Σχόλιο της Louisa Yousfi για την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία εν όψει των επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών.
Όπως πολλοί φίλοι και σύντροφοί μου, χρειάστηκε να καταπιώ πολλές φορές βατράχια από τότε που ξεκίνησε αυτή η πολιτική φάση.
Υπήρχε η ιδέα ότι δεν ήταν η ώρα να τρέφουμε πολύ έντονα συναισθήματα ή να κάνουμε πολύ ακριβείς αναλύσεις, το θέμα σε γενικές γραμμές ήταν, μάλλον, να υιοθετήσουμε αυτή τη γενική δυναμική, με τα κάπως, για να λέμε την αλήθεια, μπερδεμένα περιγράμματα, που ονομάζεται «αντιφασισμός».
Έπρεπε, ως συνήθως, να δείξουμε την αξιοπρέπειά μας μπροστά στην έλλειψη αξιοπρέπειας 12 εκατομμυρίων ανθρώπων (και πολλών άλλων) που δεν θέλουν πλέον να αναπνέουν τον ίδιο αέρα που αναπνέουμε εμείς, οι βρώμικοι μαύροι και οι Άραβες αυτής της χώρας.
Έπρεπε, σύμφωνα με το σενάριο, να πούμε ότι «δεν θα έχουν το μίσος μας», ότι η ασχήμια τους δεν θα μας μολύνει. Εμείς, που βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, είχαμε χρέος να δώσουμε το παράδειγμα. Να τους δείξουμε πόσο λάθος κάνουν που μας μισούν, εμείς που δεν μισούμε ούτε εκείνους που θα ήθελαν να μας δουν νεκρούς, που θα ήθελαν να μας πάνε πίσω στη θέση μας, στη θέση των υπηρετών ή να μας επαναπατρίσουν στις χώρες καταγωγής μας.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, επιδοθήκαμε και εμείς οι ίδιοι σε κάθε πιθανή «γαλιφιά». Αφήσαμε να ειπωθεί ότι αυτοί που ψηφίζουν τον Εθνικό Συναγερμό δεν το κάνουν ακριβώς επειδή είναι ρατσιστές, ή μάλλον ότι αυτός ο ρατσισμός δεν ήταν καθόλου πραγματικός ρατσισμός, αφού μπορούσε να δικαιολογηθεί έξω από τον εαυτό του: για παράδειγμα, με την εργασιακή επισφάλεια των λευκών εργατικών τάξεων, με την καταστροφή των δημοσίων υπηρεσιών, με την ενορχηστρωμένη από τα μμε πλύση εγκεφάλου …
Αφήσαμε λοιπόν να ειπωθεί ότι ο ρατσισμός δεν είχε τη δική του λογική, ούτε τη δική του ιστορική πυκνότητα, ότι ήταν σίγουρα το αποτέλεσμα μιας ετερογένειας αιτιών και ότι δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα. Και όμως, ολόκληρη η ιστορία των οικογενειών μας μαρτυρεί την υλική πραγματικότητα αυτής της αηδίας που είναι ο ρατσισμός.
Πέρασα τη ζωή μου ακούγοντας ότι ο ρατσισμός δεν είναι πραγματικός ρατσισμός, είναι κακώς κατευθυνόμενη οργή, είναι αποξένωση, ηλιθιότητα, μνησικακία… εντάξει, εντάξει, αλλά πότε ακριβώς αρχίζει να γίνεται ρατσισμός; Υπάρχει πραγματικά ή είναι πάντα η προβολή ενός ψευδούς προβλήματος; Και επομένως, υποφέρουμε από ένα ψευτοπρόβλημα, πεθαίνουμε από ένα ψευτοπρόβλημα; Και πάλι, υπάρχουμε πραγματικά ή είμαστε εδώ μόνο ως αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης από τα «αληθινά» ταξικά συμφέροντα;
Ήταν αυτό το συναίσθημα του να παλεύεις με ένα φάντασμα που με οδήγησε να ασχοληθώ με την πολιτική στο απο-αποικιοκρατικό κίνημα, του οποίου η κύρια συμβολή ήταν ακριβώς αυτό, να πάρουμε σοβαρά υπόψη το φυλετικό ζήτημα, χωρίς να το παραπέμπουμε αλλού, χωρίς να αναζητούμε τη λύση κοιτάζοντας από την άλλη πλευρά.
Έπρεπε να κοιτάξουμε το τέρας στο πρόσωπο, να υπομείνουμε όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά του, να τα αναλύσουμε με ακρίβεια και να μην χαμηλώσουμε ποτέ το βλέμμα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήμασταν, παραδόξως, ανάμεσα σε εκείνους που διατύπωσαν υποθέσεις για τα «beaufs», το μικρό λευκό προλεταριάτο, επιβάλλοντας στους εαυτούς μας να μην τους καταδικάσουμε ποτέ για φασισμό παρά τις σαφείς ενδείξεις της ιδεολογικής τους προσκόλλησης.
Αλλά ας είναι ξεκάθαρο από εδώ και πέρα, δεν είναι «γαλιφιά» το όνομα αυτής της συμπόνιας που πιστεύει ότι μπορεί να νανουρίσει τους δαίμονες των μικρών λευκών ανθρώπων μεταφράζοντας τις δικές τους ιδέες («λέτε ότι φοβάστε τους μουσουλμάνους, αλλά η αλήθεια είναι ότι θέλετε καλύτερο μισθό», «νιώθετε πολιτισμικά ανασφαλείς, αλλά είναι επειδή βιώνετε την ερημοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης»), κάτι που οι δικοί μας δαίμονες δεν είχαν ποτέ το δικαίωμα να κάνουν, εμείς, των οποίων οι υπερβολές, οι γκάφες και τα ελαττώματα γίνονται αμέσως απροσπέλαστα όρια για την αριστερά που μας καταδικάζει αυθωρεί και παραχρήμα (βαρβαρότητα).
Όχι, δεν έχει να κάνει με το να παριστάνουμε τους φανφαρόνους και να έχουμε περισσότερα κότσια από τον δήμιο, αλλά μάλλον με το να «σεβόμαστε» το κακό που θέλουμε να πολεμήσουμε. Γιατί για να πολεμήσεις πραγματικά έναν εχθρό, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσεις ότι υπάρχει, πρέπει να μπορείς να αναγνωρίσεις όλα τα πρόσωπά του και, κυρίως, όλες τις πιθανές κινήσεις του.
Πρέπει να ξέρουμε ότι το «φυλετικό σύμφωνο» που συνδέει την κοινωνία των πολιτών, την πολιτική κοινωνία, τις λευκές εργατικές τάξεις και την αστική τάξη αυτής της χώρας δεν απαιτεί εφησυχαστικό πατερναλισμό απέναντι στους λευκούς νέους που χάθηκαν εξαιτίας του ρατσισμού. Αντιθέτως, απαιτεί από εμάς να σεβαστούμε την δική μας ευθύνη, την ευθύνη των συντρόφων και των εχθρών μας. Λέω «εχθροί» γιατί είναι εχθροί.
Μεγάλωσα ανάμεσα σε φασίστες του χειρίστου είδους (στη Γαλλική Ριβιέρα), έζησα την καθημερινότητά μου ως παιδί και νεαρή γυναίκα σε επαφή με αυτά τα ανελέητα όντα και την τρομακτική σκληρότητά τους, και έχω διατηρήσει μια ανεξίτηλη εμπειρία: αυτή της οργής, του μίσους. Τους μισώ. Είναι ωραίο να το λες αυτό. Είναι ωραίο να το γράφεις όταν υπάρχουν ακόμα εκείνοι που θέλουν να μεταμφιέσουν την μικροπρεπή δειλία τους σε κομψότητα ψυχής.
Αν μας δίδαξε κάτι ο φασισμός, είναι το εξής: μπροστά σε έναν στρατό φασιστών, έχουμε την ανάγκη ενός στρατού από καλά πειθαρχημένους αντιφασίστες, αποφασισμένους να μην υποχωρήσουν, να μην προδώσουν, σταθερούς και καθόλου «ευγενικούς» όπως έγραφε ο Μπρεχτ. Πολύ λίγο ευγενικούς ενώ «προετοιμάζεται το έδαφος για μια μελλοντική ευγένεια».
Ας μην βιαζόμαστε λοιπόν.
Η ευγένεια είναι ο ορίζοντας.
Σήμερα, όπως λέει και το τραγούδι των παρτιζάνων, «έχουμε allarme/ συναγερμό».
* Η Louisa Yousfi είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Κόρη Αλγερινών που μετανάστευσαν στη Γαλλία, με αυτό το βιβλίο καταγγέλλει την αφομοιωτική σύγκρουση που οι πολιτικές των γαλλικών θεσμών δεν έχουν σταματήσει να τροφοδοτούν για τουλάχιστον μισό αιώνα. Για το DeriveApprodi δημοσίευσε το Restare barbari. I selvaggi all’assalto dell’Impero (2023).
Πηγή: machina-deriveapprodi.com/