H δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Αλεχάντρο Λάντες (“Πορφίριο”, 2011) μας φέρνει αντιμέτωπους με την άγρια φύση της Λατινικής Αμερικής. Μία ταινία αφετηρία για διεξοδική συζήτηση μεταξύ σινεφίλ. Είχαμε τη χαρά να την παρακολουθήσουμε στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον στα πλαίσια του 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Φανατικοί υποστηρικτές της κι αρκετοί που απογοητεύτηκαν. Επίσημη υποψηφιότητα της Κολομβίας για το Οscar Διεθνούς, χωρίς πάντως να φτάσει στην τελική δεκάδα και συνολικά 25 Βραβεία σε Φεστιβάλ του κόσμου.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Γνωρίζουμε μία ομάδα ανήλικων στρατιωτών, κρυμμένη στα βουνά. Παιδιά εθισμένα στη βία. Πυροβολούν αδιακρίτως χωρίς προφανή αιτία, το αίμα γίνεται η δεύτερη φύση τους και το νερό υπάρχει απλά να ξεπλένει ό,τι μένει πίσω. Κατά διαστήματα έρχεται ένας ανώτερός τους κι επιδίδονται σε σκληρά γυμνάσια. Όποιος αντέξει έχει την μεγαλύτερη “ανδρεία”. Δεν επιτρέπεται επαφή με τον έξω κόσμο. Συνάπτουν σχέσεις μεταξύ τους. Μία αγέλη “άγριων ζώων” που έχουν κυριευθεί από τα ένστικτα, εξού και τα ψευδώνυμά τους. Χρέος τους να προστατέψουν την αγελάδα, που τους καθιστά αυτάρκεις. Ένα ατύχημα κι οι συνέπειές του θα φέρουν όμως μία νέα πραγματικότητα. Οι δεσμοί μεταξύ των μελών θα δοκιμαστούν.
Θύματα βαριά ψυχικά τραυματισμένα παλεύουν ανάμεσα στην κόλαση του πολέμου και την φύση που ανταποκρίνεται στην ηλικία τους. Μία αμερικανίδα όμηρος (“Τζούλιαν Νίκολσον”-Ι, Tonya) θα γίνει η αφορμή για προστριβές. Τίποτα δεν θα είναι ξανά όπως πριν. Ο φόβος τους κυριεύει. Ο νέος “αρχηγός” τα βρίσκει σκούρα και μάταια προσπαθεί να επιβληθεί. Κάποιοι αναζητούν απόδραση. Κλαίνε για τις πράξεις τους. “Πανηγυρίζαμε σαν κτήνη”. Ακραίες καταστάσεις που δε συνάδουν με τα χρόνια τους. Alors, c΄est la guerre.
Οι καλές προθέσεις και το βαθύ μήνυμα που θέλει να περάσει ο σκηνοθέτης χάνεται κάπου στην πορεία. Η εξοικείωση των παιδιών με τη βία αντιμετωπίστηκε από μερίδα κριτικών και θεατών με δυσπιστία. Δημιουργείται μία σύγχυση δομική και κάπου χάνεται η συνέχεια. Σε αντιδιαστολή έρχονται τα άρτια τεχνικά χαρακτηριστικά να κρατήσουν ψηλά τον πήχη. Η φωτογραφία του Τζάσπερ Βολφ, το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη κι η μουσική του Μίκα Λέβι. Μιλάμε όμως για μία εμπειρία που ένας φανατικός σινεφίλ οφείλει να βιώσει και να αποφασίσει αν του άρεσε ή όχι.
Μία σύγχρονη αλληγορία που ο δημιουργός επηρεασμένος από την ελληνική μυθολογία θέλει να τις δώσει καθολικές διαστάσεις. Μιλάει για τη διαχρονική μάστιγα των πολέμων. Την έζησε στη χώρα του, την παρακολουθούμε σήμερα καθημερινά στη Συρία, στο Αφγανιστάν, στην Κριμαία, στο Ιράν. Δεν κοιτάει χρώμα και φυλή. Το “Monos” έχει πολλές ερμηνείες σε διάφορες γλώσσες, εδώ όμως μιλάμε για τον έναν και την ομάδα, το σύνολο. Πως μπορείς να διατηρήσεις τον εαυτό σου στην μάζα. Ένα μεγάλο όχι στα δίπολα και μία αφορμή για ευρεία επαναπροσέγγιση στον δρόμο για την παγκόσμια ΕΙΡΗΝΗ.