in

Μικρή εγκυκλοπαίδεια του φεμινισμού. Του Χρήστου Λάσκου

Deborah Cameron, Φεμινισμός -παρελθόν και παρόν ενός κινήματος, μετάφραση: Φιλώτας Δήτσας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2020, σελ. 212

 

Δεν υπάρχουν ιδιοφυείς γυναίκες: οι γυναίκες ιδιοφυΐες είναι άνδρες

Τσέζαρε Λομπρόζο

 

Ο Λομπρόζο είναι πασίγνωστος εγκληματολόγος του 19ου αιώνα, από τους πρώτους «θετικούς» επιστήμονες-ρατσιστές. Η εγκληματικότητα, σύμφωνα με την θεωρία του, έχει φυλετική προέλευση και αποτυπώνεται στη μορφολογία των εγκληματιών. Τελικά, όμως, δεν είναι μόνο η εγκληματικότητα, που συνδέεται με τη «φύση» των ανθρώπων. Όπως φαίνεται και οι θετικές ποιότητες είναι δομικά συνδεδεμένες μαζί της. Γι’ αυτό και οι ιδιαίτερα έξυπνες γυναίκες, όπως μας ενημερώνει, δεν μπορεί να είναι γυναίκες. Κι αυτές θα πρέπει να καταχωριστούν στο αρσενικό ημισφαίριο.

Η ιδέα αυτή, ωστόσο, είναι κάθε άλλο παρά περιθωριακή. Το αντίθετο: σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει ένα καίριο τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι γυναίκες, σε ό,τι αφορά τη διανοητική, αλλά και ειδικότερα τη πολιτισμική, δημιουργία, είναι καταφανώς υποδεέστερες. Τόσο καταφανώς, που, ακόμη και «διαπρεπείς» γυναίκες, όπως η επιδραστική κριτικός Καμίλ Πάλια, υποστηρίζουν ότι «αν ο πολιτισμός είχε αφεθεί σε γυναικεία χέρια, θα ζούσαμε ακόμα σε αχυρένιες καλύβες» !

Ακόμη και κάποιοι, υπεράνω υποψίας για εικαζόμενη ανοησία, όπως ο Κάρολος Δαρβίνος, στην «Καταγωγή του ανθρώπου», υπερακοντίζει την καταστατική αρχή της ανισότητας των φύλων:

«”Αν φτιάχναμε δύο ξεχωριστές λίστες με τους πιο σημαντικούς άνδρες και τις πιο σημαντικές γυναίκες στους τομείς της ποίησης, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της μουσικής, της ιστορίας, της επιστήμης και της φιλοσοφίας οι δυο λίστες δεν θα ήταν καν συγκρίσιμες”, επιχειρηματολογεί, [θα καταλήγαμε] στο συμπέρασμα ότι η διαφορά έγκειται στη βιολογία: οι άνδρες είναι προικισμένοι από τη φύση τους με “νοητικές ικανότητες ανώτερου επιπέδου”» (σελ. 153).

Ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς επιστήμονες όλων των εποχών, ο εισηγητής μιας από τις κορυφαίες επιστημονικές επαναστάσεις, μπορούσε να έχει τις πιο ριζοσπαστικές τοποθετήσεις στα πιο απαγορευμένα ζητήματα, αλλά η πατριαρχική ιδεολογία ήταν και γι’ αυτόν ανυπέρβλητη.

Βάσει των παραπάνω, το ερώτημα προκύπτει αυθορμήτως: είναι οι γυναίκες άνθρωποι;

Όπως, πολλές φορές, σημειώνει η Κάμερον, ο φεμινισμός προκύπτει από μια συγκεκριμένη στάση απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Στην πραγματικότητα, «ο φεμινισμός είναι η ριζοσπαστική ιδέα πως οι γυναίκες είναι άνθρωποι».

Πρόκειται για υπερβολική διατύπωση; Κάθε άλλο. Ας σκεφτούμε μόνο ότι οι πρώτες επαναστατικές «Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» δεν είχαν καμιά θέση για τις γυναίκες.

Η παρακολούθηση της θέσης των γυναικών από την εποχή που συνέβη αυτό που ο Ένγκελς ονόμασε, στον καιρό του, «κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου», την εποχή της βίαιης εγκαθίδρυσης της πατριαρχίας, δείχνει πως η επερώτηση της «ανθρωπινότητας» των γυναικών  είναι εντελώς εύλογη.

Ας προσπαθήσουμε, στο πλαίσιο ενός νοητικού πειράματος, να φανταστούμε ανεστραμμένους τους ρόλους, να φανταστούμε, δηλαδή, τις γυναίκες στην θέση των ανδρών και το αντίστροφο. Για ένα πολύ μεγάλο τμήμα ανθρώπων -και γυναικών, ακόμη- κάτι τέτοιο θα φάνταζε τρομακτικό. Το μυθιστόρημα «Η δύναμη» της Ναόμι Άλντερμαν, παίζοντας με αυτήν την ιδέα, δίνει τη δυνατότητα να το αντιληφθούμε. «Η Άλντερμαν έχει πει για το βιβλίο της πως διαβάζεται ως δυστοπία […] αν είσαι άνδρας: όσα περνούν, [όμως], οι άνδρες στον φανταστικό της κόσμο δεν είναι χειρότερα από αυτά που υπομένουν οι γυναίκες στον πραγματικό κόσμο» (σελ. 26).

Ο «Φεμινισμός» έχει την σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, και σπάνια ιδιαιτερότητα να «μπαίνει» στο γήπεδο του αντιπάλου και να τον αποδομεί από μέσα.

Ακόμη, όμως, και τα «θέσφατα» του ίδιου του φεμινισμού τίθενται υπό δημιουργική επερώτηση. Π.χ., μετά από το «Δεύτερο φύλο» της Μποβουάρ, ξέρουμε πως «γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Αλλά πως θα γίνει να μη γίνει αυτή η αλήθεια κοινότοπο κλισέ;

Η Κάμερον δεν διστάζει να αναμετρηθεί με ερωτήματα, που, ενώ αναπαράγουν εκλεπτυσμένα πατριαρχικά επιχειρήματα, δεν παύουν να έχουν αξία και από την άποψη της αυτόνομης φεμινιστικής οπτικής.

«Υπάρχουν άραγε κάποιες πτυχές της διαδικασίας διάπλασης των γυναικών που είναι αναπόσπαστα συνυφασμένες με το να διαθέτει κανείς ένα συγκεκριμένο είδος σώματος; […] Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι τα ανθρώπινα σώματα υπάρχουν εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού πλαισίου, που σε ατομικό επίπεδο επηρεάζει καθοριστικά την εμπειρία της εν-σωμάτωσης του εαυτού, δεν υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, κάποιες απτές σωματικές πραγματικότητες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του φεμινιστικού εγχειρήματος να τερματιστεί η καταπίεση των γυναικών;» (σελ. 184).

Η Κάμερον διατρέχει, με μοναδική εμβρίθεια, τη φεμινιστική προβληματική σε όλες τις περιοχές, όπου η παρουσία της είναι καταστατική για την ίδια την κατανόηση του κοινωνικού στοιχείου, με την ευρύτερη έννοια. Μέσα από μία ανάγνωση, δηλαδή, η οποία θεωρεί τη σκοπιά των γυναικών επιστημολογικά αναγκαία για την ερμηνεία των κοινωνιών. Όχι μόνο για την εξήγηση των χαρακτηριστικών τους, αλλά για την κατανόηση. Κυριαρχία, δικαιώματα, εργασία, θηλυκότητα, σεξ, πολιτισμός είναι οι θεματικές, που αναπτύσσονται και συνδέονται σε μια συνολική εικόνα.

Στο βιβλίο δεν έχουμε την απόρριψη των πολλών κοινότοπων ανοησιών, με την απλή επίκληση της ανοησίας τους. Πράγμα, που, μεθοδολογικά, θα ήταν και θεμιτό και αποτελεσματικό. Όταν, π.χ., το πλειοψηφικό ρεύμα της εξελικτικής ψυχολογίας εξηγεί «επιστημονικά» ότι, στην πραγματικότητα, η ανισότητα των φύλων είναι φυσική μια και αντιστοιχεί σε μια εξελικτική προσαρμογή, που ευνοεί το είδος, η μπούρδα βγάζει μάτι. Η Κάμερον, όμως, δεν θα την απορρίψει, αλλά θα την αποδομήσει.

Η εξισωτική, εν πολλοίς, προϊστορία, η μετέπειτα δομική εκμετάλλευση των γυναικών, αλλά και οι πολιτικές των φεμινιστριών στη διαχρονία, τα συμπεράσματα έναντι της «σεξουαλικής επανάστασης», της πορνογραφίας ή της σημερινής δυνατότητας να έχουν οι πολύ μικρές ηλικίες πρόσβαση σε αδιανόητες, για πρόσφατες ακόμη περιόδους, πληροφορίες και εικόνες είναι μερικές μόνο από τις θεματικές που αναπτύσσονται.

Η πειστική επιχειρηματολόγηση του ασύμβατου πλέον χαρακτήρα του ριζοσπαστικού φεμινισμού με τον φιλελεύθερο φεμινισμό είναι από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι και στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων η γυναικεία υποτέλεια δεν παύει να υπάρχει δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πως η θραύση της «γυάλινης οροφής» από τις προνομιούχες ταξικά γυναίκες προσφέρει το παραμικρό στη μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών. Η διεκδίκηση της «αξιοκρατίας» από τις γυναίκες των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων είναι η πιο τοξική και ταξική στάση, η οποία όχι μόνο δεν έχει θετικά αποτελέσματα για τις φτωχές γυναίκες, αλλά είναι, σε καπιταλιστικές συνθήκες, εφικτή μόνο σε βάρος τους. Τα θραύσματα της γυάλινης οροφής θα πέσουν όλα στο κεφάλι των φτωχών γυναικών, για να προωθηθούν οι «άξιες». Ενώ οι δεύτερες προκόβουν, οι πρώτες μεγαλώνουν τα παιδιά των δεύτερων, σε βάρος συχνά των δικών τους παιδιών, φροντίζουν τους ηλικιωμένους πλούσιους σε βάρος των δικών τους γονέων και χίλια άλλα ίδια και χειρότερα.

Η Κάμερον διευκρινίζει πολύ πειστικά πως ο φεμινισμός σήμερα ή είναι συνδεδεμένος με όλους τους αγώνες για την πλήρη αναίρεση της εκμετάλλευσης λόγω «φυλής», εθνότητας, θρησκείας, με τους αντικαπιταλιστικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες ή δεν είναι τίποτε.

Όντας ενήμερη για την εξέλιξη της κοινωνικής θεωρίας, έχει πολύ μεγάλη άνεση να κινείται πέραν της πολιτικής οικονομίας ή της κοινωνιολογίας, στους χώρους της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της εθνομεθοδολογίας, της  κοινωνιολογίας της γνώσης, της μικροκοινωνιολογίας, της «κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας».

Είναι χαρακτηριστική η αξιοποίηση, π.χ., των Ways of seeing  του John Berger, που μελετούν τον τρόπο που οι συμβάσεις της δυτικής αναπαραστατικής τέχνης  αντανακλούν -και συγχρόνως ενισχύουν- τις πατριαρχικές παραδοχές:

«Οι άνδρες δρουν και οι γυναίκες φαίνονται. Οι άνδρες κοιτούν τις γυναίκες. Οι γυναίκες παρακολουθούν τον εαυτό τους καθώς τις κοιτούν. Αυτό δεν καθορίζει μονάχα την πλειονότητα των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και τη σχέση των γυναικών με τον εαυτό τους. Ο εσωτερικευμένος παρατηρητής, εντός της γυναίκας, είναι αρσενικού γένους: το αντικείμενο της παρατήρησης είναι θηλυκού γένους. Έτσι, η γυναίκα μετατρέπει τον εαυτό της σε αντικείμενο -και πιο συγκεκριμένα σε αντικείμενο θέασης, σε θέαμα» (σελ. 168).

Όπως χαρακτηριστική είναι και η διερεύνηση των επιπτώσεων στις γυναίκες  ακόμη και της σεξουαλικής απελευθέρωσης των  60s. Από εκεί μέχρι τα σημερινά «κουλ κορίτσια», η «αγνότητα», στα μάτια των αντρών, έγινε «διαθεσιμότητα», εξίσου ενσωματώσιμη στις πατριαρχικές επιδιώξεις.

Το βιβλίο μιλάει για όλες τις σημαντικές θεματικές της φεμινιστικής αναζήτησης και δράσης. Διεξέρχεται τα 4 «κύματα» χωρίς, όμως, να τα διαχωρίζει οριστικά. Ενδιαφέρεται για τις τομές τους όσο και για τις ασυμβατότητές τους.

Αναμετριέται με σύγχρονα ζητήματα, όπως η θέση των μουσουλμάνων γυναικών και η αληθινή δυνατότητά τους να κάνουν επιλογές ή η προβληματική των πολλαπλών θηλυκοτήτων, δύσκολα συμβιβάσιμη με το ριζοσπαστικό 2ο κύμα, για μια σειρά από λόγους. Τοποθετείται πειστικά απέναντι στην, τόσο όσο, αξία του «ρεφορμισμού», καθώς και τις τεράστιες καταστροφές του νεοφιλελευθερισμού για την κοινωνική αναπαραγωγή, που επιδρά καθοριστικά στη θέση των γυναικών. Αλλά και στην επίταση της ιδεολογικής τους καθυπόταξης, που κάνει να φαίνεται φυσικό να πληρώνεται καλύτερα αυτός που πουλάει ακίνητα από αυτή που φροντίζει ασθενείς, ηλικιωμένους και ετοιμοθάνατους.

Το βιβλίο της Κάμερον, νομίζω, μπορεί να θεωρηθεί έργο αναφοράς. Εξαιρετικά μεταφρασμένο, πλούσιο σε ιδέες και επιχειρήματα, θεωρητικά ενημερωμένο είναι μια προσφορά στον ελληνικό φεμινισμό από τις σπουδαίες Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Podcast Ξεφυλλίζοντας τον 20ό Αιώνα: Ναυαγοί του Ολοκαυτώματος στη Δίνη του Μεταπολεμικού Κόσμου

Κάλεσμα του ΣΥΔ στα πρόσωπα που είναι υποψήφια στις Ευρωεκλογές να δεσμευτούν στην αναγνώριση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων