Δεν ξέρω πως να ξεκινήσω να καταγράφω τις σκέψεις μου πάνω σε αυτό το ζήτημα. Θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο από αυτά που θυμίζουν συνδικαλιστές της δεκαετίας του ’80, στακάτα: «Γιατί κάποιος/α πρέπει να είναι με το Πανελλαδικό Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που συστήθηκε 15 Μαϊου» και όχι με κάποια άλλη πρωτοβουλία. Πέραν ότι αισθητικά ίσως είναι λίγο banal, δεν νομίζω ότι ο κόσμος που θες να μιλήσεις και να κοινωνήσεις ό,τι μπορεί να σκέφτεσαι, αντέχει μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και ενάμισης χρόνο ιικής και εγκλεισμού, έναν τέτοιο λόγο.
Άρα πρέπει πια να μιλάμε και να κάνουμε πολιτική με τρόπο που να θέλουμε εμείς να υπάρχουμε μέσα στο λόγο, και όχι με τρόπο που να θέλουμε να αποκλείσουμε τον άλλον από το δικό μας λόγο. Με λίγα λόγια να κάνουμε πολιτική για εμάς και με θετικό πρόσημο. Το πολιτική για εμάς σημαίνει ότι όλες/οι έχουμε συγκεκριμένα συμφέροντα και θέλουμε αυτά να υπερασπιστούμε και να προάγουμε. Έχει παρέλθει ο καιρός που κάποιοι έκαναν πολιτική για τους άλλους, με τις μεγάλες αφηγήσεις ως κάλυμμα των δικών τους καλβινιστικών, οριακά, ενοχικών δηλώσεων περί αλτρουϊσμού. Για να γίνει κατανοητό αυτό που λέω (και να μην είμαι κι εγώ μία ακόμη ερευνήτρια που χρησιμοποιεί το λόγο του αντικειμένου της ως «ειδικός», πράγμα το οποίο είναι μία καθημερινή μάχη με εσένα την ίδια, το έργο που παράγεις, την πολιτική που κάνεις κλπ): Δεν οργανώνομαι στο Πανελλαδικό Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για να παλέψω για τα δικαιώματα στην έρευνα γενικώς και αορίστως (έχει παρέλθει αυτός ο λόγος), οργανώνομαι γιατί εγώ που εργάζομαι στην έρευνα, δεν έχω δικαιώματα, δεν έχω ασφάλιση, δεν έχω ωράριο, δεν έχω μισθό. Οργανώνομαι για εμένα μαζί με άλλες και άλλους, όχι όμως για τους/ις άλλους/ες ή για τον κλάδο της έρευνας γενικώς και αορίστως. Δεν οργανώνομαι σε σωματείο, ώστε επιτέλους να συσταθεί ο κλάδος της έρευνας. Οργανώνομαι για τα συμφέροντά μου, και είναι μαρξιστικό να μιλάμε για συμφέροντα, είναι μαρξιστικό να μιλάμε για τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής μας. Δεν είναι μαρξιστικό να μιλάμε, οριακά ιδεαλιστικά, για ταξικά υποκείμενα κ.ο.κ.
***
Στην πολιτική κοινωνιολογία έχουμε παρατηρήσει ότι τη στιγμή που τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται ότι ανήκουν σε μία επαγγελματική κατηγορία, η οποία υφίσταται χρόνια (εν προκειμένων η Έρευνα), αλλά τώρα ονοματίζεται και άρα ταυτοποιείται, αμέσως την ίδια στιγμή εμφανίζονται και οι εντάσσεις που σχετίζονται με το status, αλλά και πως ο/η ίδιος/α εργαζόμενος/η αντιλαμβάνεται εαυτόν/ή εντός της παραγωγής. Και συνήθως εκείνη τη στιγμή θα παρατηρηθεί και η πρώτη κρισιακή φάση του κλάδου. Αυτό συνήθως ξεκινάει με το άγχος μιας μερίδας εργαζόμενων διατήρησης του status τους και συγκεκριμένων συνθηκών εργασίας, με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξή των δικαιωμάτων τους. Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι η ΟΛΜΕ που δεν συμπεριέλαβε τους αναπληρωτές στις τάξεις στα τέλη της δεκαετίας του ’90, με αποτέλεσμα να φτιαχτεί ο Σύλλογος Αναπληρωτών. Και γενικά, όπως είπα σε έναν σύντροφο «Συμβαίνουν αυτά», και αυτό που διαπίστωσε είναι ότι αυτή η φράση είναι παρηγορητική. Γιατί είναι παρηγορητική; Νομίζω η ίδια η μελέτη της ιστορίας (εν προκειμένω του εργατικού κινήματος) έχει αυτή την ιδιότητα της παρηγοριάς. Η μελέτη της ιστορίας μας βοηθάει να αναπαράγουμε, μέχρις ενός σημείου, την καβαφική φράση «Είναι και αυτή μια στάσις. Νιώθεται.» (προφανώς χωρίς καμία διάθεση αναπαραγωγής της καβαφικής ειρωνείας).
Τη στιγμή, λοιπόν, που φτιάχνεται το Πανελλαδικό Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, διασπάται. Κι αυτό για πλείστους λόγους. Εμένα τι με ενδιαφέρει σε αυτό να δω; Θέλω να δω πώς οι συνάδελφοί/ισσές μου βλέπουν τους/ις εαυτούς/ες τους εντός της παραγωγής. Κι αυτό σχετίζεται με/ και επικαθορίζεται από πάρα πολλές παραμέτρους: η θέση στον κύκλο της ζωής, η θέση εντός της έρευνας, η θέση εντός της ακαδημίας, το είδος του αντικειμένου, οι προσλαμβάνουσες προηγούμενης πολιτικής και συνδικαλιστικής συμμετοχής. Και σίγουρα πως βλέπεις τον/ην πιο αδύναμο/η συνάδελφο/ισσα σου. Το τελευταίο επίσης δεν είναι κάτι εύκολο, διότι ο κλάδος της έρευνας έχει αρκετά γκρίζα σημεία μεταξύ εκπαιδευτικής διαδικασίας και εργασίας. Εγώ σε αυτή τη γκρίζα ζώνη απαντάω με τη δημιουργία ενός συμπεριληπτικού σωματείου με σαφή εχέγγυα εγγραφής και συμμετοχής.
Σε αυτό το σημείο νομίζω θα πρέπει να ξεκαθαριστούν κάποια σημεία και να δοθούν κάποιες απαντήσεις σε πραγματικά ερωτήματα που έχουν αναδειχθεί από πολλές/ους συναδέλφισσες/ους, είτε που έχουν ενταχθεί στο «Πανελλαδικό Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση», είτε παρακολουθούν την πρωτοβουλία του «Διαλόγου» για τη δημιουργία τοπικών σωματείων.
Ερώτημα 1ο: «Γιατί συμπεριληπτικό; Και τι σημαίνει αυτό;»
Την απάντηση θεωρώ την δίνει η ίδια η ζωή, και βασικά το κατεξοχήν ίδρυμα που χρηματοδοτεί σήμερα ερευνητικά προγράμματα μέσα από μία πλειάδα προαπαιτούμενων που θέτει για να πάρει κάποια/ος χρηματοδότηση. Παίρνω ως περίπτωση τον ΕΛΙΔΕΚ. Ο ΕΛΙΔΕΚ στις προκηρύξεις για ερευνητικά προγράμματα περιγράφει ότι εντός του project θα υπάρχουν θέσεις για Υποψήφιους/ες Διδάκτορες (ΥΔ), αυτό εν προκειμένω σημαίνει ότι ο ΕΛΙΔΕΚ βάζει τον/ην ΥΔ στη θέση του εργαζόμενου. Επίσης, με αυτή την παραδοχή εάν δεν καταφέρει ένας ΥΔ να μπει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί και άνεργος/η. Συνεπώς, πρέπει να τον/ην προστατεύει το σωματείο όσο είναι στο καθεστώς ανεργίας. Πολλώ δε μάλλον όπου a priori ο/η ΥΔ παράγει πρωτότυπο ερευνητικό έργο, άρα δουλεύει, απλά πολλές φορές, και κυρίως στον κλάδο των κοινωνικών επιστημών, δεν υπάρχει κάποια υποτροφία ή κάποιο funding από κάποιο εργαστήρι. Ας πιάσουμε και το επίμαχο θέμα των φοιτητριών/ών των ΠΜΣ. Κάνω την παραδοχή ότι το Master είναι ένα κατεξοχήν στάδιο εκπαιδευτικής διαδικασίας, ωστόσο ο ΕΛΙΔΕΚ σε κάποια project προβλέπει και θέσεις αμισθί στην έρευνα όσων είναι στο επίπεδο του Master. Αυτές και αυτοί που εν τέλει θα μπουν σε τέτοια προγράμματα, γιατί δε θεωρούνται εργαζόμενες και μάλιστα με τις ευλογίες του ιδρύματος που οριακά «έφτιαξε τον κλάδο της έρευνας». Συναδέλφους/ισσες μου θεωρώ επίσης και τους/ις post doc, ακαδημαϊκούς υποτρόφους και προφανώς δεν θεωρώ ότι επιτελούν κάποιον διευθυντικό ρόλο.
Τί μας ενώνει; Η συνεχής επισφάλεια πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο, η μόνιμη αναζήτηση projects, κυνήγι deadlines, παραδοτέα, ανακοινώσεις, οργάνωση μαθήματος και διδασκαλίας και παράλληλα να τρέχουν άλλα 2 papers που πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις, γιατί είναι και το βιογραφικό, που η «πιάτσα» λέει ότι απαγορεύεται να έχει κενά. Την ίδια στιγμή μας ενώνει και πως μας βλέπει η κοινωνία, κάτι μεταξύ άεργου-ονειροπόλου-καλής μαθήτριας, όχι κάτι πάντως που να μας σχετίζει με την υλική αναπαραγωγή της ίδιας της κοινωνίας.
Ερώτημα 2ο: «Γιατί Πανελλαδικό Σωματείο»
Η πανελλαδικότητα ενός σωματείου, που μάλιστα είναι στα σπάργανα, εξασφαλίζει ότι σε όποια πόλη δεν μπορεί να υπάρξει ένας ικανός αριθμός συναδέλφων, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν θα έχουν εκπροσώπηση και δε θα καλύπτονται από το σωματείο τους. Κι αυτό κυρίως για περιφερειακές πόλεις, όπου ο χρυσός αριθμός 21 για τη σύσταση σωματείου είναι αρκετά δύσκολος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι υπάρχει και μία θέση αρχής που λέει ότι τα τοπικά σωματεία εν τέλει εντείνουν τον πολυκερματισμό του εργατικού κινήματος, παρά τον ενισχύουν. Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τη φύση του ίδιου του κλάδου: κάλλιστα μπορεί κάποια να είναι ΥΔ σε ένα Πανεπιστήμιο στην περιφέρεια, να δουλεύει για 8 μήνες σε ένα project ΕΛΙΔΕΚ στην Αθήνα, και να είναι και σε ένα project για τους άλλους 4 μήνες στη Θεσσαλονίκη (κι αυτό δεν είναι γέννημα της φαντασίας, η γράφουσα κάπως έτσι είναι, όπως πολλές και πολλοί). Συνεπώς, η πανελλαδικότητα προστατεύει, αλλά και συνάμα περιγράφει και αγκαλιάζει την μόνιμη αυτή ρευστότητα του κλάδου.
Ερώτημα 3ο: «Και εν τέλει τί ρόλο θα έχουν πια οι σύλλογοι μεταπτυχιακών και ΥΔ;»
Αυτό το ερώτημα αναδεικνύει ένα από τα ζητήματα της γκρίζας ζώνης μεταξύ εκπαιδευόμενου/ης και εργαζόμενου/ης. Την ίδια στιγμή έρχεται και στο φως το ερώτημα των αιτημάτων. Είναι ξεκάθαρο ότι σαν Υποψήφια Διδάκτορας έχω ανάγκη και πρέπει να συμμετέχω στο Σύλλογο Μεταπτυχιακών και ΥΔ του Ιδρύματός μου, γιατί θα πρέπει να παλέψω για τις βιβλιοθήκες και το πόσο ενημερωμένες θα πρέπει να είναι, θα διεκδικήσω να πληρώσει το Ίδρυμα τη συμμετοχή σε συνέδρια για ανακοινώσεις, θα παλέψω ενάντια στην ενταντικοποίηση του αγγλωσαξονικού μοντέλου συγγραφής διδακτορικής διατριβής. Και ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια θα παλέψω ενάντια στις διαγραφές όσων δεν έχουν τελειώσει το ΠΜΣ εντός συγκεκριμένων ασφυκτικών χρονικών πλαισίων κλπ. Ως εργαζόμενη στη έρευνα θα διεκδικήσω ασφάλιση, συλλογικές συμβάσεις, άδειες, συγκεκριμένο ωράριο εργασίας κλπ.
Κλείνοντας, λοιπόν, εγώ αυτό που θέλω είναι με την ταυτότητά μου ως εργαζόμενη να μην αποκλείω κανέναν και καμία. Αν και καταλαβαίνω ότι εδώ ανοίγει ουσιαστικά η συζήτηση του «ποιος/α είναι εν τέλει εργαζόμενος/η στην έρευνα;» και «τί είναι έρευνα;», νομίζω ότι η καλύτερη απάντηση είναι οι προδιαγραφές που ιδρύματα του κράτους βάζουν για χορήγηση χρηματόδησης για projects, οι ρόλοι που φτιάχνουν δημιουργώντας πολλαπλές βαθμίδες εντός της έρευνας, αλλά και ο τρόπος που μοριοδοτούν. Εν τέλει, αν κοιτάξεις το «αφεντικό» ψηλαφίζεις και πιο εύκολα το ποια είναι η εργαζόμενη.
*Η Μάνια Σωτηροπούλου είναι Υποψήφια Διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης