Η πρόσκληση στον εκλεκτό της εγχώριας ποπ σκηνής, Σάκη Ρουβά, να τραγουδήσει τα εμβληματικά κομμάτια από το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος μελοποίησε το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, επανέφερε στη συζήτηση το θέμα της τέχνης και του ρόλου των προσώπων που την διακονούν και την προάγουν ή αντιστρόφως την υποβιβάζουν και την ευτελίζουν. Εισαγωγικά, καταγράφω ότι στον τρέχοντα δημόσιο διάλογο, οι «ελιτιστές», όσοι ξύνισαν τα μούτρα στο άκουσμα της είδησης, και σε σχέση με ότι γινόταν παλιότερες εποχές, βρέθηκαν σαφώς υπολειπόμενοι από όσους με σθένος υπερασπίστηκαν το δικαίωμα του τραγουστή της ποπ να… δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης συμμετείχε με ενθουσιασμό στο κουβεντολόι, υπερασπιζόμενος την ιδέα, με το επιχείρημα ότι η προσπάθεια μιας τέτοιας περσόνας θα κάνει γνωστή την σύνθεσή του σε νεαρούς και νεαρές υποστηρικτές του -κάποτε- νεαρού τραγουδιστή οι οποίοι, διαφορετικά δεν θα τολμούσαν να ερεθίσουν με τέτοια ακούσματα τα ταλαιπωρημένα από την ηλεκτρική ένταση αυτιά τους. Ο Θεοδωράκης έχει το δικαίωμα ως δημιουργός να δίνει τα τραγούδια του όπου θέλει, κι εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που «εισχωρεί» σε κοινωνικούς χώρους οι οποίοι δεν αγγίζουν υπό άλλες συνθήκες τα πέπλα της Μούσας Ευτέρπης. Είχε επιτρέψει στο λαικό αοιδό Αντώνη Ρέμο να ερμηνεύσει τραγούδια του και, δεν μπορώ να μην σημειώσω, ότι για τα είδη που υπηρετούν οι ικανότητες του Ρέμου σε σχέση με του Ρούβα υπολείπονται.
Στο κάτω κάτω της γραφής, υπερθεμάτισαν στην πλούσια αρθρογραφία τους αλλά και στους υπαινιγμούς τους, οι υποστηρικτές του Ρουβά, και ο Μπιθικώτσης δεν ήταν και κανένας άγιος, τραγούδησε τον ύμνο της χούντας, και ο Ελύτης δεν είχε κάνει κάτι δηλώσεις υπέρ του Σαμαρά και της Πολιτικής του Άνοιξης, σάμπως, λένε, από παλιότερα οι κουλτουριάρηδες δεν ξύνιζαν τα μούτρα όταν ο λαϊκός επίσης τραγουδιστής Γιώργος Σαλαμπάσης έκανε επιτυχία με το «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» ο οποίος είναι καταληκτήριος στίχος στην «Μαρία Νεφέλη»; Υποθέτω ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να εμηνεύσει το Άξιον Εστί ούτε ο Τέρης Χρυσός ή ο Τζων Τίκης όταν ήταν στα πάνω τους, εκτός και υπάρχει κλιμάκωση και στους ποπ καλιτέχνες που έχουν τέτοια δικαιώματα οπότε η συζήτηση αποκτά νέο περιεχόμενο. Θα πρόσθετα στα παραπάνω ότι δεν ξέρω ποιός θα είχε το δικαίωμα να προβάλλει ενστάσεις σε μια μελλοντική επιχείρηση ανάγνωσης του λόγου που έβγαλε στη Λαμία ο Άρης Βελουχιώτης από τον Άδωνη Γεωργιάδη. Τι, δηλαδή, ο Φειδίας και ο Ικτίνος θα απαγόρευαν στα εργαστήρια τουριστικών ειδών να πουλάνε μινιατούρες και …ακρόπολες;
Ωστόσο:
α) δεν γίνεται να ξεχάσω πως το Άξιον Εστί, ακόμη κι αν για την εποχή που γράφτηκε συνιστούσε ήδη μια «προδοσία» του σουρρεαλισμού, που υπηρετούσε παλαιότερα ο Ελύτης, όταν μελοποίηθηκε από τον Θεοδωράκη αποτέλεσε σημείο καμπής, γύρισαν τα ρολόγια της συνείδησης πολλές ώρες μπροστά, και η ρήξη την οποία το έργο προκάλεσε, το έβγαλε κυριολεκτικά στην παρανομία, όσοι το σιγοσφύριζαν δέρνονταν κυριολεκτικά από τους πόλιτσμαν μες στο δρόμο, ήταν προάγγελος ανατροπών. Με βάση τα πιο πάνω ιστορικά γεγονότα, και με τις προσθαφαιρέσεις των σημερινών δεδομένων, δεν αποκλείεται το Άξιον Εστί να έχει μετατράπει σε έναν ακέραιο συμβιβασμό.
β) όταν παρουσιάστηκε το Άξιον Εστί, τα καψουροτράγουδα μιμούνταν τον Τσιτσάνη, οι μπράβοι της τρούμπας έπαιρναν το ύφος των ηθοποιών που «έδερναν» τον Κούρκουλο στο «Κοινωνία ώρα μηδέν» και οι φιλόλογοι είχαν ένα βαθύ αίσθημα απελπισίας, ζώπυρο όμως, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν το «Πάρθηκεν απο Μάγους * το σώμα του Μαγιού». Καμμιά δυσκολία δεν υπάρχει πλέον στην κατανόηση του «αίμα, δάκρυα κι ιδρώτας», ο λαός είναι πιά ένα ενιαίο σώμα, όχι όπως παλιά που, άλλος ήταν ο λαός των Λαμπράκηδων και άλλος ο «λαός» των γιοσμάδων. Επιπλέον, είμαστε πλέον τίγκα στην αλήθεια που κάθε υποκειμενικότητα φέρει, άρα, ο καθείς που ενδιαφέρεται εκδίδει φετφάδες περί τέχνης στο φεης μπουκ, ορίζει ως αισθητικά κριτήρια ότι καταλαβαίνει, και δεν ακούει κουβέντα περί αντικειμενικότητας, κάθε υποκειμενικότητα είναι μια αντικειμενική θεώρηση και όλες μαζί συνιστούν την άμορφη, χυλώδη και αποτρόπαια αντικειμενικότητα μας, η αγάπη, η χαρά, η ελπίδα και η απελπισία δεν έχουν καμμιά ανάγκη μιας άλλης γλώσσας, για να τις υπερασπιστούν ή να ανατρέψουν τα στραβά κι ανάποδα.
Κι έτσι:
α) μπορούμε πια να φανταζόμαστε στα θεωρεία των νυχτερινών κέντρων δωδεκάχρονα να τραγουδάνε το «όλα καλά» εναλλάξ με το «ένα το χελιδόνι» και ξιπασμένους τσιναρόγερους (κατά το γεροντοφρικιά) να χαλβαδιάζουν τα πιτσιρίκια ενώ κατεβάζουν τις μπόμπες τους με το «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» διαδοχικά με το «ανοίγω το στόμα μου» με την ίδια ευκολία που ακούγοντας τον Κλαους Νόμι πίνεις καμπάρι. Το τέλος είναι πλέον αίσιο κι ας λενε οι ξερόλες ότι το πραγματικό έργο τέχνης αρνείται κυρίως την δικτατορία της ελαφρότητας.
β) μπορούμε ακόμη να διαπιστώσουμε ότι το Άξιον Εστί είναι πια άλλο ένα τρόπαιο στις προθήκες της βιομηχανίας του θεάματος.
Οπότε το Άξιον Εστί μοιάζει πλέον με γραφικότητα που όπως λέει άλλος ποιητής «εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση», έγινε καθώς πρέπει, μαζική κουλτούρα και, όσοι κάθονται ακόμη στη γωνιά τους σιωπηλοί ας συσπειρωθούν κι άλλο, όπως πάντα έκαναν ποιητές και συνθέτες, όλη η ράτσα των καλλιτεχνών, πάει να πει, ας δημιουργήσουν τα έργα τέχνης που λίγοι σήμερα θα καταλάβουν, περισσότεροι θα πετροβολήσουν κι ας βάλουν τα δυνατά τους για να μην αφήσουν ρωγμές από τις οποίες θα εισέλθει ξανά κατακτήτρια η ποπ του μέλλοντος τους.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].
