«Οι θλιβερές εικόνες βίας που είδαμε όλοι, απόψε, στην Αθήνα πρέπει να είναι οι τελευταίες. Και η ζωή ενός συμπολίτη μας, του νεαρού αστυνομικού που κινδύνευσε, να μας αφυπνίσει. Αυτές τις στιγμές πρέπει να επικρατήσει απ’ όλους αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία. Και απευθύνομαι ειδικά στους νέους μας, που είναι προορισμένοι να δημιουργούν. Όχι να καταστρέφουν. Η τυφλή οργή δεν οδηγεί πουθενά.
Δυστυχώς, κάποιοι αγνόησαν τις προειδοποιήσεις μας. Και σε όσους επιχειρούν να σπείρουν το μίσος και το διχασμό στην κοινωνία για να καλύψουν το δικό τους αδιέξοδο, όπως έκαναν και στο παρελθόν, απαντώ το εξής: Το βράδυ των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 τόνισα ότι είμαι εδώ για να εγγυηθώ την ενότητα, την ασφάλεια και την ευημερία όλων των Ελλήνων. Αυτό επαναλαμβάνω και τώρα. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μας διχάσει. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας γυρίσει πίσω».
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το χθεσινό, 126ο διάγγελμα Μητσοτάκη -δεν είναι και μεγάλο άλλωστε- και προσπαθώ να καταλάβω το νόημα, το «πίσω κείμενο» που λέμε και στο θέατρο. Εκ πρώτης όψεως, επικοινωνιακά, μοιάζει κάπως με αυτοχειρία:
(α) Τη στιγμή που η πλειοψηφία είδε όλα τα περιστατικά βίας, ανεξάρτητα από τη θέση της για αυτά, αυτός αναφέρει μόνο ένα, σαν να μην έχει πρόβλημα με τα άλλα. Το τονίζει μάλιστα, μην υπάρξει καμία παρεξήγηση: ξεκινά μιλώντας για τις σκηνές που είδαμε «απόψε». Θα ήταν πολύ εύκολα να πει «τις τελευταίες ημέρες», για να χώσει έτσι ένα ασαφές μήνυμα ενάντια στη «βία από όπου και αν προέρχεται» και να αποστασιοποιηθεί κάπως από τις ακρότητες των ταγμάτων ασφαλείας (προσπαθώ να σκεφτώ με τη λογική των επικοινωνιολόγων, αν αυτό είναι δυνατό). Δεν το κάνει όμως, το πάει ειλικρινά μέχρι τέρμα.
(β) Στην κεντρική πρόταση «απευθύνεται», δηλαδή τοποθετεί συνειδητά απέναντί “τους νέους”. Και τί τους λέει: να μην καταστρέφουν και να πουν όχι στην τυφλή οργή. Προσέξτε, όχι με μια μερίδα, “τους νέους”. Σαν να δέχεται ότι όλοι “οι νέοι” είναι όντως απέναντί του και τους παροτρύνει τουλάχιστον να μην ακολουθούν την τυφλή οργή γιατί αυτή «δεν οδηγεί πουθενά» (εδώ πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχει ένα δίκιο, η οργή θέλει οργάνωση και σχέδιο για να πετύχει περισσότερα).
(γ) Τελικά, θέτει μόνος του υπό αμφισβήτηση το δικαίωμά του να κυβερνά και για αυτό νιώθει την υποχρέωση να μας θυμίσει ότι κέρδισε τις πρόσφατες εκλογές – κάτι που έτσι κι αλλιώς δυσκολευόμαστε να ξεχάσουμε. Η μόνη του απάντηση σε όσους είναι απέναντι, στους οπαδούς του διχασμού, είναι ότι κέρδισε τις εκλογές για να είναι εδώ, όχι ότι έχει δίκιο, ότι έτσι είναι το σωστό, ότι θα μας βγάλει από το αδιέξοδο κοκ.
Κατά τα άλλα, δεν λέει τίποτα: ούτε μία υπόσχεση, μια πρόταση, μία απειλή έστω, κάτι. Μόνο παραίνεση προς “τους νέους να πουν όχι στη βία και ναρκωτικά. Είναι σαν κόπυ πέηστ της περσινής παραίνεσης προς τους νέους να κάνουν κοκούνινγκ. Ίσως -δεν αποκλείεται- να πιστεύουν ότι αφού αυτό πέρσι πήγε επικοινωνιακά καλά, ας κάνουμε ένα ίδιο: ο καλός πατέρας – πρωθυπουργός.
Το τί προτείνουν οι επικοινωνιολόγοι δεν είναι πάντα και το σωστό. Δείτε το -τραγικό- παράδειγμα της διαχείρισης της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι πάει καλά και κερδίζει από την επιχειρούμενη δολοφονία, γιατί έχει κάποια γκάλοπ στα χέρια της σαν αυτά που είδαμε, όπου η ερώτηση κατευθύνει την απάντηση. Τέτοια γκάλοπ είναι ωραία για να αυτοεπιβεβαιώνεσαι (και για να πληρώνεται το επικοινωνιακό σου τημ), δεν είναι αρκετά για να κάνεις μακροπρόθεσμη πολιτική. Γιατί ο ίδιος άνθρωπος που τον πιέζεις να βρει τη σωστή απάντηση στην ερώτηση «πρέπει να υποχωρήσει το κράτος απέναντι στους εκβιασμούς ενός αιμοσταγούς δολοφόνου», δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμος να σταθεί δίπλα σου όταν βρεθείς εσύ με τη βόμβα στα χέρια.
Για να επιστρέψουμε στο «διάγγελμα», αν εξαιρέσουμε την εξήγηση της βλακείας, μια τέτοια επιχείρηση αυτο-αναίρεσης της ηγεμονίας που χαίρει ένα κυβερνών κόμμα, μοιάζει πραγματικά ακατανόητη. Εκτός, βέβαια αν ο σκοπός είναι να ανοίξει σταδιακά αυτό ακριβώς το διακύβευμα: απειλούμαι ως πρωθυπουργός από τις ταραχές (και απειλούμαστε ως έθνος κοκ), αμφισβητούμαι από τους ακραίους, χρειάζομαι επιβεβαίωση.
Άλλωστε, το μόνο που μένει από το διάγγελμα, αν αφαιρέσεις τα λιγοστά μπλα-μπλα, είναι η λέξη “εκλογές”. Όλα συγκλίνουν σταδιακά ότι αυτό σχεδιάζει σιγά-σιγά ο πρωθυπουργός μας. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά των αστών πολιτικών: να προετοιμάζονται για τις επόμενες εκλογές, να επιλέγουν τη στιγμή και να διαμορφώνουν τις συνθήκες, τα διακυβεύματα, ώστε να τις κερδίζουν. Ελλείψει πια άλλου αφηγήματος (όπως θα ήταν το “σας γιάτρεψα” αν είχε πάει καλά με την πανδημία, ή ότι “θα φέρω την ανάπτυξη” αν δεν είχε κλείσει και τις μισές επιχειρήσεις από αυτές που άντεξαν την κρίση κοκ), θα πάει με το αφήγημα «Μητσοτάκης ή πανκς». Και -με τα μέχρι τώρα δεδομένα- χάρη στη ψοφοδέη αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία μάλλον συνειδητά ποντάρει από τώρα για τις μεθεπόμενες εκλογές (είπαμε, αυτή είναι η δουλειά των αστών πολιτικών και μπορούν για αυτό να κάνουν και 2-3 χρόνια υπομονή παραπάνω), θα τις κερδίσει. Και μετά θα μας δείρει ακόμα περισσότερο.
Φαίνεται λοιπόν πως εχθές ο Μητσοτάκης ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση και μας πέταξε το γάντι. Να το σηκώσουμε, λέω. Γιατί αν θέλουμε να «φύγει αυτή η κυβέρνηση», πρέπει να βρούμε και έναν αποτελεσματικό τρόπο να το καταφέρουμε. Αυτό όμως θα το συζητήσουμε από αύριο, καθώς εμείς που δεν είμαστε αστοί πολιτικοί γνωρίζουμε ότι πάνω από τις εκλογές βρίσκεται ο δρόμος. Και σήμερα τον πρώτο λόγο τον έχει ο δρόμος. Εκεί θα συνεχίσουμε αυτή τη στιγμή, μαχητικά και ψύχραιμα.