Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του θρύλου της Τζαζ, Miles Davis το έψαχνα καιρό. Με χαρά μου το ανακάλυψα στην πλατφόρμα του Netflix και δεν άφησα λεπτό να πάει χαμένο. Mου είχε μιλήσει ο καλός μου φίλος Δημήτρης από το Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια πριν μήνες και περίμενα υπομονετικά να έρθει στην Ελλάδα. Είχα μία κρυφή ελπίδα για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το οποίο ματαιώθηκε. Δε το βρήκα ούτε εκεί στο πρόγραμμα. Τελικά έμελλε να ανακαλύψω τη δουλειά του Στάνλεϋ Νέλσον μέσα από την πλατφόρμα μακριά από την αγαπημένη μου μεγάλη οθόνη.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Ο Nτέιβις γεννήθηκε στο Ιλινόι. Παρ΄ότι προερχόταν από εύπορη οικογένεια βίωσε τον φυλετικό ρατσισμό. “Η Μουσική είναι κατάρα μου, πάντα ήταν η πρώτη μου προτεραιότητα”. Ο Μάιλς ξεχώρισε από μικρός. Χαρακτηρίστηκε ιδιοφυΐα κι όχι άδικα. Είχε μοναδικό χάρισμα, ταλέντο. Η εξέλιξή του ήταν ταχύρυθμη. Άφησε τα όνειρά του για σπουδές στην ιατρική κι ακολούθησε το πάθος του. Ήταν αποφασισμένος όμως να γίνει ένας επιστήμονας του ήχου. Συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει και γρήγορα έβαλε τον επόμενό του στόχο. Next stop … New York.
Η περιπλάνησή του όμως δε σταμάτησε εκεί. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, έκανε περιοδείες. Γνώρισε την παιδεία, τον πολιτισμό, την ευγένεια, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Το εκτίμησε και το κουβάλησε για πάντα μαζί του. Το στυλ του ήταν αριστοκρατικό. Φαινομενικά προσιτός, φινετσάτος και κουλ. Ήταν όμως ακριβώς έτσι; Οι προσωπικές του σχέσεις πέρασαν από χιλιάδες κύματα. “Οι πιο πολλοί άντρες φοβούνται να δείξουν ότι είναι ευάλωτοι”. Αυτό φυσικά έρχεται σε σύγκρουση με ακραία περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που όπως θα δούμε στη συνέχεια είχαν την εξήγησή τους.
Το κόστος της μεγάλης ζωής. Όπως αρκετοί καλλιτέχνες αυτού του επιπέδου, έτσι κι αυτός έπεσε στην παγίδα των καταχρήσεων και των εξαρτήσεων. Έχασε την αυτοπειθαρχία και τον αυτοέλεγχο του. Για ένα διάστημα η καριέρα του εκτροχιάστηκε. Όσο δύσκολο είναι να φτάσεις στην κορυφή, τόσο εύκολα διαλύονται όλα σε μία στιγμή. Για καλή του τύχη όμως η τρομπέτα αποτελούσε πάντα την πυξίδα και ταυτόχρονα την άγκυρά του, που μπορούσε να τον τραβήξει από τον βυθό ή καλύτερα από έναν βούρκο ή από βαθύ πηγάδι.
“Η μουσική είναι τα πάντα. Ερωτισμός, αισθησιασμός”. Έτσι ακριβώς ένιωθε κι αυτό έβγαινε στη σκηνή. Ήταν μία ψυχοσωματική συνουσία για τον ίδιο. Ιερή στιγμή. Οι συνεχείς παλινωδίες ωστόσο δεν τον άφησαν να απογειώσει ακόμα περισσότερο την Τζαζ. Εκεί που έλεγες επέστρεψε, κυλούσε και πάλι. “Όταν ο Θεός σε τιμωρεί παίρνεις όλα όσα θέλεις, χωρίς να σου μένει χρόνος”. Έπαιξε για τελευταία φορά ένα πολύ απαιτητικό κομμάτι … Το κοινό τον αποθέωσε. Ήταν το τέλος της διαδρομής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε αυθεντικός. Φυσικά με καλές κι άσχημες στιγμές. Έγραψε ιστορία και τα άλμπουμ του (“King of Blue” και “Βitches Brew”) πήραν θέση στο πάνθεον. “Το μόνο που ήθελα ήταν να μεταδώσω αυτό που ένιωθα μέσω της μουσικής”. Ένα αληθινό φαινόμενο, μία πολυπρισματική προσωπικότητα που χρησιμοποίησε την μουσική ως πηγή ζωής. Μετά από κάθε μεγάλη συναυλία ζωγράφιζε, προσπαθώντας επίσης να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο. Παρέμεινε για πάντα παιδί και το ίδιο θα ήθελε και για εμάς, καθώς η επιθυμία, η ανασφάλεια, η αθωότητα αποτελούν δομικούς λίθους της Τέχνης.