε τον θεολόγο Τόμας Μύντσερ – και που, αργότερα, θα έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους άθεους, ανάλογα από πού προέρχονταν: πλήρης ανοχή στον ναζιστικό παγανισμό, μετωπική σύγκρουση με τους άθεους κομμουνιστές.
Οι ρίζες αυτής της θεοκρατίας, δείχνει ο Μπλοχ, πάνε πίσω στον εβραϊκό κόσμο και στα χρόνια του Έσδρα, αγαπημένου νομομαθούς της ραββινικής ορθοδοξίας, που επιμελήθηκε την έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης γύρω στα 450 π.Χ.:
Μόλις την εποχή του Έσδρα και του Νεεμία έγινε η απόπειρα να τεθεί το κείμενο της Βίβλου υπό την αιγίδα ενός απολύτως θεοκρατικού κοινού παρονομαστή. Η προσπάθεια αυτή ανελήφθη ενάντια σε κάθε προφητική Έξοδο από τη θεοκρατία του Φαραώ, ακόμα και ενάντια στη νέα αντιθεοκρατική αντίληψη για τον Γιαχβέ. Εδώ εξοβελίστηκε πλέον τελεσίδικα ο γογγυσμός των τέκνων του Ισραήλ από το επίσημο κείμενο της Βίβλου. Παρεμβλήθηκε, αντί του γογγυσμού, ένα πλεόνασμα […] ιδεολογίας του εξιλασμού και μια δουλοπρεπέστατη μεγέθυσνη της θείας υπερβατικότητας (σ. 158).
Ο Μπλοχ, όμως, δεν μένει στη δουλοπρέπεια του χριστιανισμού «από τα πάνω». Στρέφεται, εξίσου βίαια, προς τον «χυδαιομαρξιστικό τρόπο» (σ. 22), τους «χυδαίους ματεριαλιστές» (σ. 138), τον «χύδην μαρξισμό (σ. 144): «Οι χυδαιομαρξιστές», γράφει κάπου, «ας μείνουν στο περιθώριο» (σ. 582). Γιατί αυτή η εναντίωση;
Ο ίδιος μας ξαναδιαβάζει το απόσπασμα του Μαρξ για το περίφημο «όπιο του λαού» από την Εισαγωγή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου: εκεί, θυμίζει, ο Μαρξ είναι πολύ πιο ουσιαστικός από το να καταδικάζει απλά τους πιστούς ως …οπιομανείς: «Η θρησκευτική εξαθλίωση», λέει ο Μαρξ, «είναι αφενός η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και αφετέρου η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η ψυχή ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα διόλου πνευματικών καταστάσεων» (σ. 138 στο βιβλίο του Μπλοχ). Χριστιανισμός δεν σημαίνει μόνο συμμόρφωση, αλλά και διαμαρτυρία· ειδάλλως ο καλύτερος πιστός θα ήταν ένας σκύλος.
Πράγματι: Ο χριστιανισμός «έγινε κρατική θρησκεία χωρίς να είναι απολύτως κατάλληλος για αυτό [άρα] νομιμοποιούνταν ή τουλάχιστον εξηγούνταν έτσι η άνιση κατανομή των γήινων αγαθών και η δίκαιη κατανομή των υπερφυσικών αγαθών» (σ. 50). Όμως, η πίστη στο Μεσσία καταργήθηκε «από τα δεξιά» – και η κατάργηση της χριστιανικής μεσσιανικής εσχατολογίας δεν μας πήγε κάπου καλύτερα:
Όταν το δίκαιο του ισχυρότερου μαζί με τη φυσική επιλογή των καλύτερων πήρε τη θέση του κηρύγματος της αγάπης, τότε φάνηκε ξεκάθαρα ότι δεν είναι πάντα η κατάργηση της Βίβλου Διαφωτισμός (σ. 50).
Εξίσου μη διαφωτιστικός είναι και ο χυδαίος υλισμός, που καταντάει μηδενισμός:
Οι πρώτοι καρποί στους οποίους αναγνωρίζουμε σήμερα, όπως και πάντοτε, το Ευαγγέλιο, την καλή αγγελία, είναι η είδηση μιας πραγματικής, όχι υποκριτικής κοινωνικής επαναστατικής μεταστροφής· δεν είναι καν αναγκαίο ο φορέας της επαναστατικής μεταβολής, το δέντρο που τη φέρει, να βρίσκεται στο παραδοσιακό θρησκευτικό έδαφος. Βρίσκεται στο έδαφος του αρνητή, στον αθεϊσμό, στο υποκείμενο που έχει απαλλαγεί και από τον καρπό της υπερβατικότητας. Το νέο δέντρο, όμως, που αναφέραμε δεν είναι υποχρεωμένο να στέκεται στο έδαφος της κοινοτοπίας και της ευτέλειας […] στο έδαφος του μηδενισμού αντί για το χώμα της υπερβατικότητας (σ. 518-9).
Δεν είναι ίδια όλα τα παραμύθια
Ασφαλώς, η Βίβλος ξεχειλίζει από μύθους. Όμως τα παραμύθια δεν είναι όλα ίδια: «δεν μας είναι όλα το ίδιο ξένα και απόμακρα» (σ. 88). Αντίθετα, λέει ο Μπλοχ, «πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ του δεσποτικού στοιχείου που συμβολίζεται από τους γίγαντες και του επαναστατικού ενάντια στα παλάτια στοιχείου, μέσα στον μύθο» (σ. 90). Στην περίπτωση της Βίβλου, «υπάρχουν δύο Γραφές: μία για τον λαό και μία ενάντια στο λαό» (σ. 176). Ας μην πάμε μακριά: ο Προμηθέας ήταν κι αυτός μυθικό πρόσωπο – αλλά, παίρνοντας τη φωτιά από την αποκλειστική νομή των θεών, έγινε για τον Μαρξ «ο ευγενέστερος άγιος στο φιλοσοφικό ημερολόγιο».
Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια – αλλά, τουλάχιστον, δεν είναι όλα ψέματα. Ο Μπρεχτ, «που απεχθανόταν έως εμέτου τον παπαδίστικο σκοταδισμό του ιερατείου», απαντούσε πως το αγαπημένο του ανάγνωσμα «θα γελάσετε, είναι η Βίβλος”» (σ .24). Ακόμα και ο Κάουτσκι, πιο φανατικός κατά της πίστης από τον Λένιν (βλ. «Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία», 26.5.1909 https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1909/05/26/religion.htm), δεν παρέλειπε να πως «το ταξικό μίσος του σύγχρονου προλεταριάτου δεν κατάφερε ποτέ να λάβει τόσο φανατικές μορφές όσο το μίσος του χριστιανικού προλεταριάτου» (σ. 276-7).
Όπως η κρατικοποίηση του κομμουνισμού δεν μας έκανε αντικομμουνιστές…
Ο Μπλοχ επιχειρεί να διασώσει μια χριστιανική παράδοση που θέλησε να σβήσει η κρατικοποίηση του χριστιανισμού – όπως ακριβώς συνέβη, δηλαδή, με την πρόσδεση του μαρξισμού στις επιδιώξεις των φρικαλέων καθεστώτων του «υπαρκτού». «Η φαρισαϊκή ψαλμωδία», εξηγεί ο Μπλοχ, «συνδέεται πολύ εύκολα με το πιο συμβατικό από όλα τα στηρίγματα, με τις εντολές δηλαδή και τις προδιαγραφές: Είναι γραμμένο στη Βίβλο… Ή: Το Κόμμα έχει πάντα δίκιο» (σ. 512).
Ας έχουμε κατά νου ποιος γράφει: το 1936 ο Μπλοχ δικαιολόγησε τις Δίκες της Μόσχας και τα στρατόπεδα – αλλά το 1961, όταν χτιζόταν το Τείχος του Βερολίνου, παράτησε την έδρα του στη Λειψία της Ανατολικής Γερμανίας, γράφοντας στην Ακαδημία Επιστημών:
Στα πρώτα χρόνια της πανεπιστημιακής μου δραστηριότητας απολάμβανα ανεμπόδιστα την ελευθερία του προφορικού και γραπτού λόγου και της διδασκαλίας. Τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση άλλαξε άρδην. Ωθήθηκα στην απομόνωση, δεν είχα καμία δυνατότητα διδασκαλίας, η επαφή μου με τους φοιτητές διακόπηκε, οι καλύτεροι μαθητές μου υφίσταντο καταδίωξη και κολασμό, η δυνατότητα επίδρασης μέσω δημοσιεύσεων απαγορεύθηκε, δεν μπορούσα να δημοσιεύσω σε κανένα περιοδικό και ο εκδοτικός οίκος Ανοικοδόμηση στο Βερολίνο δεν ανταπεξήλθε στις συμβολαιακές του υποχρεώσεις όσον αφορά τα έργα μου. Προέκυψε έτσι η τάση να με θάψουν στη σιγή1.
Αντί να θαφτεί, ο Μπλοχ έμεινε γνωστός ως ο φιλόσοφος της ουτοπίας και της έλλογης ελπίδας – της μεσσιανικής διάσωσης του κόσμου μέσα από τον ίδιο τον κόσμο. Ο Άρτος Ζωής, όπως νωρίτερα ο Έρασμος και το ΚΨΜ, φρόντισαν αυτή η φωτεινή γραφή να φτάσει και σ’ εμάς – σε μέρες που χρειαζόμαστε την ελπίδα. Τους οφείλουμε ευχαριστίες.
Καλό Πάσχα!
1 «Ερνστ Μπλοχ. Στοιχεία βιογραφίας», Ουτοπία, τ. 59 (Μάρτιος-Απρίλιος 2004). Διαθέσιμο εδώ: http://pandemos.panteion.gr/getfile.php?uri=http://localhost:8080/fedora/objects/iid:3577/datastreams/PDF1/content&mimetype=application%2Fpdf&filename=bloch_viografia_OYTOPIA_59.pdf
One Ping
Pingback:ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΕΛΠΙΣΤΕΙ Η ΕΛΠΙΔΑ; – Bouquiniste