Η αγωνία της ανέχειας, η έλλειψη προοπτικής, το πληγωμένο αίσθημα δικαίου, η ελπίδα για κάτι καλύτερο: Δεν είναι ένας ο λόγος που φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο, κοντά στην αυτοδυναμία -όπως δεν είναι ένα και το βίωμα της κρίσης που συνδέεται μ’ αυτή την πρωτιά. Και θα είχε ενδιαφέρον μια έρευνα γι’ αυτές τις διαφορετικές, ίσως και αντιφατικές προσδοκίες. Ενδιαφέρον, γιατί οι προσδοκίες αυτές μπορεί να είναι ταυτόχρονα πολύ μεγάλες, υπερβολικά μικρές και, ενίοτε, απλώς λάθος.
Κατ’ αρχάς, πολύ μεγάλες -όπως υπαινίσσεται η λέξη “αποκατάσταση”. Γιατί είναι ένα πράγμα ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς “θα αποκαταστήσει” τον κατώτατο μισθό, την κατώτατη σύνταξη ή τον δημόσιο χαρακτήρα των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας που ιδιωτικοποιήθηκαν. Και είναι άλλο, εντελώς διαφορετικό, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκαταστήσει το υπόδειγμα ευημερίας που επικράτησε ώς το 2008, αφήνοντας την κοινωνία εκτεθειμένη στην κρίση το 2010.
Τα καγιέν, ο “κοινωνικός καπιταλισμός” του Χρηματιστηρίου και η αχαλίνωτη φοροδιαφυγή οι προκλητικές αμοιβές κρατικών αξιωματούχων, που δυσφήμησαν κάθε έννοια Δημοσίου ο εύκολος δανεισμός, που απογείωσε τις τράπεζες συμφιλιώνοντας την κοινωνία με την απαξίωση της εργασίας η ατομική απόκτηση μέσω της κατανάλωσης, που δεν άφησε χώρο και χρόνο να σκεφτούμε τα δημόσια και τα κοινά οι παροχές και οι “δράσεις τόνωσης της απασχόλησης”, που κατευθύνθηκαν πρωτίστως προς τα μεσαία στρώματα (αυτό σήμαινε “επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο”) είναι μερικά από τα σύμβολα ενός στάτους που ούτε μπορεί, ούτε πρέπει, να “αποκατασταθεί”.
Ο κόσμος που ενδιαφέρει κυρίως την Αριστερά έρχεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ με μικρές προσδοκίες. Όχι μόνο γιατί η επίγνωση της κατάστασης -των διεθνών πιέσεων, των εσωτερικών εμποδίων και των άθλιων δημόσιων οικονομικών- οδηγεί αναπόφευκτα στον “ρεαλισμό”. Αλλά και γιατί, σε μια διαρκή πορεία προς τον πάτο, και η ελάχιστη ώθηση προς τα πάνω είναι πολύτιμη ανάσα.
Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τον ρεαλισμό αυτόν είναι, νομίζω, στον κίνδυνο εξοικείωσης με τα δομικά προβλήματα, αυτά που μια σκέψη στραμμένη αποκλειστικά στο σήμερα θεωρεί πολύ μακρινά. Ούτε συζήτηση: Όταν η μπουλντόζα σού κατεδαφίζει το σπίτι, το επείγον είναι να διώξεις τη μπουλντόζα. Αλλά ας το σκεφτούμε λίγο: Αυτή δεν είναι η υπεκφυγή των νεοφιλελεύθερων, κάθε φορά που προσπαθούμε να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε ώς εδώ για να μην ξαναγίνουν τα ίδια;
Αν είναι σημαντική, λοιπόν, η διαβάθμιση του κυβερνητικού σχεδίου της Αριστεράς (10 μέρες – 10 μήνες – 10 χρόνια), είναι γιατί, σε αντίθεση με τους νεοφιλελεύθερους, ο ορίζοντάς μας δεν εξαντλείται στην “ελαχιστοποίηση της βλάβης”. Αν ήταν έτσι, θα αρκούσε η κατάρτιση μιας λίστας αναξιοπαθούντων – “ωφελούμενων”, ορισμένα επιδόματα κρατικής ελεημοσύνης, μερικές “σημειακές παρεμβάσεις” ή αναθέσεις σε ΜΚΟ. Όμως, με βάση το σημερινό τοπίο (ανεργία και επισφαλής εργασία που μειώνουν έσοδα και απειλούν την κοινωνική ασφάλιση), μια νέα ανθρωπιστική κρίση, εξίσου ή και πιο επώδυνη, είναι εξαιρετικά πιθανή. Θα προληφθεί; Θα αντιμετωπιστεί ως πολιτικό ή ως οικονομικό ζήτημα; Με κοινωνική πολιτική ή διά της ποινικής οδού;
Είναι γι’ αυτά που μια αριστερή κυβέρνηση είναι κυβέρνηση για το σήμερα και, ταυτόχρονα, για το αύριο. Και είναι (και) γι’ αυτά κρίσιμη η παρατήρηση του Γιάννη Δραγασάκη ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι όρος της αυτονομίας του απέναντι στο κράτος: όρος που θέτει όρια ως προς τη “συνέχεια του κράτους” και όσα αυτή κρίνει εφικτά, στην οικονομία, αλλά και στο ποινικοκατασταλτικό σύστημα, την εξωτερική πολιτική και αλλού.
Στα ζητήματα του κράτους βρίσκονται, νομίζω, ορισμένες από τις λάθος προσδοκίες. Για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, οι κρατικοί μηχανισμοί, η περιγραφή έργου τους και το προσωπικό τους δεν μπορούν να είναι τα μόνα εργαλεία πολιτικής. Χωρίς μεταφορά αποφάσεων στους εμπλεκόμενους, χωρίς οργανώσεις που θα υποστηρίξουν την επαναφορά του κατώτατου μισθού, χωρίς κοινωνικό έλεγχο στις δημόσιες υπηρεσίες (πώς αλλιώς πείθεις ότι αξίζουν οι φόροι υπέρ τους;), χωρίς έλεγχο για μια αστυνομία καθ’ έξιν ασύδοτη, πολλά απ’ όσα θέλουμε απλώς δεν γίνονται.
πηγή: Αυγή
